Τι σηματοδοτεί η επενδυτική βαθμίδα για οικονομία, εισηγμένες και ομόλογα
Shutterstock
Shutterstock

Τι σηματοδοτεί η επενδυτική βαθμίδα για οικονομία, εισηγμένες και ομόλογα

Επενδυτές που αποκαλούνται «σοβαροί», ήτοι μακροπρόθεσμοι, όπως οι θεσμικοί, και οι οποίοι μέχρι… προχθές δεν έβλεπαν καν την ελληνική αγορά, τώρα θα βάλουν στα ραντάρ τους τα ελληνικά assets, με αποτέλεσμα τα ελληνικά ομόλογα να γίνονται πιο ελκυστικά και να διευκολύνεται ο δανεισμός από τις αγορές για δημόσιο, επιχειρήσεις και τράπεζες.

Αυτή είναι η βασική αλλαγή που συντελείται στην ελληνική οικονομία μετά την απόφαση της Standard & Poor’ s να αναβαθμίσει το ελληνικό αξιόχρεο στην επενδυτική βαθμίδα και σε «ΒΒΒ-» μετά από 13,5 χρόνια. 

Ήταν 27 Απριλίου του 2010, τέσσερις ημέρες μετά το ιστορικό διάγγελμα του Γιώργου Παπανδρέου από το Καστελόριζο, που η S&P, υποβάθμισε την ελληνική οικονομία στην κατηγορία junk, σηματοδοτώντας την αρχή της μεγαλύτερης οικονομικής κρίσης της σύγχρονης ιστορίας της χώρας.

Το βράδυ της Παρασκευής 20 Οκτωβρίου 2023, η Ελλάδα ανέκτησε την επενδυτική βαθμίδα δίνοντας τέλος σε μία περίοδο που θα μείνει βαθιά χαραγμένη στη μνήμη των Ελλήνων πολιτών από κάθε άποψη. 

Η μία από τις «τρεις αδερφές», όπως αποκαλούνται οι S&P, Moody’s και Fitch, αυτή που έριξε το 2010 την ελληνική οικονομία στο καναβάτσο, τώρα δίνει το έναυσμα για μία νέα αρχή. Βέβαια, δεν θα πρέπει να αγνοούμε τους κινδύνους γιατί οι προκλήσεις των επόμενων ετών θα είναι μεγάλες καθώς οδεύουμε προς το 2032.

Υπενθυμίζεται ότι τότε λήγει η περίοδος χάριτος για τις πληρωμές τόκων που συμφωνήθηκε το 2018 για το δημόσιο χρέος. Αυτό σημαίνει ότι μετά το 2032, το ελληνικό δημόσιο θα πρέπει κάθε χρόνο να βγαίνει στις αγορές για να αντλήσει σχεδόν διπλάσια ποσά από σήμερα έτσι ώστε να καλύπτει τις πληρωμές τόκων. 

Ας επιστρέψουμε όμως στα θετικά. Μετά την αναβάθμιση στην επενδυτική βαθμίδα, η Ελλάδα έχει μπροστά της μία μοναδική ευκαιρία. Αρκεί να υπάρχει πολιτική βούληση και σχέδιο και όπως πάντα θα πρέπει να είναι ευνοϊκές και οι διεθνείς συγκυρίες. Η Ελλάδα έχει την ευκαιρία να εξυγιάνει ακόμη περισσότερο την οικονομία της, να προχωρήσει στις απαιτούμενες μεταρρυθμίσεις και να αντιμετωπίσει στρεβλώσεις του παρελθόντος.

Κάνοντας όλα αυτά, η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας θα παίξει το ρόλο «μαγνήτη» για πολλαπλάσιες επενδύσεις οργανικού χαρακτήρα. Επενδύσεις που θα δημιουργήσουν νέες θέσεις εργασίας, θα παράγουν κεφάλαιο και θα επιτρέψουν μία πιο βιώσιμη ανάπτυξη.

Η «ετυμηγορία» της S&P βάζει τα ελληνικά assets και κυρίως τις μετοχές και τα ομόλογα στα ραντάρ μεγάλων διεθνών παικτών. Αυτό δεν σημαίνει ότι όλοι θα τρέξουν να αγοράσουν Ελλάδα και μάλιστα σε μία στιγμή που διεθνώς το κλίμα δεν είναι καλό, αλλά ότι τα ελληνικά assets είναι πλέον επιλέξιμα για τους μεγάλους θεσμικούς επενδυτές. Και θα πρέπει να γνωρίζουμε ότι μέχρι πρότινος οι περισσότεροι από αυτούς άκουγαν Ελλάδα και… έστριβαν.

Μετά τις πολύ καλές οικονομικές και δημοσιονομικές επιδόσεις – με πλεόνασμα από το 2022 και ρυθμό ανάπτυξης υπερδιπλάσιο του ευρωπαϊκού μέσου όρου – την εντυπωσιακή πορεία του Χρηματιστηρίου της Αθήνας φέτος και την πτώση του spread του ελληνικού 10ετούς κάτω από του αντίστοιχου ιταλικού, η αναβάθμιση από την S&P είναι το… κερασάκι στην τούρτα. 

Το κακό για το ΧΑ και τα ελληνικά assets γενικότερα είναι ότι λόγω της κατάστασης διεθνώς και της εκτίναξης του γεωπολιτικού risk premium, εκτιμάται ότι για καιρό θα κυριαρχεί ένα risk-off περιβάλλον. Αναλυτής ξένου οίκου με έδρα το Λονδίνο, ο οποίος θέλησε να διατηρήσει την ανωνυμία του, εκτιμά ότι αναμφίβολα η εξέλιξη είναι πολύ θετική, ωστόσο θα χρειαστεί ένα παγκοσμίως βελτιωμένο κλίμα αποδοχής κινδύνων για να δούμε μεγάλη διαφορά.

Λογικά, συνεχίζει, ο ίδιος, θα υπάρξουν κυρίως επενδυτικές εισροές μεσοπρόθεσμα από funds που ασχολούνται με το πεδίο των υποδομών, ενώ σημαντική θα είναι και η αναβάθμιση του ελληνικού χρηματιστηρίου από την MSCI που θα βάλει τις ελληνικές μετοχές στον χάρτη των ανεπτυγμένων αγορών. 

Οι αγορές έχουν σε μεγάλο βαθμό προεξοφλήσει την αναβάθμιση της ελληνικής οικονομίας από την επανεκλογή του Κυριάκου Μητσοτάκη τον Ιούνιο και τις προγραμματικές δηλώσεις της νέας κυβέρνησης. Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο βλέπουμε τις αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων να είναι χαμηλότερες των ιταλικών.