«Βόμβα» στα θεμέλια του νέου κρατικού προϋπολογισμού του 2016 βάζει η χθεσινή απόφαση του ΣτΕ, βάσει της οποίας οι αντικειμενικές αξίες των ακινήτων θα έπρεπε να είχαν αναπροσαρμοστεί από το Μάιο.
Και αυτό πολύ απλά διότι η πρόβλεψη για έσοδα 2,65 δισ. ευρώ από τον ΕΝΦΙΑ, αλλά και επιπλέον 1,138 δισ. ευρώ που έχουν προϋπολογιστεί από τη φορολογία κεφαλαίου, προκειμένου συνολικά να μπουν στα δημόσια ταμεία 3,788 δισ. ευρώ το επόμενο έτος, τινάζεται στον «αέρα».
Ανατροπή που φυσικά θα έχει σημαντικές επιπτώσεις στη διαπραγμάτευση με τους δανειστές, δημιουργώντας ταυτόχρονα αλυσιδωτές επιπτώσεις και καθυστερήσεις στην αξιολόγηση και στην έναρξη της συζήτησης για την απομείωση του χρέους.
Ουσιαστικά το οικονομικό επιτελείο βρίσκεται με την «πλάτη στον τοίχο» καθώς καλείται να σεβαστεί -ως οφείλει άλλωστε- τις δικαστικές αποφάσεις και να μην τις αγνοήσει όπως έκανε λίγους μήνες πριν, ενώ ταυτόχρονα θα πρέπει να προχωρήσει στην υλοποίησή τους, γεγονός που σημαίνει ότι θα πρέπει να αλλάξει τις αντικειμενικές τιμές των ακινήτων με στόχο αυτές να προσεγγίσουν τις τιμές αγοράς.
Θα πρέπει ωστόσο να υπογραμμιστεί ότι η απόφαση του ΣτΕ δεν φέρνει αλλαγές στους φετινούς εισπρακτικούς στόχους, ειδικά από τον ΕΝΦΙΑ καθώς ο συγκεκριμένος φόρος υπολογίζεται με βάση τις τιμές των ακινήτων που ισχύουν την 1η Ιανουαρίου, ενώ η απόφαση υπογραμμίζει ότι οι αλλαγές στις αντικειμενικές αξίες έπρεπε να είχαν γίνει από τις 21 Μαΐου με αποτέλεσμα να επηρεάζονται μόνο οι φόροι που ισχύουν από την ημερομηνία αυτή και μετά.
Το «μπάχαλο» πάντως που προκαλείται για μια ακόμη φορά από την αδιαφορία του κυβερνητικού συνασπισμού να σέβεται τις αποφάσεις των Δικαστηρίων και, η ηθελημένη «άγνοιά» του να τις εφαρμόζει, θα έχει επιπτώσεις και στις τσέπες των φορολογουμένων αναπόφευκτα, αφού η πολιτική ηγεσία του υπουργείου Οικονομικών θα πρέπει να καλύψει πλέον τις «τρύπες» που δημιουργούνται στα έσοδα από τους φόρους στην περιουσία.
Πολύ απλά αυτό σημαίνει ότι θα πρέπει να αυξήσει άμεσα ήδη υφιστάμενους φόρους, ενδεχομένως σε ποτά, τσιγάρα και καύσιμα, ακόμη και στην άμεση φορολογία θεσπίζοντας ακόμη πιο υψηλούς συντελεστές απ' ό,τι σχεδίαζε, ρίχνοντας μεγαλύτερα βάρη στους «έχοντες» εισοδήματα άνω των 30.000 ευρώ σε ετήσια βάση, ή θα πρέπει να αναζητήσει ισοδύναμα για να καλύψει τις απώλειες που όμως δεν υπάρχουν.
Μια κίνηση βέβαια άμεση για να αποφύγει «εμπλοκή» με το κουαρτέτο θα ήταν να «παγώσει» τις αυξήσεις που σχεδιάζει για τους δημοσίους υπαλλήλους και να κρατήσει τα 150 εκατ. ευρώ που θέλει να τους δώσει ως «μαξιλάρι» ασφαλείας, μέχρι να αποφασιστούν τα επόμενα βήματα.
Κίνηση φυσικά που και αυτή συγκεντρώνει μικρές, έως ελάχιστες, πιθανότητες υλοποίησης, κυρίως για να μην δυσαρεστηθούν τα «δικά» τους παιδιά, με δεδομένο ότι τα δύσκολα είναι ακόμη μπροστά και… ουδείς γνωρίζει πώς διαμορφώνεται το πολιτικό σκηνικό σε λίγους μήνες.
Επί της ουσίας πάντως οι αντικειμενικές αξίες των ακινήτων πρέπει να αλλάξουν το ταχύτερο, αφού με βάση τα στοιχεία που διαθέτει η Τράπεζα της Ελλάδος οι εμπορικές τιμές των ακινήτων είναι σήμερα περίπου 15% - 20% υψηλότερες κατά μέσο όρο σε σχέση με τις πραγματικές, αν και σε πολύ υποβαθμισμένες περιοχές οι εμπορικές αξίες είναι εξαιρετικά χαμηλές και βρίσκονται στο μισό ή ακόμα και στο 1/4 της αντικειμενικής τιμής.
Αυτό φυσικά συνεπάγεται ότι στις περιοχές όπου οι αντικειμενικές αξίες είναι μικρότερες από τις εμπορικές θα υπάρξουν αυξήσεις που θα κυμαίνονται από 20% έως και 30%, ενώ στις υπόλοιπες περιοχές θα γίνει οριζόντια ανάλογη μείωση των αντικειμενικών τιμών.
Υπενθυμίζεται πάντως ότι οι αντικειμενικές αξίες παραμένουν ακόμη και σήμερα στα «εξωπραγματικά» επίπεδα του 2007, αποκλειστικά και μόνο για εισπρακτικούς λόγους αφού γεμίζουν λόγω των αυξημένων φορολογικών επιβαρύνσεων τα άδεια ταμεία του κράτους.
Είναι αξιοσημείωτο βέβαια ότι ενώ η απόφαση του ΣτΕ βάσει της οποίας οι αντικειμενικές αξίες έπρεπε να είχαν αναπροσαρμοστεί από τον Ιούνιο του 2015, η κυβέρνηση την «έγραψε» στα παλαιότερα των υποδημάτων της και φρόντισε, για να είναι αρεστή στους δανειστές, να ορίσει ως χρόνο αλλαγής των αντικειμενικών στο Μνημόνιο ΙΙΙ το Σεπτέμβριο του 2016.
Ήθελαν προφανώς να αποφύγουν τον «πονοκέφαλο» από πού θα βρουν τα 2,65 δις. ευρώ που φέρνει σίγουρα και σταθερά πλέον κάθε χρόνο στα ταμεία του κράτους ο ΕΝΦΙΑ.
Η χθεσινή όμως απόφαση του ΣτΕ τους «χαλάει» τα σχέδια, καθώς οι φόροι στην περιουσία το 2016 δεν μπορούν να υπολογιστούν με τις τιμές του 2007 αφού είναι παράνομο και σε μια τέτοια περίπτωση οι ιδιοκτήτες, που θα αρνηθούν όπως είναι φυσικό να πληρώσουν το επόμενο έτος άδικους φόρους, θα προσφύγουν στην Δικαιοσύνη με μαζικές αγωγές και σίγουρα θα δικαιωθούν.
Αυτό βέβαια δεν αποκλείει τώρα να φέρει πιο μπροστά το σχέδιο που υπάρχει ήδη στα συρτάρια του ΥΠΟΙΚ και προβλέπει άμεση μείωση του αφορολογήτου ορίου, πάνω από το οποίο σήμερα επιβάλλεται ο συμπληρωματικός φόρος, από τις 300.000 ευρώ που είναι, στις 250.000 ή 200.000 ευρώ, αλλά με συντελεστές που να ξεκινούν από το 0,3% και να φτάνουν έως και 2% για πολύ μεγάλες ακίνητες περιουσίες (οι ισχύοντες συντελεστές κυμαίνονται από 0,1% έως και 1%), έτσι ώστε να επιβαρυνθούν ακόμη περισσότερο οι «έχοντες και κατέχοντες».
Από την άλλη πλευρά όμως ρίχνει στον «Καιάδα» και τις όποιες σκέψεις και προεκλογικές δεσμεύσεις για ελάφρυνση των μικροϊδιοκτητών μέσω της μείωσης των συντελεστών για τις κατοικίες με χαμηλή αντικειμενική αξία, έως 1.000 ευρώ/τ.μ., ενώ πολύ δύσκολα θα υλοποιηθεί η πρόταση για θέσπιση έστω και ενός μικρού αφορολόγητου της τάξεως των 20.000 – 30.000 ευρώ.
Διαβάστε ακόμα:
- ΣτΕ: Άκυρες οι αντικειμενικές αξίες άκυρος και ο ΕΝΦΙΑ
- Δημοσιεύθηκε η απόφαση του ΣτΕ για την αναπροσαρμογή των αντικειμενικών αξιών