Του Γιάννη Κ. Τρουπή
Δεν είναι λίγοι αυτοί που εκτιμούν ότι πλέον ο Αλέξης Τσίπρας έχει χάσει την επαφή του με την κοινωνία, ένα στοιχείο το οποίο τον χαρακτήρισε για μία σειρά ετών. Αυτό το συμπέρασμα δείχνει να γίνεται ακόμα πιο ισχυρό από την πρόσφατη υπόθεση του Παύλου Πολάκη και τον τρόπο με τον οποίο την χειρίστηκε ο ίδιος.
Μία υπόθεση από την οποία διεφάνη ότι ο πρωθυπουργός δεν αντιλήφθηκε το πόσο κακή εντύπωση έκανε σε όλους τους Έλληνες η επίθεση του αναπληρωτή υπουργού Υγείας στο Στέλιο Κυμπουρόπουλο και αντέδρασε σε πλήρη δυσαρμονία με την κοινή γνώμη.
Δεν είναι όμως η πρώτη φορά που ο κ. Τσίπρας, εμφανίζεται να κάνει λανθασμένες πολιτικές εκτιμήσεις στρατηγικού χαρακτήρα, με αποτέλεσμα “αλλιώς να τα υπολογίζει και αλλιώς να του βγαίνουν”:
- Λάθος σύμμαχος μετά τις εκλογές του Σεπτεμβρίου '15.
Παρά το ότι η αλλαγή στρατηγικής ήταν ήδη εμφανής μετά το δημοψήφισμα, ο κ. Τσίπρας επέλεξε για συγκυβερνήτη και πάλι τους ΑΝΕΛ, ενώ θα μπορούσε από τότε να απευθυνθεί στο ΠΑΣΟΚ ή στο Ποτάμι. Αντί να προσεγγίσει την κεντροαριστερά όταν ήταν ισχυρός, επέλεξε για δεύτερη φορά τον Πάνο Καμμένο αποδεικνύοντας ήδη από τότε ότι δεν μπορούσε να προβλέψει το πολιτικό αδιέξοδο στο οποίο που θα τον οδηγούσε η συγκυβέρνηση με τους ΑΝΕΛ.
- Σκοπιανό: Η επιτομή της λανθασμένης στρατηγικής εκτίμησης.
Ο ΣΥΡΙΖΑ επέλεξε να χρησιμοποιήσει το Σκοπιανό ως όχημα αναδιάταξης του εσωτερικού πολιτικού σκηνικού. Αντί να επιδιώξει συναινέσεις γύρω από ένα εθνικό ζήτημα, το εργαλειοποίησε για να διχάσει τα κόμματα της αντιπολίτευσης. Και σε αυτό το θέμα απεδείχθη περίτρανα ότι ο Τσίπρας έκανε ένα τεράστιο στρατηγικό σφάλμα. Κανένα κόμμα της αντιπολίτευσης δεν διαλύθηκε, ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ βρέθηκε απέναντι στην συντριπτική πλειονότητα των Ελλήνων.
- Λάθος στρατηγική απέναντι στη ΝΔ
Μάταια ο κ. Τσίπρας προσπαθεί να πείσει ότι συντελείται ακραία στροφή της ΝΔ και ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης είναι ένας ανάλγητος ακροδεξιός. Εδώ και τουλάχιστον δύο χρόνια πολεμούν κάτι που στη συνείδηση των πολιτών δεν υπάρχει, όπως άλλωστε φαίνεται και σε όλες τις δημοσκοπήσεις στις οποίες η διαφορά του ΣΥΡΙΖΑ με τη ΝΔ παραμένει μη αναστρέψιμη, ενώ το προβάδισμα Μητσοτάκη έναντι του Τσίπρα διευρύνεται.
- Μάχη κατά της διαπλοκής με ...Κόκκαλη
Την ίδια ώρα που ο ΣΥΡΙΖΑ προσπαθεί να πείσει ότι είναι απέναντι στο κατεστημένο και τη διαπλοκή, συμμαχεί μαζί του με τον πιο απροκάλυπτο τρόπο, αποφασίζοντας να βάλει ως υποψήφιο ευρωβουλευτή του τον Πέτρο Κόκκαλη, το όνομα που έχει ταυτιστεί περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο με την εγχώρια διαπλοκή, όπως επιμένουν να λένε στην ΝΔ. Είχε μάλιστα προηγηθεί η επιλογή της κ. Μυρσίνης Λοΐζου η οποία υποχρεώθηκε σε παραίτηση, όταν αποκαλύφθηκε ότι εξακολουθούσε να λαμβάνει παράνομα για χρόνια τη σύνταξη της αποθανούσης μητέρας της. Και σαν να μην έφταναν όλα τα παραπάνω ήρθαν η υπόθεση Πετσίτη, η οποία εξέθεσε τη στενή ομάδα του Μεγάρου Μαξίμου, μία υπόθεση για την οποία μέχρι σήμερα ο κ. Τσίπρας επί της ουσίας δεν απαντά...
- Συνταγματική αναθεώρηση: Μία ακόμα “λάθος” επιλογή
Ο ΣΥΡΙΖΑ αρχικά εκτίμησε ότι η ΝΔ δε θα συμμετάσχει στη διαδικασία και θα μπορέσει έτσι να την κατηγορήσει ότι δεν ήθελε την αναθεώρηση. Στη συνέχεια, όταν συνειδητοποίησαν ότι η αξιωματική αντιπολίτευση θα μετάσχει στη συζήτηση, επιχείρησαν ένα συνταγματικό “πραξικόπημα” καθώς εφηύραν την καινοφανή θεωρία ότι η παρούσα Βουλή δεσμεύει την επόμενη ακόμη και ως προς της διατύπωση των άρθρων του Συντάγματος, κάτι που απέρριψαν όλοι οι Συνταγματολόγοι. Τι πέτυχε η κυβέρνηση με τις παλινωδίες της;
Ένα καραμπινάτο πολιτικό αυτογκόλ. Αφού ο ΣΥΡΙΖΑ υποχρεώθηκε τελικά να ψηφίσει μαζί με τη ΝΔ μια σειρά προτεινόμενων αλλαγών, ουσιαστικά προσέφερε στην επόμενη κυβέρνηση της ΝΔ να διαμορφώσει εκείνη το περιεχόμενο των Συνταγματικών άρθρων ακόμη και με απλή πλειοψηφία. Κυρίως όμως προσέφερε στον Κυριάκο Μητσοτάκη, στην περίπτωση που κερδίσει τις εκλογές, μια καθαρή τετραετία χωρίς προσκόμματα όπως η εκλογή ΠτΔ, καθώς η ΝΔ θα μπορεί πλέον να την αποσυνδέσει από την πρόκληση εθνικών εκλογών.
Αυτά είναι λίγα μόνο από τα παραδείγματα που δείχνουν τους λόγους για τους οποίους ο κ. Τσίπρας όχι μόνον δεν απολαμβάνει πια τη δημοφιλία που είχε στο παρελθόν από τους πολίτες, αλλά για πρώτη φορά αμφισβητείται ακόμη και από στελέχη του η πολιτική του κρίση.