Ανατρέχοντας στο άρθρο 48 του νόμου 5045 (29/07/2023) διαβάζουμε για τις αρμοδιότητες του Ελληνικού Δημοσιονομικού Συμβουλίου: «Αξιολογήσεις και ποσοτικοποιήσεις του δημοσιονομικού αντίκτυπου που αναμένεται να έχουν οι προτάσεις που περιλαμβάνονται στα προγράμματα των πολιτικών κομμάτων και των συνασπισμών κομμάτων, κατόπιν αιτήματος τους.
Οι αξιολογήσεις και ποσοτικοποιήσεις εξετάζονται σύμφωνα με το υπόδειγμα, τη διαδικασία και τη μεθοδολογία που ορίζονται από το Ελληνικό Δημοσιονομικό Συμβούλιο. Η υποβολή του αιτήματος του δευτέρου εδαφίου γίνεται κατόπιν απόφασης του αρμόδιου οργάνου του κάθε πολιτικού κόμματος».
Γιατί ανασύρουμε τώρα στο προσκήνιο αυτή τη διάταξη; Αφενός γιατί την προηγούμενη εβδομάδα ο ΣΥΡΙΖΑ κατέθεσε πρόταση νόμου για ριζική αλλαγή του φορολογικού συστήματος της χώρας και αφετέρου διότι ο πρωθυπουργός σήκωσε το γάντι στην πρόσφατη συνέντευξή του λέγοντας ότι από τη στιγμή που κατατίθεται πρόταση νόμου, θα πρέπει να γίνει και η κοστολόγηση του νομοσχεδίου και από το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους.
Η ιστορία της προεκλογικής περιόδου του 2023 επαναλαμβάνεται με το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης να επανέρχεται αυτήν τη φορά με τροποποιημένη οικονομική πρόταση. Αυτό που επίσης είναι διαφορετικό είναι ότι πλέον υπάρχει το νομοθετικό πλαίσιο που επιτρέπει να ζητείται η κοστολόγηση των προτάσεων που υποβάλλει το κάθε κόμμα. Προς ενίσχυση της αξιοπιστίας της πρότασής του λοιπόν ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει παρά να καταφύγει στο Ελληνικό Δημοσιονομικό Συμβούλιο και αυτό είναι υποχρεωμένο να βγάλει τον λογαριασμό.
Ο πρωθυπουργός αναφέρθηκε και στο Γενικό Λογιστήριο το οποίο έχει και πλήρη πρόσβαση στα δεδομένα των εισοδημάτων και των περιουσιών άρα μπορεί να κάνει και καλύτερη κοστολόγηση των προτάσεων. Θα ήταν χρήσιμο για τον πολιτικό διάλογο να υπάρξει μια τεκμηριωμένη απάντηση για να γνωρίζουν και οι πολίτες τι ακριβώς προτείνεται και πώς μπορεί να χρηματοδοτηθεί.
Η πρώτη ανάγνωση της οικονομικής πρότασης ΣΥΡΙΖΑ πάντως βγάζει κόστος πολλών δισεκατομμυρίων ευρώ. Προβλέπεται αφορολόγητο και για μισθωτούς και για αυτοαπασχολούμενους στα 10.000 ευρώ κάτι που σημαίνει ότι καταργείται αυτομάτως και το ελάχιστο τεκμαρτό εισόδημα ενώ η νέα φορολογική κλίμακα που περιγράφεται προβλέπει φορολογικές ελαφρύνσεις για όλους, πλην αυτών που δηλώνουν εισοδήματα πάνω από 200.000 ευρώ.
Είναι 4810 άτομα και είναι ένα ερώτημα αν οι πρόσθετοι φόροι σε αυτούς θα καλύψουν το κόστος των ελαφρύνσεων στα υπόλοιπα περίπου 8,9 εκατομμύρια φορολογουμένων. Ίδια λογική και στον ΕΝΦΙΑ: ελαφρύνσεις για σχεδόν το σύνολο των ιδιοκτητών και επαναφορά ενός συμπληρωματικού ΕΝΦΙΑ Μεγάλης Ακίνητης Περιουσίας χωρίς όμως να δίνονται λεπτομέρειες για το ποιους θα αφορά αυτός ο συμπληρωματικός φόρος.
Στις επιχειρήσεις ζητείται η θέσπιση ακόμη χαμηλότερου συντελεστή (17%) αλλά για τα κέρδη έως τα 220.000 ευρώ. Ταυτόχρονα, ζητείται η κατάργηση της προκαταβολής φόρου (μέτρο που δημιουργεί «τρύπα» τεραστίων διαστάσεων κατά τον πρώτο χρόνο εφαρμογής των μέτρων) και η αύξηση του φορολογικού συντελεστή για τις πιο κερδοφόρες επιχειρήσεις από το 22% σήμερα στο 24%. Η μεγάλη αλλαγή, έχει να κάνει με τη φορολόγηση των μερισμάτων που ζητείται να ενταχθούν στην κλίμακα αντί να φορολογούνται με συντελεστή 5% αυτοτελώς όπως σήμερα.
Με δεδομένο ότι τα μερίσματα μετά την απόφαση της σημερινής κυβέρνησης να μειωθεί ο συντελεστής εκτοξεύτηκαν στα 6,7 δισ. ευρώ, μένει να φανεί πώς ακριβώς θα υλοποιηθεί αυτή η πρόταση πόσο μάλλον όταν οι αποδέκτες των περισσότερων μερισμάτων που διανέμονται από τις ελληνικές επιχειρήσεις συνήθως δεν είναι φυσικά πρόσωπα με μόνιμη κατοικία στην Ελλάδα αλλά επιχειρήσεις και funds που δραστηριοποιούνται στο εξωτερικό. Όσο για το κόστος από τη μείωση των ασφαλιστικών εισφορών κατά 4,5 ποσοστιαίες μονάδες όπως επίσης και από τη μείωση του συντελεστή φορολόγησης των ενοικίων στο 5%, είναι δεδομένο ότι θα υπερβεί το 1,5 δισ. ευρώ και για τα δύο αυτά μέτρα.
Το να μπουν τα σωστά νούμερα στον δημόσιο διάλογο θα είναι κάτι πολύ χρήσιμο για τους ψηφοφόρους οι οποίοι επίσης θα πρέπει να γνωρίζουν και τις αλλαγές που έχουν επέλθει στο περιβάλλον. Το νέο Σύμφωνο Σταθερότητας, ορίζει στις χώρες μέλη της ΕΕ συγκεκριμένους κανόνες.
Σε λίγες εβδομάδες θα ανακοινωθούν τα πλαφόν στα ποσοστά αύξησης των δαπανών που θα πρέπει να σεβαστούν οι χώρες. Και οι μειώσεις φόρων, εκλαμβάνονται ως μέτρα που αυξάνουν τις καθαρές δαπάνες. Κατά συνέπεια, θα περιμένουμε να δούμε πόσο κοστίζουν αυτά που πέφτουν στο τραπέζι αλλά και αν «χωρούν» στα νέα δημοσιονομικά περιθώρια ή αν αυτός που τα προτείνει θέλει να επαναδιαπραγματευτεί ή να τηρήσει τα όσα προβλέπει το νέο Σύμφωνο Σταθερότητας.