Οι πρόσφατες δηλώσεις του διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδας σχετικά με το μέγεθος της φοροδιαφυγής λειτούργησαν, γενικότερα, σαν ένα σήμα αφύπνισης. Όταν ο Γιάννης Στουρνάρας, με το κύρος της θέσης του αλλά και την προνομιακή εποπτεία της ελληνικής οικονομίας, αναφέρθηκε σε 60 δισ. ευρώ διαφεύγοντες φόρους κατ' έτος στη χώρα μας, οποιοσδήποτε έτεινε να εφησυχάζει θα πρέπει να βρέθηκε σε πολύ άβολη θέση.
Διότι παρά την εμφανέστατη, ουσιαστική και πανθομολογούμενη πρόοδο που έχει επιτευχθεί, ιδιαίτερα την προηγούμενη τετραετία χάρη σε μια δέσμη κρίσιμων παρεμβάσεων τις οποίες επιχείρησε η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας στη λειτουργία της εθνικής οικονομίας, το πρόβλημα της φοροδιαφυγής παραμένει μεγάλο και ακανθώδες.
Δικαιολογημένα, λοιπόν, αφ' ότου ο κεντρικός τραπεζίτης της χώρας, ο κ. Στουρνάρας χαρακτήρισε την Ελλάδα σαν «πρωταθλήτρια στη φοροδιαφυγή», η σχετική συζήτηση αναζωπυρώθηκε για ακόμη μία φορά στη δημόσια σφαίρα. Και όχι μόνο σαν επιμέρους ενότητα στον προεκλογικό... διαγωνισμό μεταξύ ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ για το ποιος θα επιβάλλει περισσότερους φόρους στις παραγωγικές τάξεις - εάν και εφόσον αναλάμβανε ποτέ την εξουσία.
Η φοροδιαφυγή παραμένει, διαχρονικά, ένα πολύ σοβαρό και σύνθετο ζήτημα. Στην Ελλάδα έχουμε δει, έχουμε ακούσει και έχουμε δοκιμάσει κατά καιρούς πολλά μέτρα. Πέρα από την ουσιαστική αποτελεσματικότητά τους, τουλάχιστον σήμερα έχουμε φτάσει σε ένα σημείο όπου, αν μη τι άλλο, το πρόβλημα της φοροδιαφυγής δεν αναλύεται με όρους αφηρημένους και «μεταφυσικούς», όπως είχαμε συνηθίσει τις προηγούμενες δεκαετίες.
Ήταν κάτι σαν ελληνική παράδοση, να θεωρούμε την πάταξη της φοροδιαφυγής κάτι σαν την αλχημιστική φιλοσοφική λίθο, ένα μέγεθος μαγικό στο πλαίσιο του κρατικού προϋπολογισμού. Το οποίο μεγάλωνε ή μίκραινε όσο χρειαζόταν αναλόγως του τι χρειαζόταν η εκάστοτε κυβέρνηση προκειμένου να παρουσιάσει έναν ισοσκελισμένο προϋπολογισμό. Και όλοι έχουμε πείρα - πικρή και οδυνηρή μάλιστα - από τις συνέπειες αυτής της «δημιουργικής» λογιστικής, ειδικά σε σχέση με τη φοροδιαφυγή.
Από την άλλη, σήμερα έχουμε προχωρήσει πολύ, με τα πιο θεαματικά αποτελέσματα προς τη θετική κατεύθυνση να έχουν επιτευχθεί στη διάρκεια της τελευταίας τετραετίας. Αυτό, φυσικά, δεν ήταν επ' ουδενί τυχαίο. Ο περιορισμός της φοροδιαφυγής στην Ελλάδα συνδέεται, κατ' αρχάς, με την εξάπλωση των ηλεκτρονικών συναλλαγών, ένα έργο που πιστώνεται κατεξοχήν η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη.
Η εκρηκτική αύξηση των ηλεκτρονικών συναλλαγών αποτυπώνεται μέσω της εντυπωσιακής ανόδου, κατά 16%, του συνολικού αριθμού συναλλαγών με κάρτες πληρωμών ανάμεσα στο 2021 και το 2022. Αντίστοιχα, κατά 17% αυξήθηκε το σύνολο των συναλλαγών με χρεωστικές κάρτες
Επίσης, κομβικό ρόλο στον περιορισμό της φοροδιαφυγής διαδραμάτισε η επιμονή της πολιτείας να καθιερώσει τη χρήση ηλεκτρονικών τερματικών για τη χρέωση προϊόντων και υπηρεσιών, τα πασίγνωστα πλέον POS. Η διάδοσή τους είχε ως άμεσο αποτέλεσμα να αυξηθεί το ποσοστό των φόρων που οφείλουν να πληρώνουν οι ελεύθεροι επαγγελματίες.
Βέβαια, στο συγκεκριμένο τομέα χρειάζεται ακόμη πολλή δουλειά και ο δρόμος του εξορθολογισμού είναι μακρύς, εφόσον πάνω από το 70% των ελευθέρων επαγγελματιών και αυτοαπασχολούμενων φροντίζουν να δηλώνουν ετήσιο εισόδημα έως 10.000€, ώστε να επωφελούνται από τη φορολόγηση με το χαμηλό συντελεστή του 9%. Ενώ έχει διαπιστωθεί ότι οι επαγγελματικές ομάδες που βρίσκονται στην κορυφή της λίστας της φοροδιαφυγής, είναι οι ίδιες που εμφανίζουν έντονη απροθυμία να υιοθετήσουν τη χρήση POS.
Έστω κι έτσι, όμως, η κυβέρνηση Μητσοτάκη προχώρησε σε μεγάλη μείωση των φορολογικών συντελεστών, αποδυναμώνοντας αυτομάτως το κίνητρο για φοροδιαφυγή. Η πρόοδος είναι φανερή και σημαντική, επιβεβαιώνεται, δε, από την τελευταία έκθεση της Κομισιόν σχετικά με τη μείωση του ελλείμματος ως προς την είσπραξη του ΦΠΑ. Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΕ, η Ελλάδα παρουσιάζει μείωση της φοροδιαφυγής στο ΦΠΑ κατά 15,8% ανάμεσα στο 2019 και το 2020, παρά τη δυσμένεια των συνθηκών στο οικονομικό περιβάλλον, λόγω της πανδημίας.
Προσωπικά πιστεύω ότι το ζήτημα της φοροδιαφυγής δεν μπορεί να επιλυθεί με απλοϊκό και μονοδιάστατο τρόπο. Πρόκειται για πρόβλημα πολυπαραγοντικό και, συνεπώς, η αποτελεσματική αντιμετώπισή του απαιτεί ένα πλέγμα μέτρων.
Σε μια απόπειρα να συμβάλω εποικοδομητικά στη ζύμωση μέτρων για τη θεραπεία του προβλήματος της φοροδιαφυγής, επισημαίνω τα εξής:
- Συνέχιση του μετασχηματισμού και ενίσχυσης της ΑΑΔΕ, προς την κατεύθυνση που ήδη έχει πάρει, με την πρόσφατη δημιουργία των νέων ελεγκτικών κέντρων (ΕΛΚΕ), ως σημαντικό κρίκο στην αλυσίδα των επικείμενων μεταρρυθμίσεων.
- Ενίσχυση των ηλεκτρονικών συναλλαγών, τόσο από την πλευρά των υποχρεώσεων για αποδοχή καρτών, όσο και από την πλευρά των κινήτρων.
- Διασύνδεση των POS και των ταμειακών μηχανών και, οπωσδήποτε, διασταύρωση των στοιχείων των συναλλαγών ανάμεσα σε κάρτες και αποδείξεις.
- Απλοποίηση του πλαισίου της πραγματικής οικονομίας, με την κατάργηση περιττών υποχρεώσεων και γραφειοκρατικών διαδικασιών, έτσι ώστε επιχειρήσεις και λογιστές να επικεντρώνονται στην ουσία της συνεπούς απόδοσης φόρων.
- Μείωση συντελεστών φορολογίας, εφόσον το επίπεδο της φορολόγησης παρέχει ισχυρά κίνητρα εναντίον της φοροδιαφυγής.
- Κίνητρα για τον μετασχηματισμό της οικονομίας σε μορφές που δεν ευνοούν τη φοροδιαφυγή (πχ το leasing αυτοκινήτων ή η μικτή ασφάλιση εξαφανίζουν τη δυνατότητα των συνεργείων αυτοκινήτων να φοροδιαφεύγουν).
Δεν υπάρχει αμφιβολία πως οι λογιστές πρέπει να αποτελέσουν σύμμαχο του δημοσίου, στη μάχη που δίνει καθημερινά η ΑΑΔΕ. Ως εκ τούτου, όπου είναι αναγκαίες παρεμβάσεις στο νόμο περί «δέουσας επιμέλειας», δεν πρέπει να αποκλειστούν, αρκεί να μην αποστούμε από τον γενικότερο και τελικό στόχο μας.
Κάνοντας μια πρόχειρη αναδρομή στην πορεία της εθνικής οικονομίας, διαπιστώνουμε ότι κατά την προηγούμενη τετραετία η μείωση της φορολογίας αποτέλεσε έναν από τους κύριους μοχλούς της αναπτυξιακής στροφής που δόθηκε από την κυβέρνηση της ΝΔ στην εθνική οικονομία της Ελλάδας. Η εύθραυστη ισορροπία μεταξύ των κινήτρων που προσελκύουν επενδύσεις αφ' ενός, και της δημοσιονομικής ισορροπίας αφ' ετέρου, δεν πρέπει να διαταραχθεί από σπασμωδικές, ανορθολογικές, ιδεολογικά φορτισμένες προτάσεις περί αύξησης της φορολογίας των μερισμάτων ή άλλων φόρων όπως αυτές που ακούστηκαν από τη αντιπολίτευση πρόσφατα.
Από την άλλη πλευρά, τα περιθώρια μείωσης της φορολογίας δεν είναι δυνατόν να χρηματοδοτηθούν μόνο από τη συνέχιση της υπεραπόδοσης της οικονομίας. Δεδομένου, βεβαίως, ότι αυτή την υπεραπόδοση δεν μπορεί να την εγγυηθεί καμία πολιτική δύναμη, πλην της Νέας Δημοκρατίας.
Εν κατακλείδι, η συνέχιση στο δρόμο των φορολογικών ελαφρύνσεων, όπως έχουμε υποσχεθεί και δεσμευτεί με το Πρόγραμμα Διακυβέρνησης 2023-2027 της παράταξής μας, περνά υποχρεωτικά και από την επιτυχία μας στη μάχη που θα δώσουμε κατά της φοροδιαφυγής.
Το γεγονός αυτό, άλλωστε, καταδεικνύει το μέγεθος της σημασίας που αποδίδουμε εμείς, ως Νέα Δημοκρατία, σε αυτή την κρίσιμη για την οικονομία της πατρίδας μας, μάχη.
*Ο Χάρης Θεοχάρης είναι υποψήφιος βουλευτής Β3 Νοτίου Τομέα Αθηνών με την Νέα Δημοκρατία και Γραμματέας Προγράμματος της ΝΔ.