Του Βασίλη Γεώργα
Ενώ πολλοί είχαν πιστέψει ότι μετά το κλείσιμο της 2ης αξιολόγησης θα επιστρέφαμε σταδιακά σε μια «κανονικότητα», 15 ημέρες μετά όλοι διαψεύδονται με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο.
Τίποτα δεν δείχνει να πηγαίνει τόσο καλά όσο θα ήθελαν, κανείς δεν δείχνει να είναι ικανοποιημένος από μια συμφωνία η οποία άφησε τελικά πολύ περισσότερες εκκρεμότητες για το μέλλον από όσες έκλεισε, ενώ είναι πασιφανές πως στο οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης την αγωνία και τις κόντρες της διαπραγμάτευσης έχει διαδεχθεί έντονος εκνευρισμός. Οι επιτελείς του εμφανίζονται να είναι οι πλέον εκτεθειμένοι στα πυρά τόσο της εσωκομματικής όσο και της «κανονικής» αντιπολίτευσης καθώς έχουμε μπει πλέον στην φάση του καταλογισμού των ευθυνών και η στάση τους αρχίζει να γίνεται όλο και πιο διακριτή σε σχέση με την επίσημη κυβερνητική γραμμή.
Όλα έχουν την εξήγησή τους στη γκρίνια που εκδηλώνεται και στην προσπάθεια καταμερισμού των ευθυνών όσο πιο μακριά από το Μαξίμου, καθώς κανείς από τους φιλόδοξους στόχους που τέθηκαν από την κυβέρνηση δεν εκπληρώθηκε: Ούτε ξεκαθάρισε ο δρόμος για το χρέος, ούτε έκθεση βιωσιμότητας δύναται να εκδοθεί, ούτε έξοδος στις αγορές να πραγματοποιηθεί με πραγματικούς όρους, ούτε ένταξη στην ποσοτική χαλάρωση και πολύ δε περισσότερο έξοδος από τα μνημόνια διαφαίνεται.
Ο πολιτικός εφιάλτης για την κυβέρνηση είναι μπροστά καθώς η επόμενη αξιολόγηση που θα ξεκινήσει μετά τις γερμανικές εκλογές θα είναι καθοριστική για το είδος και το περιεχόμενο του επόμενου Μνημονίου που θα κληθεί να υπογράψει η χώρα είτε για να αρχίσει να δανείζεται από τις αγορές είτε για να συνεχίσει να χρηματοδοτείται από τον ESM. Οι δανειστές έχουν στείλει καθαρό μήνυμα πως η Ελλάδα μετά από επτά χρόνια Μνημονίων βρίσκεται ακόμη στα μισά του δρόμου και δεν είναι ακόμη ξεκάθαρο αν η κυβέρνηση θα έχει την πολιτική βούληση και τις δυνάμεις να αντιμετωπίσει τις απαιτήσεις που θα μπουν στο τραπέζι από τον Σεπτέμβριο.
Ήδη ο γερμανός υπουργός Οικονομικών κατέστησε σαφές χθες ότι αν γίνονταν αποδεκτές οι προτάσεις του ΔΝΤ για το χρέος, αυτό θα ισοδυναμούσε με 4ο Μνημόνιο και νέα μέτρα δισεκατομμυρίων για την Ελλάδα, την ίδια ώρα που το ΔΝΤ επιμένει να ζητά μεγάλη αναδιάρθρωση χρέους και μείωση πλεονασμάτων σε συνδυασμό με νέα μέτρα, για να βγει το πρόγραμμα για τη χώρα. Το αδιέξοδο συνεχίζεται και εν μέρει αυτό είναι το αποτέλεσμα της ορατής σε όλους πλέον οπισθοδρόμησης που συνέβη τα δυόμιση τελευταία χρόνια.
Στον απόηχο όλων αυτών είναι σημαντικό πως οι ίδιοι οι υπουργοί της κυβέρνησης έρχονται πλέον να επιβεβαιώσουν όλους εκείνους που μέχρι χθες το Μέγαρο Μαξίμου κατήγγειλε ως «5η φάλαγγα» και «υπονομευτές» του κυβερνητικού έργου όταν παρότρυναν την κυβέρνηση να χαμηλώσει τον πήχη των προσδοκιών και να επιταχύνει τις διαπραγματεύσεις για να μην υποστεί μεγαλύτερη ζημιά η χώρα. Δεν έχει περάσει πολύ καιρός από τις αδιανόητες για Δυτική κυβέρνηση επιθέσεις που εξαπέλυε το Μαξίμου στα διεθνή και εγχώρια ΜΜΕ, σε αξιωματούχους της Τράπεζας της Ελλάδας, και στην Αντιπολίτευση κατηγορώντας τους πάντες για αντικυβερνητική προπαγάνδα.
Η μετατόπιση του αναπληρωτή υπουργού Οικονομικών Γιώργου Χουλιαράκη από την επίσημη κυβερνητική «γραμμή» γίνεται πλέον όλο και πιο εμφανής. Η δημόσια παραδοχή του χθες στο συνέδριο του Economist ότι η κυβέρνηση γνώριζε από την πρώτη στιγμή ότι δεν θα «κέρδιζε» τίποτα περισσότερο για το χρέος και ήξερε ότι τα μεσοπρόθεσμα μέτρα θα εξειδικεύονταν στο τέλος του προγράμματος το 2018, είναι ένα ηχηρό ράπισμα προς το Μέγαρο Μαξίμου για τη στρατηγική που ακολούθησε. Αποτελεί στην ουσία της αποδόμησης όλης της επικοινωνιακής τακτικής στην οποία στηρίχθηκε το αφήγημα ότι μαζί με το κλείσιμο της 2ης αξιολόγησης η κυβέρνηση θα έλυνε και το πρόβλημα του χρέους.
Εξαιτίας αυτής της στρατηγικής το οικονομικό επιτελείο βρέθηκε αρκετές φορές σε μετωπική σύγκρουση με τους συνεργάτες του Πρωθυπουργού και τώρα επωμίζεται το μεγαλύτερο βάρος της ευθύνης για ένα αποτέλεσμα το οποίο εκ των πραγμάτων δεν μπορεί να υπερασπιστεί.
Στην ουσία ο μόνος υπουργός ο οποίος από την πρώτη στιγμή (Φεβρουάριος 2017) είχε προειδοποιήσει την κυβέρνησή του ότι «είναι καλύτερη μια χειρότερη συμφωνία τώρα παρά μια καλύτερη στο μέλλον», έρχεται τώρα να παραδεχθεί εμμέσως πλην σαφώς ότι η κυβέρνηση καλλιέργησε συνειδητά υπερβολικές προσδοκίες για το χρέος και άφησε πολύτιμο χρόνο να ξοδευτεί χωρίς αποτέλεσμα.
Ο ίδιος διαφοροποιείται αισθητά σε σχέση με το κυβερνητικό αφήγημα όντας από τους ελάχιστους κυβερνητικούς αξιωματούχους που επισημαίνει την ανάγκη η κυβέρνηση να «υιοθετήσει η κυβέρνηση την ιδιοκτησία του προγράμματος» ώστε να τρέξουν ταχύτερα οι μεταρρυθμίσεις πριν είναι αργά.
Η διαφοροποίηση Χουλιαράκη είναι το δεύτερο «κρούσμα» που φωτογραφίζει την εντεινόμενη ένταση μεταξύ του οικονομικού επιτελείου και του Μεγάρου Μαξίμου και η οποία εκτιμάται ότι θα οδηγήσει σε ανακατατάξεις.
Ο Ευκλείδης Τσακαλώτος έχει ήδη φροντίσει να δώσει το στίγμα του με την συνέντευξή του στην Αυγή όταν εμφανίστηκε πρόθυμος να μετακινηθεί σε άλλο υπουργείο ή να επιστρέψει στο Πανεπιστήμιο «εφόσον δεν συμφωνεί με τις πολιτικές που θα ακολουθήσει η κυβέρνηση». Το μήνυμα του ήταν μάλλον ξεκάθαρο προς την υπόλοιπη κυβέρνηση και δεν αποκλείεται σε αυτό να υποφώσκει η πρόθεση μιας ακόμη πιο διακριτής διαφοροποίησης στο μέλλον, εφόσον ο Ε. Τσακαλώτος προστεθεί ως ένας ακόμη κρίκος στην αλυσίδα της εσωτερικής αντιπολίτευσης μαζί με τον Πάνο Σκουρλέτη, τον Νίκο Φίλη κ.α