Του Matthew Ryan*
Η στερλίνα έχασε την Πέμπτη περισσότερο από 0,5% έναντι των σημαντικότερων ομολόγων της, αφότου η Τράπεζα της Αγγλίας άφησε ανοιχτή την πιθανότητα για αρνητικά επιτόκια στο Ηνωμένο Βασίλειο.
Παρακολουθώντας το απόγευμα της Πέμπτης τη συνάντηση, σημειώσαμε ότι πιθανότατα ο κύριος παράγοντας επίδρασης στην τιμή της στερλίνας θα ήταν η ψηφοφορία για το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της Τράπεζας της Αγγλίας. Η ψηφοφορία ήταν σχετικά τολμηρή, με τους υπεύθυνους για την χάραξη της πολιτικής να ψηφίζουν ομόφωνα υπέρ της μη αλλαγής. Υπήρξε η εικασία ότι κάποια μέλη της επιτροπής θα μπορούσαν να ψηφίσουν για αύξηση στην αγορά assets. Ωστόσο, το αποτέλεσμα με την ομόφωνη απόφαση (9-0) ήταν λίγο-πολύ αναμενόμενο και είχε τιμολογηθεί από τις αγορές.
Αναμφίβολα, μεγάλη προσοχή δόθηκε στα σχόλια της επιτροπής για τα αρνητικά επιτόκια. Στα πρακτικά της συνεδρίασης σημειώθηκε ότι η επιτροπή είχε συζητήσει τη χρήση αρνητικών επιτοκίων και είχε ενημερωθεί σχετικά με το πώς μια τέτοια πολιτική «θα μπορούσε να εφαρμοστεί αποτελεσματικά, εφόσον οι προοπτικές για τον πληθωρισμό και την παραγωγή το δικαιολογούσαν».
Αυτή η διατύπωση είναι μια μικρή υποχώρηση από σχόλια της επιτροπής νωρίτερα αυτόν το μήνα. Σε αυτά, είχε σημειωθεί ότι οι αρνητικές τιμές ήταν μέρος της εργαλειοθήκης μέτρων που θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει. Η Τράπεζα σημείωσε ότι «θα συνεχίσει να παρακολουθεί στενά την κατάσταση και είναι έτοιμη να προσαρμόσει τη νομισματική πολιτική έτσι ώστε να ανταποκριθεί στις αρμοδιότητές της».
Αυτή η αλλαγή ως προς τα αρνητικά επιτόκια στη ρητορική της Τράπεζας επισκίασε την ψηφοφορία για το QE και ήταν ο λόγος για την αρνητική κίνηση της στερλίνας το απόγευμα της Πέμπτης.
Όπως περιμέναμε, η Τράπεζα μίλησε επίσης για τους αυξανόμενους κινδύνους που αντιμετωπίζει η οικονομία του Ηνωμένου Βασιλείου, κυρίως λόγω του Brexit. Η πρόβλεψη του ΑΕΠ για το τρίτο τρίμηνο αναθεωρήθηκε στην πραγματικότητα προς τα πάνω, με βάση τα πρόσφατα εγχώρια οικονομικά στοιχεία που ήταν πιο θετικά από τα αναμενόμενα. Ωστόσο, η Επιτροπή σημείωσε ότι οι προοπτικές είναι «ασυνήθιστα αβέβαιες», αναφέροντας ρητά το Brexit, την πρόσφατη αύξηση των περιπτώσεων COVID-19 στο Ηνωμένο Βασίλειο και το τέλος του προγράμματος αναστολής εργασίας.
Σύμφωνα με τα πρακτικά, οι προβλέψεις της Τράπεζας υπολόγισαν την ομαλή μετάβαση έως την 1η Ιανουαρίου σε μια ολοκληρωμένη συμφωνία για τη ζώνη ελεύθερων συναλλαγών ανάμεσα στη Βόρεια Ιρλανδία και την Ιρλανδία. Αυτό μπορεί να είναι ελαφρώς αισιόδοξο, οπότε δεν θα εκπλαγούμε εάν δούμε μια πτωτική αναθεώρηση αυτών των προβλέψεων τους επόμενους μήνες, εάν το Brexit δεν προχωρήσει όπως προβλέπει η Τράπεζα.
Πιστεύουμε ότι η διατύπωση των ανακοινώσεων της Τράπεζας της Αγγλίας αφήνει ανοιχτή την πιθανότητα η Τράπεζα να διευκολύνει ξανά την πολιτική στη συνεδρίαση του Νοεμβρίου, όταν θα ανακοινώσει το επόμενο σύνολο οικονομικών προβλέψεων. Παρόλο που η μετάβαση σε μια πολιτική αρνητικών επιτοκίων (NIRP) είναι μια τέτοια επιλογή διευκόλυνσης, πιστεύουμε ότι αυτό παραμένει εξαιρετικά απίθανο για το 2020. Ωστόσο, δεν αποκλείεται να μειωθεί η τιμή των 10 μονάδων βάσης στο μηδέν.
Εξακολουθούμε να έχουμε την άποψη ότι η πιο πιθανή κίνηση θα ήταν η Τράπεζα να αυξήσει το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης κατά επιπλέον 50 δισεκατομμύρια στερλίνες τον Νοέμβριο, αυξάνοντας το συνολικό ποσό των αγορών έως τα 795 δισεκατομμύρια στερλίνες. Αυτό θα γίνει όλο και πιο πιθανό μέσα στις επόμενες εβδομάδες, εάν οι προαναφερθέντες παράγοντες κινδύνου αρχίσουν να επηρεάζουν την μέχρι τώρα ανθεκτική οικονομική ανάκαμψη του Ηνωμένου Βασιλείου.
*O κ. Matthew Ryan είναι Senior Market Analyst στην fintech εταιρία Ebury