Σημάδι… της μοίρας θα μπορούσε να αποτελεί το γεγονός ότι η διάλυση του κυβερνητικού συνασπισμού στη Γερμανία συμπίπτει με την εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ. Δεν ευθύνεται, φυσικά, ο νέος πρόεδρος των ΗΠΑ για την πολιτική κρίση στο Βερολίνο, αλλά η νέα γερμανική κυβέρνηση που θα προκύψει από τις πρόωρες εκλογές έως τον Μάρτιο – πιθανότατα ένας συνασπισμός των Χριστιανοδημοκρατών με τους Σοσιαλδημοκράτες, με καγκελάριο τον Φρίντριχ Μερτς – θα κληθεί να αντιμετωπίσει τις «απειλές» του Τραμπ για έναν παγκόσμιο εμπορικό πόλεμο.
Όλα αυτά, διαδραματίζονται σε μία εποχή που Γερμανοί ειδικοί κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου και τη χαρακτηρίζουν ως τη χειρότερη για τη γερμανική οικονομία μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Σύμφωνα με τον Μόριτζ Σούλαρικ, πρόεδρο του γερμανικού Ινστιτούτου Kiel για την Παγκόσμια Οικονομία, η εκλογή Τραμπ σηματοδοτεί την απαρχή της πιο δύσκολης οικονομικής συγκυρίας στην ιστορία της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας.
Υπερβολικό; Όχι, αν αναλογιστεί κανείς πως η γερμανική βιομηχανία βρίσκεται ήδη σε ύφεση τα τελευταία δυόμιση περίπου χρόνια και αναμένεται νέο πλήγμα στις εξαγωγές.
Τα επίσημα στοιχεία δείχνουν ότι η Γερμανία απέφυγε την ύφεση στο γ’ τρίμηνο του 2024, ωστόσο είναι γνωστό τοις πάσι ότι η γερμανική βιομηχανία αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα. Η επιστροφή του Τραμπ στον Λευκό Οίκο ενδέχεται να αποτελέσει τη… σταγόνα που θα ξεχειλίσει το ποτήρι των προβλημάτων αυτών. Μην ξεχνάμε ότι η μεγαλύτερη οικονομία της Ευρώπης στηρίζεται σε πολύ μεγάλο βαθμό στις εξαγωγές (τρίτος μεγαλύτερος εξαγωγέας στον κόσμο το 2022) και επομένως είναι εξαιρετικά ευάλωτη στον κίνδυνο επιβολής δασμών στις αμερικανικές εισαγωγές.
Οι γερμανικές εξαγωγές ξεπερνούν τα 1,6 τρισ. δολάρια και σε ποσοστό άνω του 30% κατευθύνονται κυρίως στις ΗΠΑ και ακολούθως στη Γαλλία, στην Ολλανδία και την Κίνα. Η χώρα εξάγει κατά κύριο λόγο αυτοκίνητα και βιομηχανικά μηχανήματα, ηλεκτρονικό εξοπλισμό, φαρμακευτικά προϊόντα, πλαστικά και χημικά προϊόντα και η εξαγωγική της ισχύ ήταν άρρηκτα συνδεδεμένη με την παγκοσμιοποίηση.
Ήδη, το Βερολίνο βλέπει τις πωλήσεις των περίφημων αυτοκινητοβιομηχανιών της χώρας να υστερούν σε τέτοιο βαθμό που η Volkswagen αναγκάζεται να βάλει λουκέτο για πρώτη φορά στην ιστορία της σε εργοστάσιό της στην Ευρώπη. Όχι σε οποιοδήποτε, αλλά στο υπερσύγχρονο εργοστάσιο που κατασκευάζει το Audi Q8 E-Tron, στις Βρυξέλλες. Και ίσως αυτή να είναι μόνο η αρχή…
Με βάση τα επίσημα στοιχεία της Στατιστικής Υπηρεσίας της Γερμανίας, Destatis, ένα στα δέκα προϊόντα που εξάγει η Γερμανία (σε επίπεδο αξίας) πηγαίνει στις ΗΠΑ. Αν δεχτούν ισχυρό πλήγμα οι εξαγωγές αυτοκινήτων προς τις ΗΠΑ, είναι σαφές ότι εταιρείες-τοτέμ της γερμανικής οικονομίας, όπως η Volkswagen θα κινδυνέψουν. Πρόσφατη μελέτη της γερμανικής ομοσπονδίας αυτοκινητοβιομηχανιών (VDA), προειδοποιεί ότι ο μετασχηματισμός του κλάδου με στόχο την παραγωγή ηλεκτρικών οχημάτων, θα έχει ως αποτέλεσμα να χαθούν περίπου 186.000 θέσεις εργασίας έως το 2035. Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο, ο εκπρόσωπος της VDA σήμανε συναγερμό καλώντας τους κυβερνώντες να αποτρέψουν με κάθε τρόπο την επιβολή δασμών από τις ΗΠΑ.
Η κρίση δεν αφορά μόνο τις αυτοκινητοβιομηχανίες. Από τον Ιούλιο του 2022, ο μεταποιητικός PMI στη Γερμανία παραμένει κάτω από το επίπεδο του 50, που διαχωρίζει την ανάπτυξη από τη συρρίκνωση της δραστηριότητας. Στα στοιχεία Οκτωβρίου 2024 φάνηκαν κάποια σημάδια ανάκαμψης, αλλά από πολύ χαμηλό επίπεδο. Υπήρξε, δηλαδή, μία βελτίωση, ωστόσο τίποτα δεν προδικάζει μία δυναμική ανάκαμψη στα επόμενα τρίμηνα, πόσω μάλλον στην περίπτωση που από το 2025 ο Τραμπ υλοποιήσει την… απειλή των δασμών.
Αρκεί να σκεφτεί κανείς τις πιέσεις που θα δεχθεί η γερμανική οικονομία στην περίπτωση που το κλίμα διεθνώς επιδεινωθεί και το παγκόσμιο εμπόριο περάσει σε φάση ακραίου προστατευτισμού. Το πασίγνωστο γερμανικό οικονομικό ινστιτούτο ifo προειδοποιεί τους Γερμανούς εξαγωγείς να αναμένουν σοβαρές απώλειες, κρίσιμες για την επιβίωσή τους, αν ο Τραμπ επιβάλλει δασμούς 20% σε όλους τους εμπορικούς εταίρους των ΗΠΑ. Σύμφωνα με το ifo, στο ίδιο σενάριο η Γερμανία θα υποστεί πλήγμα ύψους 33 δισ. δολαρίων και οι εξαγωγές της προς τις ΗΠΑ θα περιοριστούν κατά περίπου 15%.