Αυτήν την Κεντροαριστερά ποιος θα την πάρει;
Eurokinissi
Eurokinissi

Αυτήν την Κεντροαριστερά ποιος θα την πάρει;

Σε έναν ιδιότυπο αγώνα δρόμου για την πολιτική οικειοποίηση της λαϊκής λύπης και δυσθυμίας για τα Τέμπη, και την άντληση πολιτικής υπεραξίας από αυτά, έχει επιδοθεί η αντιπολίτευση.

Αναμενόμενο είναι καθότι συναφές με τα πολιτικά μας ήθη. Αλλά ο λυσσαλέος τρόπος, οι κραυγαλέες φωνές, οι καταδίκες πριν τις αποδώσει η δικαιοσύνη, απαξιώνουν συλλήβδην το πολιτικό σύστημα, άρα και τα ίδια τα κόμματα της αντιπολίτευσης, όπως εύγλωττα κατέδειξαν και οι τελευταίες δημοσκοπήσεις.

Άλλωστε από τους συνετούς πολίτες που αναμένουν τα πορίσματα της Δικαιοσύνης, η κυβέρνηση δεν κατηγορείται, ακόμα τουλάχιστον, ως υπεύθυνη για το θρηνητικό δυστύχημα, αλλά κυρίως για τη διαχείρισή του. Για την προπετή προσπάθεια αποφυγής ευθυνών τη στιγμή που ουδείς της είχε αποδώσει ακόμη, όπως φάνηκε και από το 41% των εκλογών του 2023.

Ακόμη περισσότερο απαξιώνονται τα κόμματα για τη βουλιμική ψηφοθηρική τους στάση, απέναντι στο τρομακτικό γεγονός του θανάτου των 57 νέων, πριν η δικαιοσύνη αποφανθεί.

Και ο ανακριτής σύμφωνα με το δικαστικό ρεπορτάζ, αναμένεται να ολοκληρώσει τις απολογίες των κατηγορουμένων που ξεπερνούν τους 40, έως το τέλος του τρέχοντος μηνός.

Στον αντιπολιτευτικό πυρετό που ανεβαίνει λόγω Τεμπών, λαμβάνει χώραν και ένας εσωτερικός διαγκωνισμός, μεταξύ ΠΑΣΟΚ, ΣΥΡΙΖΑ και Νέας Αριστεράς. Αφορά το ποιος θα κρατήσει το ηγεμονικό σκήπτρο στον χώρο της κεντροαριστεράς. Σχέδιο δράσης για την απόκτησή του θεωρήθηκε η πρόταση δυσπιστίας προς την κυβέρνηση.

Βέβαια, ουδεμία κυβέρνηση κατέπεσε ποτέ από πρόταση δυσπιστίας, αντιθέτως αυτές οι προτάσεις τις συσπειρώνουν. Όμως η διαδικασία παρέχει χρόνο και χώρο στην αντιπολίτευση να πυροβολεί επί τριήμερο την εκάστοτε κυβέρνηση, να αναδεικνύει τις τυχόν αβελτηρίες και αντιφάσεις της.

Και επί του προκειμένου αναδείχτηκε για μία ακόμη φορά η λαϊκίστικη μήτρα από την οποία ξεπήδησε ο ΣΥΡΙΖΑ και η εξ αυτής καταγωγική του συμπεριφορά.

Προ ολίγων ημερών ο Χαρίτσης της ΝεΑρ, παιδί του ΣΥΡΙΖΑ και αυτός, επικοινώνησε με τον Φάμελλο του ΣΥΡΙΖΑ προκειμένου οι «προοδευτικές δυνάμεις» να συντονίσουν τη δράση τους. Ο Φάμελλος του εξέφρασε την άποψη πως είναι ώριμες συνθήκες για άμεση κατάθεση πρότασης μομφής.

Μετά από αυτό άρχισε χορός επικοινωνιών μεταξύ ΣΥΡΙΖΑ, ΝεΑρ, Πλεύσης Ελευθερίας, ΚΚΕ και ΠΑΣΟΚ, προκειμένου να συμπληρωθεί ο αριθμός των 50 υπογραφών, όπως απαιτεί ο κανονισμός της Βουλή (το 1/6 των βουλευτών).

Χαρίτσης και Κωνσταντοπούλου ήταν πρόθυμοι, να συμμετάσχουν αλλά έφαγαν πόρτα όπως συνήθως από τον Δημήτρη Κουτσούμπα, με αποτέλεσμα οι υπογραφές να μείνουν στις 43. Η αναζήτηση Φάμελλου στράφηκε προς το ΠΑΣΟΚ, σε επικοινωνία του με τον Νίκο Ανδρουλάκη.

Εδώ έφαγε το δεύτερο «άκυρον». Ο Ανδρουλάκης θεσμικώς και ορθολογικώς φερόμενος, του εξήγησε ότι η πρόταση δυσπιστίας κατά της κυβέρνησης πρέπει να κατατεθεί εφόσον έρθουν σε γνώση τα στοιχεία των πορισμάτων που επίκεινται και που θα ολοκληρωθούν στα τέλη του μηνός.

Διαφορετικά η πρόταση δυσπιστίας θα είναι μια πράξη εντυπώσεων άνευ ουσίας. Πολύ περισσότερο που ο χρόνος για την κατάθεση νέας πρότασης, είναι δεσμευτικός και δεν μπορεί να επανακατατεθεί πριν την πάροδο έξι μηνών.

Η άρνηση Ανδρουλάκη έγινε δεκτή με τη συνήθη ιταμή προβοκατόρικη πρακτική του ΣΥΡΙΖΑ. Με ακριτομυθίες σχολίαζαν πικρόχολα στους δημοσιογράφους, ότι ο Ανδρουλάκης πριν περίμενε τον Πρωθυπουργό για την ανακοίνωση του υποψηφίου για την Προεδρία της Δημοκρατίας, τώρα περιμένει το πόρισμα. Πάλι καλά ακόμη (προς το παρόν ίσως) δεν τον είπαν εκβιαζόμενο όπως το είχε χαρακτηρίσει μία πρώην εκπρόσωπος τύπου του ΣΥΡΙΖΑ.

Η συμπεριφορά αυτή δεν προβληματίζει όσους στον χώρο του ΠΑΣΟΚ ευελπιστούν διακαώς στη συνεργασία των «προοδευτικών δυνάμεων», εντάσσοντας σε αυτές τον ΣΥΡΙΖΑ και τις διασπάσεις του.

Προφανώς, αυτά φαντάζουν ως τρικυμία εν ποτηρίω τη στιγμή που ο Τραμπ βάζει οικονομικό μπουρλότο στον πλανήτη. Αλλά δεν είναι αμελητέα στην περίπτωση που στις επόμενες εκλογές δεν αναδειχθεί αυτοδύναμη κυβέρνηση.