Μια εξαιρετική ομιλία που επανατοποθέτησε, στο νέο πλαίσιο που διαμορφώνει στο διεθνές σύστημα ο πόλεμος εναντίον της Ουκρανίας, την Ελλάδα και την ελληνοαμερικανική σχέση, ήταν ίσως το πιο σημαντικό κέρδος της διήμερης επίσκεψης του πρωθυπουργού Κυρ. Μητσοτάκη στην Ουάσιγκτον καθώς αυτό το πλαίσιο σε μεγάλο βαθμό καθοδηγεί και τις πολιτικές αποφάσεις.
Και κυρίως είναι η υποχρεωτική εκ των πραγμάτων σύγκριση στα πολιτικά κέντρα της Ουάσιγκτον, της επίσκεψης του Έλληνα πρωθυπουργού από τη μια και από την άλλη της συνολικής στάσης της Τουρκίας τις ίδιες ημέρες: το μπλοκάρισμα της υποψηφιότητας της Σουηδίας και της Φιλανδίας στο ΝΑΤΟ, οι απειλητικές δηλώσεις Ερντογάν, τα προσβλητικά για τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ παζάρια του Μ. Τσαβούσογλου στη Ν.Υόρκη στη συνάντηση του με τον Α.Μπλίνκεν …
Είναι σύνηθες μετά από μια τέτοια επίσκεψη όπως αυτή του Κυρ. Μητσοτάκη και μια συνάντηση με τον πρόεδρο των ΗΠΑ να αναζητούν όλοι εάν είναι γεμάτο ή όχι το «καλάθι» του Έλληνα πρωθυπουργού, με την αντιπολίτευση σταθερά να επιχειρεί να υποβαθμίσει την επίσκεψη και τα αποτελέσματα της.
Η λογική αυτή ότι σε κάθε επίσκεψη στην Ουάσιγκτον περιμένει η αμερικανική κυβέρνηση, το Στέιτ Ντιπάρτμεντ και το Πεντάγωνο να γεμίσουν με «καλούδια» το καλάθι ενός Έλληνα πρωθυπουργού δεν έχει καμιά σχέση φυσικά με τη σκληρή πραγματικότητα των διεθνών σχέσεων.
Η εκπροσώπηση της Ελλάδας στο προηγούμενο διήμερο στις ΗΠΑ ήταν εξαιρετική και προωθεί τα εθνικά συμφέροντα, βάζοντας τη χώρα μας στη μεγάλη εικόνα που εμπλέκονται και εθνικά στρατηγικά συμφέροντα των ΗΠΑ. Πολύ περισσότερο μάλιστα εάν ληφθεί υπόψη ότι αυτή η αποστολή γίνεται σε μια όχι και τόσο εύκολη περίοδο τουλάχιστον σε ό,τι αφορά το πλέγμα των σχέσεων της Τουρκίας με τις ΗΠΑ.
Διότι παρά τα όσα πράττει ο Τ. Ερντογάν με τα οποία μεγαλώνει τη δυσπιστία του διεθνούς παράγοντα έναντι της Τουρκίας ως αναπόσπαστου μέλους της Δυτικής Συμμαχίας, στην Ουάσιγκτον τόσο στην κυβέρνηση Μπάιντεν όσο και στη γραφειοκρατία του Στέιτ Ντιπάρτμεντ έχει ισχυρά ερείσματα η αντίληψη ότι η Τουρκία δεν μπορεί να «χαθεί». Και αυτό ακριβώς είναι στο οποίο πατά ο κ.Ερντογάν για να επιβάλει μια suis generis σχέση με την Ουάσιγκτον αλλά και το ΝΑΤΟ.
Η επίσκεψη Μητσοτάκη ήρθε την κατάλληλη στιγμή καθώς όχι μόνο ενημερώθηκαν σε πολύ θερμό κλίμα ο Πρόεδρος Μπάιντεν και οι συνεργάτες του για τον κίνδυνο που συνιστά ο τουρκικός αναθεωρητισμός όχι μόνο για την Ελλάδα και την Κύπρο αλλά και για τα αμερικανικά συμφέροντα στην κρίσιμη αυτή περιοχή του κόσμου, αλλά κυρίως κερδήθηκε η μάχη της πλήρους ενημέρωσης και απόσπασης υποστήριξης από τα δύο Νομοθετικά Σώματα των ΗΠΑ στα οποία απευθύνθηκε ο Κυρ. Μητσοτάκης με τη σημαντική ομιλία που απηύθυνε στο Κογκρέσο τη Δευτέρα.
Δεν θα πρέπει όμως να παραβλεφθεί το πρόβλημα που υπάρχει, με την κυριαρχούσα αντίληψη σε Λευκό Οίκο και Στέιτ Ντιπάρτμεντ να μην γίνουν κινήσεις και δηλώσεις που ερεθίζουν ακόμη περισσότερο τον Τ. Ερντογάν, τη στιγμή που και στην αμερικανική κυβέρνηση αισθάνονται αμήχανα από την πολιτική εκβιασμών και παζαριών της Άγκυρας, η οποία θέτει σε κίνδυνο την ενότητα του Δυτικού στρατοπέδου έναντι της Ρωσίας.
Και αυτό ήταν εμφανές καθώς στις δημόσιες δηλώσεις που είχαν ετοιμάσει οι συνεργάτες του Τ. Μπάιντεν, ο Αμερικανός πρόεδρος, παρά τα γνωστά φιλελληνικά αισθήματα του και την καλή γνώση των προβλημάτων της περιοχής, απέφυγε την οποιαδήποτε ρητή αναφορά είτε στην Ανατολική Μεσόγειο είτε στο Κυπριακό. Και πιθανόν να είναι η πρώτη φορά που Αμερικανός πρόεδρος σε μια τέτοιου επιπέδου συνάντηση δεν κάνει έστω και μια τυπική αναφορά στην ανάγκη δίκαιης λύσης του Κυπριακού.
Ήταν προφανές ότι η αμερικανική πλευρά δεν ήθελε να ανοίξει μια κόντρα με τον Τ. Ερντογάν, ενώ εκκρεμεί η εξασφάλιση της συναίνεσης του για την ένταξη της Σουηδίας και της Φιλανδίας στο ΝΑΤΟ, όπου ο Τούρκος ηγέτης φαίνεται να διεκδικεί ανταλλάγματα όχι μόνο από τις δύο χώρες αλλά και από τις ίδιες τις ΗΠΑ. Αιτήματα που αφορούν και τη διακοπή στήριξης των Αμερικανών στην οργάνωση των Κούρδων της Βόρειας Συρίας του YPG αλλά και την άρση του εμπάργκο που ισχύει τόσο για την πώληση των F-35, πρωτίστως όμως για το πρόγραμμα εκσυγχρονισμού των 80 F-16 και αγορά ακόμη 40 F-16 από την τουρκική Πολεμική Αεροπορία.
Ο Κυρ. Μητσοτάκης παρουσίασε στον Αμερικανό ηγέτη τον χάρτη της Γαλάζιας Πατρίδας, από τον οποίο ο καθένας, πολύ περισσότερο ο ίδιος που έχει μακρά εμπειρία στα ελληνοτουρκικά και στο Κυπριακό από την εποχή που ήταν γερουσιαστής και Αντιπρόεδρος των ΗΠΑ, αντιλαμβάνεται ποια είναι η πηγή αστάθειας στην περιοχή. Και το επιχείρημα του Έλληνα πρωθυπουργού ότι πρέπει να αποκρουστεί όχι μόνο ο αναθεωρητισμός του Βλ. Πούτιν αλλά κάθε αναθεωρητισμός που καλλιεργείται από ιστορικές φαντασιώσεις, γίνεται εύκολα αντιληπτό στις ΗΠΑ, καθώς σε αυτή την κατεύθυνση έχουν δουλέψει συστηματικά όχι μόνο οι ελληνοαμερικανικές αλλά και οι εβραϊκές οργανώσεις. Και είναι κάτι που αντιμετωπίζουν καθημερινά οι Διοικητές των αμερικανικών δυνάμεων της Μέσης Ανατολής που υπό τις οδηγίες τους επιχειρούν οι Κούρδοι στη Βόρειο Συρία.
Όμως η ομιλία του Κυρ. Μητσοτάκη στο Κογκρέσο ήρθε σαν «σφήνα» για να αντιμετωπίσει αυτό το προβληματικό πλαίσιο, που εκφράσθηκε και με τη διερευνητική επιστολή προς τους ηγέτες της Βουλής και της Γερουσίας για την άρση του εμπάργκο στην αναβάθμιση και πώληση των F-16.
Ακόμη κι αν η αμερικανική κυβέρνηση ήθελε να προσφέρει ένα πρώτο αντάλλαγμα στον Τ. Ερντογάν με τα F-16, καμιά απόφαση δεν μπορεί να υλοποιηθεί χωρίς τη σύμφωνη γνώμη του Κογκρέσου. Η με σαφήνεια τοποθέτηση του πρωθυπουργού στην ομιλία του με την ευκαιρία μάλιστα μιας επετείου των 200 ετών από την Ελληνική Επανάσταση που διαχρονικά συγκινεί την ελίτ της Ουάσιγκτον, πρόσθεσε νέους φίλους, ευαισθητοποίησε πολλά μέλη του Κογκρέσου και δείχνει να ενισχύει τις προσπάθειες της μεγάλης ομάδας βουλευτών και γερουσιαστών, όχι μόνο Ελληνοαμερικανών, που αισθάνονται προσβεβλημένοι από την προσπάθεια ενός αυταρχικού και αναξιόπιστου ηγέτη να χειραγωγήσει την αμερικανική εξωτερική πολιτική.
Σε αυτή την προσπάθεια είναι κομβικής σημασίας η παρουσία στη θέση του προέδρου της Επιτροπής Εξωτερικών Υποθέσεων της Γερουσίας του Μ. Μενέντεζ ενός πολιτικού με ιδιαίτερο κύρος και ισχύ, που δεν κρύβει τα φιλελληνικά αισθήματα του.
Η διασύνδεση των ελληνικών συμφερόντων με τις στρατηγικές επιδιώξεις των ΗΠΑ είναι ένα μεγάλο κεφάλαιο για την ελληνική εξωτερική πολιτική. Η αξία της Σούδας αναβαθμίζεται σε συνδυασμό με την Αλεξανδρούπολη και δημιουργείται ένα προστιθέμενο στρατηγικό κεφάλαιο. Η Ελλάδα απέχει 500 μίλια από την Ουκρανία, όπως τόνισε ο Κυρ. Μητσοτάκης, και είναι στρατηγικό πλεονέκτημα η ύπαρξη ενός συμμαχικού λιμανιού όπως η Αλεξανδρούπολη που μπορεί να αποτελέσει τη διέξοδο προς τη Μεσόγειο παρακάμπτοντας τα προβληματικά Στενά (λόγω και της στάσης της Τουρκίας). Οι διάδρομοι αυτοί απαιτούν ασφάλεια και προστασία και εκεί είναι ένα πεδίο το οποίο μπορεί να επενδύσει η Ελλάδα.
Είμαστε σε έναν αγώνα αντοχής και μεγάλων αποστάσεων και όχι σε «κατοστάρι». Η Τουρκία δεν τελειώνει για τη Δύση αλλά μπορεί να μπει όριο και να τιθασευτεί ο αναθεωρητισμός της.
Θα απογοητευθούν όσοι ανοίξουν το καλάθι του πρωθυπουργού επιστρέφοντας από την Ουάσιγκτον και περιμένουν να δουν μέσα καταδικαστικές δηλώσεις για την Τουρκία, δηλώσεις αμοιβαίας συνδρομής, υποσχέσεις περί στρατιωτικής αρωγής κ.α.
Όμως έχει γίνει ένα ακόμη ουσιαστικό βήμα για την οικοδόμηση μιας ισχυρής σχέσης με αμοιβαία συμφέροντα και κοινή ανησυχία απέναντι σε κοινές απειλές...