Πολύ συχνά, η εκτίμηση της πορείας των βασικών συναλλαγματικών ισοτιμιών παίζει μεγάλο ρόλο στις επενδυτικές αποφάσεις. Μόνο που αυτή είναι μία αρκετά «επικίνδυνη» δραστηριότητα, καθώς πολλές φορές τα πράγματα ανατρέπονται απότομα λόγω απρόβλεπτων γεγονότων και κάποιος ο οποίος έχει διατυπώσει μία άποψη ύστερα από ενδελεχή μελέτη των δεδομένων που έχει στη διάθεσή του, κινδυνεύει να πέσει εντελώς έξω.
Πέρα από αυτά όμως, ο πιο λογικός τρόπος για να προσπαθήσουμε να εκτιμήσουμε το τι θα γίνει στο επόμενο χρονικό διάστημα σε ορισμένες σημαντικές συναλλαγματικές ισοτιμίες είναι να εξετάσουμε τρεις βασικούς παράγοντες. Την πορεία της οικονομίας κάθε χώρας (ή κάθε νομισματικής ζώνης), την πορεία των επιτοκίων και το πολιτικό τοπίο. Ξεκινώντας από εκεί, είναι φανερό πως η πρόβλεψη της εξέλιξης των βασικών ισοτιμιών για το 2024 έχει απ’ όλα.
Οι αγορές και οι αναλυτές εκτιμούν πως στις δυτικές οικονομίες θα αρχίσει σύντομα η μείωση των επιτοκίων, η οικονομική ανάπτυξη σε αυτές θεωρείται γενικώς πως θα είναι μειωμένη μέσα στο 2024 σε σχέση με το 2023 και σε πολλές περιπτώσεις αναμένονται σημαντικές εκλογικές αναμετρήσεις.
Στις ΗΠΑ θα έχουμε τις προεδρικές εκλογές του Νοεμβρίου με πιθανούς αντιπάλους τους μονομάχους του 2020, στην Ευρωζώνη θα έχουμε τις Ευρωεκλογές τον Ιούνιο και την εκλογή της νέας Ευρωπαϊκής Επιτροπής προς το τέλος του χρόνου ενώ στο Ηνωμένο Βασίλειο είναι βέβαιο πως η προεκλογική περίοδος θα αρχίσει μέσα στην επόμενη χρονιά.
Ο κόσμος βέβαια δεν αποτελείται μόνο από τις δυτικές χώρες. Οι προεδρικές εκλογές του Ιανουαρίου στην Ταϊβάν θα απασχολήσουν σίγουρα τις αγορές συναλλάγματος, ενώ οι αναλυτές πιθανολογούν αυξήσεις επιτοκίων στην Ιαπωνία και υποθέτουν πως οι κινεζικές αρχές θα συνεχίσουν να υποστηρίζουν την οικονομία όπως γίνεται τους τελευταίους μήνες.
Αρκετά μπερδεμένα τα πράγματα λοιπόν, με τόσες δυνητικά αστάθμητες παραμέτρους που έχουν να αντιμετωπίσουν όσοι ασχολούνται με τις αγορές συναλλάγματος και την εξέλιξη των ισοτιμιών.
Παρ' όλα αυτά, θα τολμήσουμε μία προσπάθεια να χαράξουμε ορισμένες βασικές γραμμές σχετικά με το τι πρέπει να περιμένουμε φέτος από ορισμένες συναλλαγματικές ισοτιμίες, ξεκινώντας από τις ισοτιμίες του αμερικανικού δολαρίου απέναντι στα βασικά δυτικά νομίσματα. Και απέναντι στο ευρώ και απέναντι στην αγγλική λίρα, πιθανολογούμε πως η αγορά συναλλάγματος θα κινηθεί με βάση τις εξελίξεις και τις προσδοκίες γύρω από τα επιτόκια.
Αυτή τη στιγμή, η σημαντική υποχώρηση του πληθωρισμού έχει κάνει τις αγορές να είναι βέβαιες πως μέσα στην άνοιξη θα αρχίσει η υποχώρηση των επιτοκίων αναφοράς, χωρίς να είναι ακόμα σίγουρες για το ποια κεντρική τράπεζα θα ξεκινήσει πρώτη τον χορό.
Μέχρι να αρχίσει να φαίνεται κάτι σχετικά με αυτό, το πιθανότερο είναι να έχουμε σχετικά μικρές διακυμάνσεις στις δύο αυτές ισοτιμίες. Καθώς η άνοδος του δολαρίου από το τέλος του 2021 μέχρι το φθινόπωρο του 2022 ήταν πολύ δυναμική απέναντι και στα δύο νομίσματα, αν η βασική εκτίμηση των αγορών είναι σωστή δεν πρέπει να περιμένουμε να δούμε το δολάριο πολύ δυνατό απέναντι στην αγγλική λίρα και το ευρώ.
Δεν πρέπει να ξεχνάμε πως, πέρα από τη μεγαλύτερη αύξηση των δολαριακών επιτοκίων, ένα σημαντικό μέρος της δραματικής υποχώρησης των δύο αυτών νομισμάτων απέναντι στο δολάριο σχετιζόταν με την -εντελώς λανθασμένη όπως αποδείχθηκε- εκτίμηση μεγάλου μέρους των αγορών πως η Ευρωζώνη και το Ηνωμένο Βασίλειο θα βυθίζονταν σε μεγάλη οικονομική ύφεση μέσα στο 2022.
Όλα αυτά βέβαια μπορεί να αλλάξουν κατά πολύ ανάλογα με τα οικονομικά νέα που θα έρθουν και τις πολιτικές εξελίξεις. Αν κάποια από τις τρεις οικονομίες δείξει διαφορετική συμπεριφορά από τις άλλες, θα έχουμε την άμεση αντίδραση της αγοράς συναλλάγματος ανάλογα με τη φύση των νέων.
Αν π.χ. η οικονομική ανάπτυξη στο Ηνωμένο Βασίλειο ξαφνικά εκπλήξει ανοδικά, τότε η λίρα θα ανεβεί σημαντικά απέναντι στο δολάριο και το ευρώ, και αντιστρόφως βέβαια. Μετά την άνοιξη, στο παιχνίδι θα μπουν και οι εκλογές, με τους traders συναλλαγματικών ισοτιμιών να είναι έτοιμοι να τιμωρήσουν κάθε νόμισμα στην περίπτωση που οι δημοσκοπήσεις ή τα εκλογικά αποτελέσματα θα παραπέμπουν σε πολιτική αστάθεια ή ένα όχι εντελώς ξεκάθαρο αποτέλεσμα.
Ένα μεγάλο ερωτηματικό στις διεθνείς αγορές συναλλάγματος είναι σχετικό με την Ιαπωνία. Θα αποφασίσει άραγε η κεντρική τράπεζα να ανεβάσει τα επιτόκια αναφοράς που βρίσκονται ακόμα σε αρνητικό επίπεδο;
Απ’ ότι βλέπουμε στον διεθνή οικονομικό Τύπο, μεγάλο μέρος των συναλλασσόμενων στη διεθνή αγορά συναλλάγματος έχει ήδη πάρει θέσεις υπέρ του ιαπωνικού νομίσματος, εκτιμώντας πως η αλλαγή στη νομισματική πολιτική δεν θα αργήσει. Δεν είναι όμως και τόσο βέβαιο πως ο διοικητής της Ιαπωνικής Κεντρικής Τράπεζας θα βιαστεί, αφού ο πληθωρισμός έχει αρχίσει να υποχωρεί και οι μισθοί δεν έχουν μπει ακόμα σε ανοδική τροχιά.
Το τι θα γίνει με το γιέν έχει αρκετά μεγάλη σημασία, όχι μόνο για την Ιαπωνία αλλά και για τις διεθνείς αγορές αφού το συγκεκριμένο νόμισμα χρησιμοποιείται ως νόμισμα χρηματοδότησης (ένας μεγάλος επενδυτής δανείζεται σε γιεν με μηδενικό επιτόκιο. Τα γιέν επενδύονται κάπου αλλού αφού μετατραπούν πρώτα σε άλλο νόμισμα και ο επενδυτής κάποια στιγμή πουλά με κέρδος την επένδυσή του και επιστρέφει τα γιέν).
Σε τέτοιες περιπτώσεις, όταν το νόμισμα χρηματοδότησης αρχίσει να ανεβαίνει προκαλείται σημαντική αναταραχή στις αγορές γιατί οι επενδυτές που έχουν δανειστεί σε αυτό αναγκάζονται να πουλήσουν εσπευσμένα την άλλη τους επένδυση.
Μένοντας στην Ασία, αξίζει να αναφερθούμε στις προεδρικές εκλογές που θα γίνουν στην Ταϊβάν την 13η Ιανουαρίου. Το αποτέλεσμά τους είναι πιθανόν να επηρεάσει τις διεθνείς αγορές.
Αν εκλεγεί ο υποψήφιος του κυβερνώντος κόμματος, ο οποίος θεωρείται «σκληρός» απέναντι στην Κίνα, δεν μπορούμε να αποκλείσουμε την εκδήλωση ανησυχίας στις διεθνείς αγορές για πιθανή αύξηση της έντασης μεταξύ των δύο χωρών. Κάτι τέτοιο θα ενίσχυε το αμερικανικό δολάριο που παραδοσιακά ωφελείται σε τέτοιες περιπτώσεις.
Από την άλλη μεριά, αν εκλεγεί ο υποψήφιος του κόμματος KMT, ο οποίος θεωρείται πιο «μαλακός» στο ζήτημα των σχέσεων με την Κίνα, οι αγορές μπορεί να προεξοφλήσουν βελτίωση των σχέσεων των δύο χωρών, κάτι που θα ήταν ευεργετικό όχι μόνο για το δολάριο της Ταϊβάν αλλά και το κινεζικό νόμισμα, το γουάν.
Μιλώντας για το κινεζικό νόμισμα, το οποίο έχει ταλαιπωρηθεί από τα προβλήματα της κινεζικής οικονομίας, το 2024 θα μπορούσε να αποτελέσει την έκπληξη και να κινηθεί ανοδικά απέναντι στο αμερικανικό δολάριο, ειδικά αν οι αρχές της χώρας εξακολουθήσουν να λαμβάνουν μέτρα στήριξης της οικονομικής ανάπτυξης. Καθώς όμως η ισοτιμία του γουάν απέναντι στα υπόλοιπα νομίσματα δεν καθορίζεται πλήρως από τις αγορές, δεν παίρνουμε και όρκο γι’ αυτό.
Αυτό το οποίο μπορούμε να πούμε όμως σχετικά με την Κίνα είναι πως η πιθανή επιτυχία στην προσπάθεια ενίσχυσης της οικονομίας θα έχει ευεργετική επίδραση στα νομίσματα των χωρών που παράγουν πρώτες ύλες, με πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα όλων το δολάριο της Αυστραλίας.
Η μεγαλύτερη χώρα της Ωκεανίας έχει πολύ σημαντικές εμπορικές σχέσεις με την Κίνα οι οποίες μάλιστα τον τελευταίο καιρό έχουν μπει σε φάση βελτίωσης. Το γεγονός πως η τιμή του σιδηρομεταλλεύματος έχει φτάσει στα υψηλότερα επίπεδα από το 2022 ίσως να αποτελεί ένα καλό οιωνό για το Αυστραλιανό νόμισμα, το οποίο έχει ήδη κινηθεί αρκετά θετικά το τελευταίο τρίμηνο.
Οι λίγες σκέψεις μας σχετικά με το ποιες θα μπορούσαν να είναι οι εξελίξεις σε κάποιες σημαντικές συναλλαγματικές ισοτιμίες μέσα στο 2024 γίνονται με βάση αυτά που γνωρίζουμε αυτή τη στιγμή.
Ανατροπές σαν και αυτές που ζήσαμε το 2020 με την επέλαση της πανδημίας και το 2022 με το ξέσπασμα του πολέμου είναι προφανές πως αλλάζουν εντελώς την εικόνα. Ελπίζουμε να μην έχουμε σύντομα παρόμοιες εξελίξεις, όχι τόσο γιατί φοβόμαστε μήπως οι εκτιμήσεις μας αποδειχθούν λανθασμένες όσο γιατί πιστεύουμε πως έχουμε ήδη αρκετά προβλήματα. Δεν μας χρειάζονται άλλα.