Ο Μητσοτάκης είναι ο πρωθυπουργός που έτυχε στην πιο δύσκολη συγκυρία της μεταπολίτευσης, αλλά και ο πιο τυχερός για την αντιπολίτευση που έχει. Είναι άλλο δηλαδή να είσαι Κωνσταντίνος Μητσοτάκης και να έχεις απέναντί σου τον Αντρέα και ένα ψημένο ΠΑΣΟΚ που «καλίγωνε τον ψύλλο», και άλλο να έχεις τον Τσίπρα και την παιδική χαρά που ονομάζεται ΣΥΡΙΖΑ.
Για τον νυν πρωθυπουργό δεν ισχύει η φράση του Αντίγονου Γονατά «προστάτεψέ με από τους φίλους μου, τους εχθρούς μου τους αναλαμβάνω εγώ». Γιατί οι πολιτικοί εχθροί του μια χαρά τα καταφέρνουν να αποδομούνται από μόνοι τους. Δεν χρειάζονται… βοήθεια του Μητσοτάκη.
Μετά τον διασυρμό για τα πολύ… σεβαστικά και δοξαστικά που ανακοίνωσαν για τον Κάρολο Παπούλια, αυτοί που τον έλεγαν προδότη (τα παλιά του 2015 ανασύρθηκαν στα σόσιαλ μήντια και έγινε γλέντι), τώρα εκτίθενται και με την ακατανόητη ανακοίνωση για τη μετακίνηση ή αποχώρηση γενικών γραμματέων (κάποιων λόγω πρόθεσης να πολιτευθούν).
Θα ήταν αναγκαίο για τη δημοκρατία να γίνει κριτική στα πεπραγμένα τους. Αλλά αυτό είναι δύσκολο, θέλει δουλειά, πρότζεκτ που θα έλεγε ο Φλαμπουράρης. Αντί γι’ αυτό το βρήκαν φαίνεται πολύ ευρηματικό να ανακοινώσουν «παραιτήθηκαν οι αντικρατιστές που έκαναν ρεσάλτο στο δημόσιο χρήμα. Να παίρνει σειρά και ο Μητσοτάκης».
Δεν ξέρουμε πόσο αντικρατιστής είναι ο Μητσοτάκης. Αλλά και να είναι, ποιο είναι το επιχείρημα του ΣΥΡΙΖΑ; Ότι μια αντικρατιστική κυβέρνηση είχε γενικούς γραμματείς και οι γραμματείς αυτοί πληρώνονταν τον μισθό τους από το δημόσιο χρήμα;
Και αυτό δικαιολογεί τη φράση «έκαναν ρεσάλτο»; Δεν θα έπρεπε να είχε γενικούς γραμματείς η κυβέρνηση; Να έμεναν υπουργεία και οργανισμοί με κενή τη θέση για να μην κατηγορηθούν ότι παρότι αντικρατιστές, πληρώνονται για όσο διαρκεί η θητεία τους, από το κρατικό χρήμα;
Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ δεν είχε γενικούς γραμματείς; Φυσικά είχε, όπως όλες οι κυβερνήσεις όλων των χωρών του πλανήτη. Δεν τους είχε επειδή πιστεύει στον κρατισμό, αλλά επειδή ήταν οργανικές θέσεις κλειδιά για τη λειτουργικότητα του κράτους.
Κάποτε ο πατήρ Μητσοτάκης είχε πει για κάποιον μετέπειτα πρωθυπουργό «δεν μπορεί το παιδί». Το ίδιο θα λέγαμε και για τον ΣΥΡΙΖΑ. Δεν μπορούν. Θα ήταν αξιοπρόσεκτο αν έκαναν κριτική αποτίμηση της θητείας των γραμματέων. Όπως ακούμε με προβληματισμό τον ΣΥΡΙΖΑ όταν καταγγέλλει ότι οι μετακλητοί της κυβέρνησης Μητσοτάκη ξεπέρασαν αυτούς της κυβέρνησης Τσίπρα. Αν ισχύει.
Όταν όμως κάνουν συνεχώς αντιπολίτευση καφενείου, ακόμη και κάποιες σποραδικές σοβαρές παρεμβάσεις τους, χάνονται μέσα στη βοή που γεννούν οι υπόλοιπες.
Το ίδιο κάνουν και με την πανδημία. Κατηγορούν τον Μητσοτάκη για τη «γνωστή Συνταγή του, αυτή του λουκέτου». Μαζί τους θα ήμασταν αν: Αν Αγγλία και Σκωτία δεν είχαν επιβάλλει περιορισμούς. Αν η Ιταλία δεν είχε επιβάλει μέτρα. Αν η ισχυρή Γερμανία με τις 40.000 ΜΕΘ δεν ανακοίνωνε αναστολή λειτουργίας κλαμπ και των εκδηλώσεων. Αν δεν υπήρχε αναστολή νυχτερινής κυκλοφορίας στην Ισπανία, αν δεν λαμβάνονταν περιοριστικά μέτρα στη Σουηδία (που ήταν η μόνη που δεν ακολούθησε πέρυσι τον πλανήτη σε λοκντάουν, αλλά αναγκάστηκε και αυτή), αν δεν έμπαινε σε λοκντάουν η Ολλανδία, αν στην Ιρλανδία οι παμπ δεν έκλειναν από τις 8 μ.μ. Και τόσες άλλες χώρες, με τόσα άλλα «αν».
Δηλαδή πιστεύουν ότι με αυτή την αντιπολίτευση θα πείσουν για την ανάγκη επαναφοράς τους; Η εντύπωση που δίνουν είναι ότι τους δόθηκε μια θέση, αυτή της αντιπολίτευσης και παίζουν χωρίς να ξέρουν τι να κάνουν, λένε ό,τι να 'ναι αρκεί να φανεί αντιπολιτευτικό. Η ουσία της αντιπολίτευσης, η σοβαρότητα, δεν τους αφορά.
Ο ΣΥΡΙΖΑ μιλάει γενικώς και αορίστως για ενίσχυση του ΕΣΥ. Αντιθέτως, το ΚΙΝΑΛ συγκεκριμενοποιεί αυτή την ώρα, και ζητάει επιβολή ανώτατης τιμής στις μάσκες ενώ κάνει λόγο για ανάγκη ενίσχυσης του εμβολιαστικού προγράμματος - κάτι που αποφεύγει να ζητήσει ο ΣΥΡΙΖΑ για να μη δυσαρεστήσει τους αντιεμβολιαστές στους οποίους δυο χρόνια τώρα κλείνει το μάτι.
Απορούμε αν πιστεύει πόσους και ποιους θα πείσει. Γιατί το πρόβλημα δεν είναι το πέριξ του 25% των δικών του. Το πρόβλημα είναι ποιους θα προσελκύσει εκ των υπολοίπων. Και δεν διαφαίνεται κάτι τέτοιο.