Του Γιάννη Σιδέρη
Ποτέ στην Ελλάδα δεν υπήρξε απόλυτη προσήλωση στο πνεύμα των θεσμών. Οι κυβερνητικές αποφάσεις, σε επί μέρους θέματα ακροζυγιάζονταν στα όρια της θεσμικής ανοχής, έχοντας ως δικαιολογητική ασπίδα το γράμμα του νόμου.
Κάτι τέτοιο έγινε, για παράδειγμα, με τα χρωματιστά ψηφοδέλτια του Αντρέα για την εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας, και με τον εκλογικό νόμο Κουτσόγιωργα, ο οποίος το 1990 δεν επέτρεψε στον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη με ποσοστό 46,88% να σχηματίσει αυτοδύναμη κυβέρνηση!
Η αλτέρα παρς του τότε δικομματισμού, η ΝΔ με υπουργό Εσωτερικών τον νυν Πρόεδρο της Δημοκρατίας, τροποποίησε τον αναλογικότερο νόμο Σκανδαλίδη του 2004, παραχωρώντας 50 επί πλέον έδρες στο πρώτο κόμμα. Ωστόσο επειδή υπήρχε υποψία ενδεχόμενης προεκλογικής συνεργασίας του ΠΑΣΟΚ με τον ΣΥΡΙΖΑ, επιδόθηκε σε μια θεσμική αλχημεία.
Η παραχώρηση των 50 εδρών που θα δινόταν σε συνασπισμό συνεργαζόμενων κομμάτων για σχηματισμό αυτοδύναμης κυβέρνησης, θα ήταν δυνατή μόνο αν ο μέσος όρος της δύναμης των κομμάτων που τον απαρτίζουν ήταν μεγαλύτερος από τη δύναμη του αυτοτελούς κόμματος που συγκέντρωσε τον μεγαλύτερο αριθμό ψήφων! (αν ζούσε ο Κουτσόγιωργας θα ζήλευε τον Μακιαβελισμό)!
Όμως αυτές οι ακροβασίες έγιναν από δυο κόμματα, και σε μια μεγάλη περίοδο που διήρκησε 35 χρόνια. Το γεγονός ότι μνημονεύονται ακόμη, οφείλεται ακριβώς στην σπανιότητά τους.
Όλα τα κόμματα, συμπεριλαμβανομένου του ΚΚΕ και του Συνασπισμού, σεβάστηκαν εν πολλοίς τους θεσμούς της μεταπολιτευτικής αστικής Δημοκρατίας, όπως και τη διάκριση των εξουσιών και το κράτος Δικαίου.
Ώσπου ήρθε ο ΣΥΡΙΖΑ του κ. Τσίπρα, ο οποίος δεν άφησε θεσμό αλώβητο. Από την αμφισβήτηση των εκλεγμένων δημοκρατικά κυβερνήσεων «Η χούντα δεν τελείωσε το 73», τη βιομηχανία Πράξεων Νομοθετικού Περιεχομένου (ξεπέρασε σε αριθμό τους προηγούμενους που κατηγορούσε), τη γελοιοποίηση του θεσμού του δημοψηφίσματος (κάνοντας το «όχι», «ναι»), μέχρι τη διαδικασία αλλαγής του Συντάγματος, που την ευτέλισε βγάζοντάς την βόλτα στις ρούγες της επικράτειας. Αυτά βέβαια χωρίς να πλήττει το γράμμα των θεσμών. Το πνεύμα τους αλλοίωνε.
Όπως εξακολουθεί να το αλλοιώνει με την τρέχουσα κυβερνητική δραστηριότητα. Είναι εκτός πνεύματος νόμου π.χ. οι περαιτέρω προσλήψεις που νομοθετεί κατ' εξαίρεση της αναστολής που ισχύει από το 2010. Δεν εστιάζουμε στις προσλήψεις, αλλά στο γεγονός ότι αυτές νομοθετούνται σε προεκλογική περίοδο.
Είναι εκτός πνεύματος νόμου η χαλάρωση των προϋποθέσεων για χορήγηση ιθαγένειας σε προεκλογική περίοδο, για να δημιουργήσει εύκολους (ευγνώμονες) αυριανούς ψηφοφόρους. Η απόδοση ιθαγένειας σε κάθε ευνομούμενο κράτος διέπεται από προϋποθέσεις που δεν έχουν ορισθεί τυχαία.
Δημιουργεί καχυποψία επίσης η διάταξη για τη δημιουργία προεκλογικού παρατηρητηρίου, ή επισήμως «Επιτροπής για την Ορθή Χρήση του Διαδικτύου». Η επιτροπή θα παρακολουθεί τη χρήση του διαδικτύου στις εκλογικές διαδικασίες εθνικής εμβέλειας και θα εισηγείται προς τους αρμόδιους υπουργούς την υιοθέτηση κανονιστικών ρυθμίσεων για: Πρόληψη των fake news, του σεβασμού των προσωπικών δεδομένων των πολιτών (όπως το πρωτοσέλιδο της Αυγής με τα προσωπικά δεδομένα δικαστή, υποθέτουμε), της διαφάνειας στη χρήση του διαδικτύου για την προεκλογική προβολή πολιτικών κομμάτων και υποψηφίων.
Στην επιτροπή θα συμμετέχει μεν εκπρόσωπος της ανεξάρτητης αρχής για την προστασία προσωπικών δεδομένων, αλλά ως εκεί. Το γεγονός ότι θα συγκροτηθεί τέτοια κυβερνητική επιτροπή προεκλογικά - και εξαιτίας των εκλογών - δικαιολογεί κάθε καχυποψία.
Άλλωστε συνειρμικά συνδέεται με τις πρόσφατε δηλώσεις της υπουργού Προστασίας του Πολίτη κας Γεροβασίλη. Δεν τις εννοούμε έτσι όπως παραφράστηκαν, ότι όποιος καταφέρεται κατά της κυβέρνησης στο διαδίκτυο ελέγχεται, αλλά το γεγονός ότι οι προληπτικές προσαγωγές έγιναν μετά από παρακολουθήσεις πολιτών στο διαδίκτυο.
Δεν είναι λειτουργικό να δυσανασχετούμε για την παρακολούθηση, με την έννοια ότι θα ήταν αφελές κάτι τέτοιο στην εποχή του μεγάλου διαδικτυακού αδερφού. Ενήλικες είναι όσοι γράφουν στο διαδίκτυο, έχουν - πρέπει να έχουν - επίγνωση ότι βρίσκονται υπό την θέαση των πάντων, πόσο μάλλον των εντεταλμένων κρατικών και κομματικών υπαλλήλων.
Αναφερόμαστε στο γεγονός ότι οι ελεύθερες διαμαρτυρίες πολιτών και το κάλεσμά τους σε συγκέντρωση διαμαρτυρίας, ακυρώνονται δια της προληπτικής προσαγωγής, πριν καν αυτοί συγκεντρωθούν, και - κυρίως - πριν καν προβούν σε έκνομες ενέργειες. Μια νόμιμη εκδήλωση πολιτών, καταστέλλεται πριν εκδηλωθεί!
Κατά την υπουργό η προληπτική προσαγωγή είναι θεμιτό μέσο σε περίπτωση που ενδείκνυται για να προλάβεις τα χειρότερα. Θεωρητικά η συγκεκριμένη άποψη μπορεί να τύχει αντικείμενο συζήτησης, προβληματισμού, ενστάσεων και προτάσεων από ειδικούς. Εμπράκτως καταδεικνύει δύο πτυχές: Αφενός τη διάθεση της κυβέρνησης για εκκόλαψη αστυνομικού κράτους. Αφετέρου την - και εκφυλιστική - έμπρακτη εφαρμογή, να προσάγονται πολίτες και παιδιά επειδή θα ενοχλούσαν ηχητικώς με διαμαρτυρίες την ομιλία του κ. Κουβέλη, του κ. Τσακαλώτου, του κ. Τζανακόπουλου, ή ακόμη και του Πρωθυπουργού στο «Παλαι ντε Σπορ».
Και δεν σκέπτονται καν οι τωρινοί εξουσιαστές ότι δημιουργούν έναν Φρανκενστάιν που μετά τις εκλογές θα μπορούσε να λειτουργήσει εναντίον τους, αν η επόμενη κυβέρνηση εθέλγετο από την δική τους αστυνομοκρατική λογική. Το δικαίωμα ήδη το έδωσαν, έγινε κεκτημένο!
Δεν σκέπτονται καν τι θα είχε γίνει εάν υπήρχε ένα τέτοιο νομικό κατασκεύασμα στην εποχή των πλατειών. Οι μισοί τουλάχιστον από αυτούς, θα ξημεροβραδιάζονταν στα αστυνομικά τμήματα, προσαγόμενοι προληπτικώς, επί μήνες. Δεν θα προλάβαιναν να συμμετάσχουν στην παραμικρή διαδήλωση.