Του Βασίλη Γεώργα
Σοβαρές διαφωνίες για την «επόμενη μέρα» μετά την τυπική λήξη του μνημονίου τον Αύγουστο του 2018 επικρατούν μεταξύ του Πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα και του κορυφαίου υπουργού της κυβέρνησης Ευκλείδη Τσακαλώτου. Αιτία της διαφωνίας των δύο ανδρών είναι ότι ο Ευκλείδης Τσακαλώτος δεν συμμερίζεται την αισιοδοξία του επιτελείου του Αλέξη Τσίπρα ότι η Ελλάδα θα είναι σε θέση να βγει με «καθαρή έξοδο» στις αγορές το 2019 όπως έχει ήδη «προαναγγείλει» ο Πρωθυπουργός. Αντίθετα η άποψή του, όπως μεταφέρεται από πηγές που γνωρίζουν τις θέσεις που διατυπώνει στον Πρωθυπουργό, είναι ότι πιθανόν η Ελλάδα θα χρειαστεί και νέο Μνημόνιο με τη μορφή μιας αυστηρής πιστοληπτικής γραμμής (ECCL) από τον ESM η οποία εκτιμάται ότι θα είναι τουλάχιστον διετούς διάρκειας ώστε να είναι ομαλότερος ο δρόμος απευθείας δανεισμού από τις αγορές ειδικά το 2019 που οι χρηματοδοτικές ανάγκες ξεπερνούν τα 15,5 δισ. ευρώ.
Την «παραφωνία» Τσακαλώτου συμμερίζονται και άλλα στελέχη του οικονομικού επιτελείου της κυβέρνησης όπως ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών Γ. Χουλιαράκης, αλλά όχι στον ίδιο βαθμό ο υφυπουργός παρά των Πρωθυπουργώ Δημήτρης Λιάκος ο οποίος επηρεάζει σημαντικά τον Αλέξη Τσίπρα και αυτή τη στιγμή προβάλλεται από αρκετές πηγές ως επικρατέστερος μαζί με τον Χουλιαράκη, να αντικαταστήσει τον Ευκλείδη Τσακαλώτο σε περίπτωση ανασχηματισμού. Ο «εκσυγχρονιστής» σύμβουλος του πρωθυπουργού θεωρεί ότι η Ελλάδα μπορεί να βγει μια και καλή από τη μνημονιακή επιτροπεία το 2018, υπό την προϋπόθεση όμως, ότι η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ θα υιοθετήσει πλήρως τις μνημονιακές υποχρεώσεις και θα ολοκληρώσει με ταχύτητα τις επόμενες αξιολογήσεις ώστε αφενός να επιτύχει τους δημοσιονομικούς στόχους, και μπορέσει να συγκεντρώσει ικανή ρευστότητα για να εξοφλεί τις υποχρεώσεις των επόμενων μηνών.
Στην προκειμένη περίπτωση ο Ευκλείδης Τσακαλώτος εμφανίζεται πάντως, ως ο δυσάρεστος «πραγματιστής» της κυβέρνησης, λέγοντας στον Πρωθυπουργό αυτό που δεν θέλει να ακούσει. Και μολονότι ως βασικός διαπραγματευτής με την Τρόικα, αλλά και ως και άτυπος επικεφαλής της «αριστερής πτέρυγας» των 53 του ΣΥΡΙΖΑ, θα μπορούσε να υπερακοντίσει τον Αλέξη Τσίπρα στην καλλιέργεια προσδοκιών ότι η χώρα οδεύει πράγματι προς καθαρή έξοδο από την επιτροπεία των δανειστών, εμφανίζεται τελικά πολύ πιο συγκρατημένος σε σχέση με τους επιτελείς του Μαξίμου, όντας βέβαιος ότι η αυστηρή πιστοληπτική γραμμή με όσα αυτή συνεπάγεται, είναι μονόδρομος για την οικονομία, ακόμη και αν χρειαστεί η κυβέρνηση να μην κλείσει ποτέ την τρίτη αξιολόγηση ή να καταφύγει σε πρόωρες κάλπες στις αρχές του 2018, για να μην επωμιστεί το πολιτικό κόστος.
Το ρίσκο, οι απόψεις αυτές, να κοστίσουν στον σημερινό «Τσάρο της Οικονομίας» τη θέση του, είναι πολύ μεγάλο. Αλλά ο Ευκλείδης Τσακαλώτος, πιθανόν και να επιδιώκει να παραχωρήσει την καυτή καρέκλα του υπουργού Οικονομικών σε κάποιο λιγότερο «φθαρμένο» πρόσωπο που θα διαπραγματευτεί το επόμενο Μνημόνιο και θα δεχτεί να πάρει την καυτή πατάτα των μέτρων στα χέρια του. Το σενάριο αυτό ενισχύουν διάφορες πληροφορίες ότι ο Πρωθυπουργός δέχεται εισηγήσεις ώστε τον Σεπτέμβριο να αναβαθμίσει τον Τσακαλώτο σε Αντιπρόεδρο της Κυβέρνησης, αναγνωρίζοντας το έργο και την εσωκομματική ισχύ του…
Ο ίδιος ο Τσακαλώτος φέρεται να είναι επίσης εκείνος ο οποίος έχει σπείρει το «ζιζάνιο» περί εξοβελισμού του ΔΝΤ από το ελληνικό πρόγραμμα αμέσως μετά τις γερμανικές εκλογές, ως αφήγημα το οποίο ήδη αξιοποιεί η κυβέρνηση και θα χρησιμοποιήσει ακόμη πιο έντονα στο πλαίσιο της τρίτης αξιολόγησης.
Θέση του υπουργού Οικονομικών μετά το φιάσκο του αιτήματος της κυβέρνησης να ρυθμιστεί στη δεύτερη αξιολόγηση το θέμα του χρέους, είναι πως το ΔΝΤ οφείλει είτε να ξεκαθαρίσει μέχρι τον Δεκέμβριο του 2017 τη θέση του για το ελληνικό πρόγραμμα. Και είτε να συμμετάσχει χρηματοδοτικά αναγνωρίζοντας τη βιωσιμότητα του χρέους, είτε να αποχωρήσει πλήρως «πουλώντας» τα ανεξόφλητα δάνεια του στον ESM (περί τα 13 δις. ευώ) ώστε να συμπεριληφθούν ν στην επικείμενη αναδιάρθρωση.
Η ανησυχία που διατυπώνει ο υπουργός Οικονομικών είναι διπλή: αφενός ότι το ΔΝΤ δεν πρόκειται να επιμείνει στη διαφωνία του με την Ε.Ε ως προς την ανάγκη άμεσης αναδιάρθρωσης του ελληνικού χρέους με τη λήξη του μνημονίου το 2018, και δεύτερον εδράζεται στην πεποίθηση του ότι το Ταμείο, ακόμη και αν δεν εγείρει απαιτήσεις πρόσθετων δημοσιονομικών μέτρων στην προσεχή αξιολόγηση, θα επιμείνει σε κάθε περίπτωση στην ταυτόχρονη περικοπή συντάξεων και αφορολόγητου ορίου από 1.1.2018 και στην μετάθεση εφαρμογής των «αντίμετρων» μετά το 2022, ώστε να βεβαιωθεί ότι η Ελλάδα θα πετύχει τον στόχο των πρωτογενών πλεονασμάτων 3,5% του ΑΕΠ.
Το να ξεκινήσει η επόμενη χρονιά, με τον ΣΥΡΙΖΑ να είναι εκείνος που τελικά όχι μόνο ψήφιςε φέτος αλλά θα εφαρμόσει και τα μέτρα μείωσης των συντάξεων και του αφορολόγητου ορίου, πριν ακόμη ληφθούν οι αποφάσεις για το τι θα συμβεί με το «τέλος» του μνημονίου, θα αποτελέσει σοβαρό πολιτικό πλήγμα για τη σημερινή κυβέρνηση. Το Μαξίμου θα δει την προσπάθειά του να μεταθέσει στους «επόμενους» το άγος των δύσκολων μέτρων για το αφορολόγητο όριο των μεσαίων και φτωχότερων εισοδηματικά στρωμάτων, να καταρρέει, τα «παραμύθια» περί αντίμετρων να διαψεύδονται παταγωδώς, και εν τέλει θα δρομολογήσει νομοτελειακά τη συντριβή της εκλογικής επιρροής της κυβέρνησης πολύ κάτω από τον στόχο του 15% που έχουν θέσει οι κομματικοί επιτελείς του ΣΥΡΙΖΑ.
Στο οικονομικό επιτελείο της κυβέρνηση, πάντως, θεωρούν πως έχουν περιθώρια να συμβάλουν ώστε να περισώσουν την εκλογική επιρροή του ΣΥΡΙΖΑ από την κατάρρευση. Σε αντίθεση με άλλα πρωτοκλασάτα στελέχη της κυβέρνησης που εισηγούνται στον Πρωθυπουργό να πάει η κυβέρνηση σε μια μόνο μεγάλη αξιολόγηση μέχρι τον Αύγουστο του 2018 και να διεκδικήσει ένα μεγάλο ποσό 10-15 δισ. ευρώ από το δάνειο του ESM στο τέλος του προγράμματος, η εισήγηση όπως μεταφέρεται από το περιβάλλον Τσακαλώτου είναι να επιχειρήσει η κυβέρνηση να κλείσει τρεις ακόμη αξιολογήσεις. Αυτός ο «οδικός χάρτης», πάντως, των τριών αξιολογήσεων, σύμφωνα με το περιβάλλον του υπουργού Οικονομικών θα επιτρέψει στον ΟΔΔΗΧ να υλοποιήσει τουλάχιστον άλλες δύο ή τρεις «εξόδους» στις αγορές μετά από κάθε αξιολόγηση μέσα στο 2018 για να αντλήσει μικροποσά βελτιώνοντας την καμπύλη των επιτοκίων και δημιουργώντας την αίσθηση πως η Ελλάδα ανακτά την πρόσβασή της στις αγορές.
Ο πρώτος και σημαντικότερος σταθμός είναι η εκπλήρωση 90 από τα 113 προαπαιτούμενα, ως το τέλος του χρόνου στο πλαίσιο της τρίτης αξιολόγησης. Οι πρώτες επαφές για την εκκίνηση της 3ης αξιολόγησης αναμένεται ότι θα γίνουν στο τέλος Αυγούστου με αρχές Σεπτεμβρίου, για τον καθορισμό του χρονοδιαγράμματος το πέρας του οποίου είναι άμεσα συνυφασμένο με τις γερμανικές εκλογές και τον σχηματισμό κυβέρνησης στο Βερολίνο. Με λίγα λόγια οι προβλέψεις είναι ότι στην καλύτερη περίπτωση θα μπορούσε να ολοκληρωθεί τον Δεκέμβριο του 2017 ή στους πρώτους μήνες του 2018, και αυτό αν η κυβέρνηση αποφασίσει να μην παρατείνει τις διαπραγματεύσεις περισσότερο. Η σημαντικότερη πρόσκληση που θα αντιμετωπίσει η κυβέρνηση, σύμφωνα με στελέχη του οικονομικού επιτελείου είναι οι περικοπές κοινωνικών επιδομάτων και η σχεδόν βέβαιη πλέον απόφαση εφαρμογής των μέτρων για τις συντάξεις και το αφορολόγητο από το 2018. Θεωρείται ωστόσο δεδομένο πως η τρίτη αξιολόγηση θα γίνει η κερκόπορτα για το επόμενο μνημόνιο, με όσες οικονομικές και πολιτικές εξελίξεις μπορεί να συνεπάγεται αυτή η διαπραγμάτευση…
Φωτογραφία: Sooc