Τιτάν: Επενδύσεις άνω των 250 εκατ. ευρώ στις ΗΠΑ

Τιτάν: Επενδύσεις άνω των 250 εκατ. ευρώ στις ΗΠΑ

Σε προσπάθεια ενδυνάμωσης της παρουσίας της στην  αγορά των ΗΠΑ, με στόχο την περαιτέρω αύξηση του κύκλου εργασιών της και της κερδοφορίας της, βρίσκεται η τσιμεντοβιομηχανία ΤΙΤΑΝ, η οποία μέσα στο επόμενο έτος θα έχει πραγματοποιήσει επενδύσεις άνω των 250 εκατ. ευρώ.

Ήδη, η εταιρεία πραγματοποιεί δυο μεγάλες επενδύσεις στο Νόρφολκ της Βιρτζίνια και στην Φλόριντα.

Η πρώτη επένδυση, όπως αναφέρουν πηγές της εταιρείας αφορά στην αύξηση της χωρητικότητας των αποθηκευτικών εγκαταστάσεων από 30.000 τόνους που είναι σήμερα, σε πάνω από 100.000 τόνους. Επιπρόσθετα, η επένδυση αυτή, το ύψος της οποίας εκτιμάται σε 37 εκατ. δολάρια,  περιλαμβάνει και την επέκταση της οδικής και σιδηροδρομικής σύνδεσης των εγκαταστάσεων αυτών με πολλαπλά σημεία φόρτωσης. Με την ολοκλήρωση της επένδυσης εκτός από την αύξηση της δυναμικότητας θα δοθεί η δυνατότητα εισαγωγής, αποθήκευσης και διανομής διαφορετικών προϊόντων, καθώς και πρώτων υλών, που έχουν μεγάλη ζήτηση στην αγορά των ΗΠΑ, όπως είναι η ιπτάμενη τέφρα, η σκωρία και τα αδρανή υλικά.

Η επένδυση αυτή, είναι ενταγμένη στο στρατηγικό επενδυτικό πρόγραμμα της θυγατρικής του Ομίλου, Titan America, που έχει ως στόχο τη βελτίωση του κόστους παραγωγής και διακίνησης των προϊόντων και τη βελτιστοποίηση των παρεχόμενων υπηρεσιών στους πελάτες.

Η δεύτερη επένδυση, ύψους 35 εκατ. Δολαρίων που βρίσκεται και αυτή σε εξέλιξη αφορά στον σταθμό εισαγωγής του Τιτάνα στη Φλόριντα για την κατασκευή αποθηκευτικών εγκαταστάσεων δυναμικότητας 70.000 τόνων.

Όπως διευκρινίζουν οι ίδιες πηγές, το επενδυτικό πρόγραμμα του Ομίλου στις ΗΠΑ, προβλέπει συνολικές επενδύσεις άνω των 250 εκατ. δολαρίων για την τριετία 2021-2023, θα επιτρέψει στον Τιτάνα να επωφεληθεί από την αναμενόμενη άνοδο της αγοράς στη χώρα τα επόμενα χρόνια.

Σε επίπεδα ρεκόρ οι πωλήσεις

Το επενδυτικό ενδιαφέρον της τσιμεντοβιομηχανίας για την αγορά των ΗΠΑ δικαιολογείται από τις πωλήσεις της Titan America για το 2021, οι οποίες, έφθασαν σε επίπεδα ρεκόρ.

Όπως είχε αναφέρει ο πρόεδρος του ομίλου Τιτάν, κ.  Δημήτρης Παπαλεξόπουλος, κατά την πρόσφατη παρουσίαση στους αναλυτές, η κατανάλωση στις αγορές που εξυπηρετεί η εταιρεία διαμορφώθηκε σε υψηλότερα επίπεδα από το μέσο όρο για τις ΗΠΑ, καθώς αυξήθηκε η επιχειρηματική δραστηριότητα και τα έργα με συμβάσεις για μελλοντική εκτέλεση των πελατών. Οι πωλήσεις τσιμέντου, έτοιμου σκυροδέματος, τσιμεντόλιθων και ιπτάμενης τέφρας αυξήθηκαν, ενώ οι πωλήσεις αδρανών υλικών διατηρήθηκαν σε υψηλά επίπεδα.

Οι δραστηριότητές στη Φλόριντα επωφελούνται καθώς η Πολιτεία αναπτύσσεται σε ένα σημαντικό επιχειρηματικό και οικονομικό κέντρο. Ταυτόχρονα οι αυξημένες τάσεις εσωτερικής μετανάστευσης οδηγούν σε αύξηση της ζήτησης για κατοικίες και συνακόλουθων κατασκευών.

Η κατανάλωση τσιμέντου ήταν υψηλότερη και στις Μεσοατλαντικές Πολιτείες, όπου οι πωλήσεις μας αυξήθηκαν λόγω της ισχυρής ζήτησης για κατοικίες και της πραγματοποίησης δημοσίων έργων που απαιτούν μεγάλες ποσότητες τσιμέντου.

Η μητροπολιτική περιοχή της Νέας Υόρκης και το Νιου Τζέρσεϊ παρουσίασαν επίσης αύξηση στην κατανάλωση τσιμέντου, δίνοντας τη δυνατότητα στον σταθμό εισαγωγών του Ομίλου να αυξήσει τις πωλήσεις του.

Συγχρόνως όμως οι υψηλότεροι ναύλοι επηρέασαν αρνητικά την κερδοφορία. Λαμβάνοντας υπόψη τη δυναμική της αγοράς των ΗΠΑ και τις θετικές προοπτικές, ο Όμιλος ξεκίνησε ένα εκτενές πρόγραμμα επενδύσεων με στόχο την ανάπτυξη και επέκταση των δραστηριοτήτων του με έργα που θα αυξήσουν τη δυναμικότητα πωλήσεων τσιμέντου, έργα υποδομών για αναβάθμιση των logistics και έργα βελτίωσης της παραγωγικότητας των δραστηριοτήτων.

Σημειώνεται ότι ο κύκλος εργασιών του Ομίλου ΤΙΤΑΝ στις ΗΠΑ αυξήθηκε σε σχέση με το 2020 και διαμορφώθηκε σε 1,2 δις. δολάρια, σημειώνοντας αύξηση 8,6% έναντι του προηγούμενου έτους. Σε ευρώ, ο κύκλος εργασιών αυξήθηκε κατά 4,7% σε €983,6 εκ. Τα κέρδη προ τόκων, φόρων και αποσβέσεων (EBITDA) διαμορφώθηκαν σε €155,2 εκ., καταγράφοντας μείωση 12% σε σχέση με το 2020 (-8,4% σε δολάρια).

Η λειτουργική κερδοφορία επηρεάστηκε αρνητικά από τις αντίξοες συνθήκες που διαμορφώθηκαν στο δεύτερο εξάμηνο λόγω της παγκόσμιας αύξησης του κόστους και των προβλημάτων στην εφοδιαστική αλυσίδα, που είχαν αρνητικό αντίκτυπο στις τιμές των ναύλων, της ενέργειας όπως και στο κόστος διανομής και εργατικού δυναμικού.