Σημαντικά εμπόδια για τις επενδύσεις, την επιχειρηματικότητα και την καθημερινότητα των πολιτών αποτελούν τα προβλήματα του δικαστικού συστήματος στην Ελλάδα, καθώς σύμφωνα με τη νέα έρευνα της διαΝΕΟσις, η επίλυση μιας συγκεκριμένου τύπου δικαστικής διαφοράς για μια επιχείρηση στη χώρα μας χρειάζεται κατά μέσο όρο 1.580 ημέρες, δηλαδή σχεδόν τεσσεράμισι χρόνια.
Η αποτελεσματικότητα του δικαστικού συστήματος είναι μία από τις σημαντικότερες προϋποθέσεις για την κοινωνική σταθερότητα και την οικονομική ανάπτυξη. Μια βραδυπορούσα και ασθμαίνουσα δικαιοσύνη, ακόμα κι αν είναι ανεξάρτητη δεν μπορεί να επιτελέσει την αποστολή της. Αυτό έχει δραματικές συνέπειες στην επιχειρηματικότητα, στο επενδυτικό κλίμα αλλά και στην εμπιστοσύνη πολιτών και επιχειρήσεων απέναντι στους θεσμούς του κράτους.
Για παράδειγμα, στον δείκτη "Ease of Doing Business" της Παγκόσμιας Τράπεζας η Ελλάδα έρχεται στην 72η θέση ανάμεσα σε 190 χώρες, ενώ το επιχειρηματικό κλίμα στη χώρα μας είναι χειρότερο από της Αλβανίας, του Κοσόβου και του Βιετνάμ.
Σ'' αυτό το πλαίσιο, η νέα έρευνα της διαΝΕΟσις την οποία εκπόνησαν επτά δικαστικοί λειτουργοί που γνωρίζουν τα προβλήματα σε βάθος και εκ των έσω, αποτελεί μια λεπτομερή και αναλυτική πρόταση για τη ριζική αναμόρφωση του δικαστικού συστήματος στην Ελλάδα.
Σύμφωνα με τα στοιχεία διεθνών οργανισμών η Ελλάδα:
- έχει μία από τις χειρότερες αναλογίες δικαστικών υπαλλήλων ανά δικαστή (1,5:1, το 2016 –μέσος όρος χωρών Συμβουλίου της Ευρώπης 3,9:1)
- έχει έναν από τους μεγαλύτερους αριθμούς δικαστηρίων κατά κεφαλήν στην Ε.Ε.
- το δικαστικό της σύστημα δεν χρησιμοποιεί σε σημαντικό βαθμό τεχνολογικές λύσεις για την αντιμετώπιση της γραφειοκρατίας
- δαπανά λιγότερα χρήματα για τη λειτουργία του δικαστικού της συστήματος (-33% οι δημόσιες δαπάνες για τη δικαιοσύνη το διάστημα 2014-2016)
Προς αυτή την κατεύθυνση η διαΝΕΟσις δημοσιεύει μια νέα πρόταση για τη ριζική αναμόρφωση του δικαστικού συστήματος στην Ελλάδα, γραμμένη από επτά δικαστικούς λειτουργούς που γνωρίζουν τα προβλήματα σε βάθος, έχουν αναπτύξει στο παρελθόν πλούσιο ερευνητικό και συγγραφικό έργο πάνω στο θέμα, αλλά έχουν και καθημερινή εμπειρία από την άσκηση του δικαστικού λειτουργήματος.
"Με το παρόν βιβλίο", γράφουν οι συγγραφείς στην εισαγωγή τους, "επιδιώκεται η πληροφόρηση των πολιτών για τις αναγκαίες τομές στο δικαστικό σύστημα, ώστε να αρχίσει μια ευρύτερη συζήτηση στην κοινωνία και στους φορείς της καθώς και στα όργανα της πολιτείας, που θα λειτουργήσει προς την κατεύθυνση των μεταρρυθμίσεων, προς όφελος εν τέλει του πολίτη που είναι στο επίκεντρο του δικαστικού συστήματος".
Η πρότασή τους εστιάζει σε πέντε άξονες: Το θέμα της χωροταξίας των δικαστηρίων στην Ελλάδα (πόσα δικαστήρια χρειαζόμαστε; πού πρέπει να βρίσκονται;), το θέμα της χρήσης τεχνολογικών μέσων για την απλοποίηση του δικαστικού έργου, το θέμα της δικαστικής εκπαίδευσης, τους διαθέσιμους εναλλακτικούς τρόπους επίλυσης διαφορών και το θέμα της στελέχωσης των δικαστηρίων με δικαστικούς υπαλλήλους. Επιπλέον, η έρευνα ξεκινά με μια εισαγωγή της Προέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας Κατερίνας Ν. Σακελλαροπούλου, που αναλύει τις βασικές συνιστώσες της λειτουργίας του δικαστικού συστήματος στην Ελλάδα, καθώς και μια ανάλυση του Αντιπροέδρου του ΣτΕ Μιχάλη Ν. Πικραμένου ως προς τις αρχές και τους κανόνες που έχουν διαπλάσσει διεθνείς και ευρωπαϊκοί οργανισμοί για το κράτος δικαίου και την οργάνωση και τη λειτουργία της δικαιοσύνης στα σύγχρονα δημοκρατικά κράτη. Στο τέλος, δε, περιλαμβάνεται και ένα χρήσιμο επίμετρο με στατιστικά στοιχεία για την ελληνική δικαιοσύνη.