Του Κωνσταντίνου Μαριόλη
Τεράστια ευκαιρία για να δραστηριοποιηθούν διεθνή funds στην Ευρώπη και να καταγράψουν κέρδη με σχετικά περιορισμένο ρίσκο, αποτελεί η ανάγκη άμεσης και επιθετικής διαχείρισης των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (NPEs), τα οποία σε Ιταλία και Ελλάδα συνολικά ξεπερνούν τα 460 δισ. ευρώ.
Μέχρι το τέλος του 2019 οι ελληνικές τράπεζες και η ιταλική Monte Paschi θα πρέπει βάσει των απαιτήσεων της ΕΚΤ να «καθαρίσουν» το 40% των «κόκκινων» δανείων τους. Αυτό σημαίνει ότι η ενεργή διαχείριση των δανείων μόνο για τις πέντε τράπεζες (4 ελληνικές και η Monte Paschi) θα οδηγήσει σε μείωση των NPLs κατά 50 δισ. ευρώ.
Αν σε αυτά προστεθούν και οι στόχοι που θα καθοριστούν για τις υπόλοιπες ιταλικές τράπεζες, τότε τα «κόκκινα» δάνεια σε Ελλάδα και Ιταλία θα πρέπει να περιοριστούν κατά 184 δισ. ευρώ μέσα σε μόλις τρία χρόνια. Πρόκειται για μία διαδικασία που εκτός από την τεράστια σημασία της για τράπεζες, νοικοκυριά και επιχειρήσεις, χαρακτηρίζεται από πολύ υψηλό βαθμό δυσκολίας, όσο η ευρωπαϊκή οικονομία παραμένει στάσιμη. Πρόκειται επίσης για ένα τιτάνιο έργο που συνοδεύεται από τις σχετικές προμήθειες διαχείρισης για τα funds αλλά και δυνητικό κέρδος στην περίπτωση που... γυρίσει η οικονομία.
Οι στόχοι για την Monte Paschi και τον ελληνικό κλάδο έχουν ήδη καθοριστεί ενώ στην πορεία αναμένεται να υπάρξει ανάλογη στοχοθεσία και για άλλες ιταλικές τράπεζες, ανεβάζοντας κατά πολύ τον τελικό στόχο για την επόμενη τριετία. Συνολικά, οι ιταλικές τράπεζες αναμένεται να κληθούν να περιορίσουν τον τεράστιο όγκο των «κόκκινων» δανείων κατά 144 δισ. ευρώ, την ώρα που ο τραπεζικός κλάδος της γειτονικής χώρας ζει ανάλογες στιγμές με αυτές που βίωσε ο ελληνικός κλάδος τα τελευταία χρόνια, λόγω της ανάγκης συγκέντρωσης, μείωσης καταστημάτων και γενικότερης απομόχλευσης.
Σύμφωνα με το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, στην Ιταλία δραστηριοποιούνται περί τις 640 τράπεζες, ενώ ο αριθμός των καταστημάτων έχει μειωθεί κατά 11% από το 2008, στα 30.000. Στο προσεχές διάστημα ενδέχεται να υπάρξει περαιτέρω συγκέντρωση του κλάδου, τόσο σε επίπεδο τραπεζών όσο και καταστημάτων και σε αυτό θα συμβάλλει και ο ψηφιακός μετασχηματισμός των τραπεζών.
Γιατί προκρίνεται η διαχείριση και όχι οι πωλήσεις
Τα δραστικά μέτρα που ζητάει το ΔΝΤ και οι χαμηλές τιμές που προσφέρουν οι ενδιαφερόμενοι αγοραστές, περιγράφουν το πλαίσιο μέσα στο οποίο θα εξελιχθεί η διαδικασία.
Στο πρώτο στάδιο οι τράπεζες θα συνεργαστούν με διεθνή επενδυτικά σχήματα που αναλαμβάνουν τη διαχείριση απαιτήσεων, όπως η πλατφόρμα Manco των Eurobank, Alpha Bank, KKR και EBRD. Πληροφορίες του liberal.gr αναφέρουν ότι στην ΤτΕ έχουν ήδη κατατεθεί αρκετοί φάκελοι για αδειοδότηση εταιρειών που θέλουν να δημιουργήσουν παρόμοιες πλατφόρμες.
Οι πλατφόρμες θα λειτουργήσουν ως εξής: Η εταιρεία που θα συστήσουν τα ξένα funds από κοινού με τις τράπεζες θα εισπράξει προμήθεια διαχείρισης καθώς και ένα ποσοστό από τα κέρδη στην περίπτωση που ξεπεραστούν οι στόχοι. Επίσης, τα ξένα funds θα παρέχουν την απαιτούμενη χρηματοδότηση στις επιχειρήσεις που κρίνονται βιώσιμες, ενώ οι τράπεζες θα διατηρούν τα δικαιώματα και τις προμήθειες διαχείρισης των δανείων.
Η διαχείριση προκρίνεται των πωλήσεων γιατί στις συναντήσεις που πραγματοποιούν οι διοικήσεις των τραπεζών με διεθνείς επενδυτές, οι τιμές που προσφέρονται από όσους θέλουν να εξετάσουν το ενδεχόμενο να αναλάβουν τη διαχείριση ελληνικών «κόκκινων» δανείων είναι απαγορευτικές. Κάτι αντίστοιχο συμβαίνει και στην Ιταλία όπου σύμφωνα με πληροφορίες οι προσφερόμενες τιμές είναι πολύ χαμηλότερες από τη λογιστική αξία των δανείων. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι δεν υπάρχει μία «οργανωμένη» αγορά που θα διαθέτει την απαραίτητη ρευστότητα. Οι επενδυτές ανησυχούν για το γενικότερο περιβάλλον και τηρούν στάση αναμονής.
Κατά συνέπεια, αν οι ελληνικές και οι ιταλικές τράπεζες αναγκάζονταν να προβούν σε μαζικές πωλήσεις δανείων θα έγραφαν άμεσα μεγάλες ζημιές στους ισολογισμούς τους. Η εξέλιξη αυτή θα οδηγούσε σε περαιτέρω πιστωτική συρρίκνωση, πλήττοντας εκ νέου την οικονομία (κυρίως στην Ιταλία που τα δάνεια προς τον ιδιωτικό τομέα αυξάνονται).
Την ίδια ώρα, αν οι τράπεζες αποφάσιζαν να προχωρήσουν σε περισσότερες διαγραφές δανείων, αυτό θα είχε αντίκτυπο στην ήδη περιορισμένη κερδοφορία των ιταλικών τραπεζών και στην προσπάθεια των ελληνικών να επιστρέψουν σε κερδοφορία το 2016.
Βασικός στόχος των συνεργασιών μεταξύ τραπεζών και funds, όπως δήλωσε και ο διοικητής της ΤτΕ κ. Γιάννης Στουρνάρας στην Επιτροπή της Βουλής, είναι η αξιοποίηση της ρευστότητας που είναι διατεθειμένα να βάλουν τα private equity funds για την αναδιάρθρωση όσων επιχειρήσεων κρίνονται βιώσιμες.
Στην Ιταλία, τα επιχειρηματικά δάνεια αντιστοιχούν σχεδόν στα δύο τρίτα των συνολικών «κόκκινων» δανείων, μεγάλο μέρος των οποίων χρειάζονται, σύμφωνα με το ΔΝΤ, δραστικά μέτρα. Όπως αναφέρει το ΔΝΤ στην ετήσια έκθεση για την Ιταλία, το κλείσιμο των μη βιώσιμων επιχειρήσεων και η αναβίωση των βιώσιμων που χρειάζονται μια νέα αρχή θα απελευθερώσει κεφάλαια για τη χρηματοδότηση των υγιών επιχειρήσεων και κλάδων. Ωστόσο, τίποτα από αυτά δεν πρόκειται να προχωρήσει με γοργούς ρυθμούς, εκτός και αν δοθεί λύση για τις μακροχρόνιες δικαστικές διαδικασίες και αντιμετωπιστεί η ασθενής κερδοφορία των τραπεζών.
Παρά τους προβληματισμούς που εκφράζονται από πολλές πλευρές για την πιθανότητα πώλησης «κόκκινων» δανείων σε ξένα funds και τον τρόπο που αυτά θα επιλέξουν να εισπράξουν τις οφειλές, η αγορά των «κόκκινων» δανείων εκτιμάται πως θα ανοίξει πολύ περισσότερο το 2017 και θα αποκτήσει ικανοποιητική ρευστότητα την αμέσως επόμενη διετία. Άρα πωλήσεις δανείων θα πραγματοποιηθούν, όσο η διαδικασία εξελίσσεται και το νομικό πλαίσιο διασφαλίζει την ομαλή διαχείριση.