Του Γιάννη Κ. Τρουπή
Πρόκειται χωρίς αμφιβολία για μία προεκλογική περίοδο διαφορετική από τις άλλες. Μία περίοδο , από την οποία η οξύτητα βρίσκεται σε δεύτερο πλάνο, κάτι που έχει κάνει πολλούς να αναρωτιούνται το γιατί. Οι χαμηλοί τόνοι αυτών των εκλογών δεν οφείλονται μόνο στην εποχή που διεξάγονται (μέσο του καλοκαιριού) ή μόνο στην πολιτική δυναμική που έχει δημιουργηθεί υπέρ της ΝΔ.
Οφείλεται και στην ισχυρή επιθυμία της ελληνικής κοινωνίας να βγει από την εποχή της έντασης, της τοξικότητας και της πολωτικής ρητορικής. Δεν είναι λίγοι εκείνοι που εκτιμούν ότι μετά από χρόνια πολιτικής δημαγωγίας, οικονομικής ανέχειας και όλα όσα συνόδευσαν την τελευταία 10ετία, η κοινωνία πλέον δηλώνει σίγουρη για την επόμενη μέρα. Αυτήν την προοπτική μοιάζει να την αναζητάει στα κόμματα που μιλάνε θετικά και παρουσιάζουν ένα συγκεκριμένο σχέδιο και όχι στους πολιτικούς σχηματισμούς που επιχείρησαν να επιβιώσουν αναπαράγοντας τα επιχειρήματα της κρίσης.
Με αυτό το δεδομένο κυρίαρχη είναι η αίσθηση ότι όλα τα πολιτικά “προϊόντα” της κρίσης ξεφουσκώνουν αργά αλλά σταθερά. Ο ΣΥΡΙΖΑ δείχνει σημάδια συρρίκνωσης. Η Χρυσή Αυγή είναι σε μεγάλη κάμψη, παλεύοντας να μπει ακόμα και στην επόμενη βουλή. Οι ΑΝΕΛ αποτελούν παρελθόν. Με άλλα λόγια όλες οι πολιτικές και κοινωνικές συμμαχίες που βρήκαν έδαφος για να καλλιεργηθούν την τελευταία δεκαετία φαντάζουν εντελώς “εκτός παιχνιδιού”.
Ακριβώς γι'' αυτούς τους λόγους η στρατηγική του ΣΥΡΙΖΑ μοιάζει να πέφτει στο κενό, όπως καταγράφουν τουλάχιστον όλες οι μετρήσεις της κοινής γνώμης. Η οξύτητα και οι υψηλοί τόνοι, τα στοιχεία δηλαδή που σημάδεψαν την πολιτική πρωτοκαθεδρία του ΣΥΡΙΖΑ, είναι παρελθόν για την πλειοψηφία των Ελλήνων. Μπορεί λοιπόν ο κ.Τσίπρας να υποστηρίζει ότι ήταν αυτός που έβγαλε τη χώρα από τα μνημόνια, αλλά στην συνείδηση των πολιτών, ο ΣΥΡΙΖΑ έχει συνδεθεί με τη διάψευση των προσδοκιών της κοινωνίας, όπως καταγράφουν ορισμένα από τα ποιοτικά στοιχεία των δημοσκοπήσεων.
Ήδη από τις παραμονές των ευρωεκλογών, η εκλογική στρατηγική της ΝΔ ήταν κάτι παραπάνω από σαφής. Ήταν σταθερά προσανατολισμένη σε ένα θετικό μήνυμα για τη χώρα. Όλη της η καμπάνια αφορούσε και αφορά το αύριο της χώρας και της καθημερινής ζωής των πολιτών.
Η διαφορά στην συλλογιστική των δύο εκστρατειών είναι εμφανής όχι μόνο στα τηλεοπτικά τους σποτ, αλλά και στην προεκλογική καμπάνια των δύο πολιτικών αρχηγών. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης επέλεξε το μοντέλο της απευθείας επικοινωνίας με τους πολίτες αντί των κλασικών κομματικών συγκεντρώσεων με εξαίρεση την κεντρική ομιλία την Πέμπτη στην Αθήνα. Στον αντίποδα ο κ. Τσίπρας φαίνεται να ακολουθεί το ίδιο ακριβώς μοντέλο που επέλεξε και στις ευρωεκλογές. Κλασικές κομματικές συγκεντρώσεις, με ελάχιστες απευθείας συνομιλίες με πολίτες.
Η ίδια απόσταση ως προς τη φιλοσοφία καταγράφεται και στις συνεντεύξεις των δύο πολιτικών αρχηγών. Ο κ. Μητσοτάκης εξηγεί το πρόγραμμά του κόμματός του και τους λόγους που ζητάει την ψήφο, όλων όσοι στις ευρωεκλογές δεν εμπιστεύθηκαν την ΝΔ και επέλεξαν μικρότερα κόμματα. Αντιθέτως, ο Αλέξης Τσίπρας δείχνει να αναλώνεται στην άχαρη προσπάθεια να προσπαθεί να πείσει τους πολίτες γιατί δεν πρέπει να ψηφιστεί η ΝΔ. Αξιοσημείωτο είναι μάλιστα το γεγονός ότι εξαιτίας της ευρείας ήττας του στις ευρωεκλογές δυσκολεύεται να υποστηρίξει το κυβερνητικό του έργο, και κάνει ουσιαστικά “αντιπολίτευση της αντιπολίτευσης”.