Ελευθέριος Βενιζέλος: Μνημόσυνο και εθνική πνευματική ενηλικίωση

Ελευθέριος Βενιζέλος: Μνημόσυνο και εθνική πνευματική ενηλικίωση

18 Μαρτίου 1936. Σαν σήμερα, μέρα προς μέρα. Έπαψε να αναπνέει η πιο φλογώδης, η πιο εκρηκτική, υπό μια έννοια η πιο συναρπαστική προσωπικότητα που γέννησε η δημόσια ζωή αυτής της χώρας. Έπαψε να σκέπτεται ο πιο ανήσυχος νους που «τεχνούργησε πολιτικά» σε αυτόν τον τόπο. Έπαψε να «βρυχάται» η πιο βροντώδης φωνή που ακούστηκε στο ελληνικό κοινοβούλιο.

Έπαψε να υπάρχει το -για έναν εκ των συγχρόνων του, ο οποίος κάποια στιγμή διετέλεσε και υπουργός του- «ιερόν σκεύος της θείας πρόνοιας προς εκπλήρωσιν των εθνικών πόθων», ο κατά τον Λόυντ Τζορτζ «μέγιστος Έλληνας δημόσιος άνδρας από την εποχή του Περικλέους», ο «νυμφίος της Ελλάδος» κατά τον -συνεργάτη του- Εμμανουήλ Ρέπουλη, ο κατά τον πρόεδρο Ουίλσον «σημαντικότερος εκ των εκπροσώπων των νικητριών χωρών στο συνέδριο της ειρήνης».

Ωστόσο…

Αυτός ο πολιτικός τιτάνας, όπως έγραψε ο φανατικός εχθρός και αντίπαλός του Γεώργιος Βλάχος, «δεν εύρε δύο μέτρα γης ελληνικής δια να στήση την επιθανάτιον κλίνην του. Διατί;»

Απάντηση στο «διατί» αυτό προσπάθησα να δώσω στο πρόσφατο έργο μου Ο Ελευθέριος Βενιζέλος ως πλαστουργός Ιστορίας. Ένα έργο το οποίο πολλοί, συχνά αλλά όχι πάντα αδαείς -κυρίως εκ των έως σήμερα άνευ αντιλόγου υμνητών του ανθρώπινου ηφαίστειου που αποτελούσε ο Κρητικός ηγέτης- θεώρησαν ως κατεδαφιστικό για την υστεροφημία του. Τουλάχιστον ως ανευλαβές.

Νομίζω πως δεν είναι έτσι. Είμαι πολύ λίγος και για να σκεφτώ ακόμη και απόπειρα κατεδάφισης του ανθρώπου ο οποίος δια της διορατικότητας, των εύτολμων πρωτοβουλιών του και των μοναδικών ταλέντων του, διπλωματικών και λοιπών, διπλασίασε την πατρίδα του («προκειμένου να καταστήση την διάλυσίν της διπλήν, δια της διαδηλώσεως των ελαττωμάτων του», σύμφωνα προς γραφίδα εχθρική προς αυτόν).

Το ταπεινό έργο μου δεν στρέφεται κατά του Βενιζέλου, του οποίου αναγνωρίζω και προβάλλω τα θετικά στοιχεία, τις επιβεβαιωθείσες ενοράσεις, τις δικαιωθείσες πολιτικές προτάσεις (π.χ. το δια πυρός και σιδήρου, έστω, αγκυροβόλημα της χώρας στη Δύση), τις υπερβάσεις και τις εξάρσεις… Χωρίς, φυσικά, να παρασιωπώ τις θεσμικές εκτροπές, τις διωκτικές των αλλόγνωμων τακτικές, τις αναιρετικές της δικαιοκρατίας πρακτικές, τη συχνά άμετρη βουλησιαρχία, την πανθομολογούμενη φιλαρχία, τη σκληρότητα, τον όχι πάντα έμφρονα διεθνοπολιτικό ακτιβισμό. Στρέφεται κατά των στρεβλώσεων της ιστορίας και της δημιουργίας ψευδούς ιστορικής συνείδησης. Με άλλα λόγια…

Με στόχο να δοθεί ένα πορτρέτο του μεγάλου άνδρα βασιζόμενο στις αρχές της ιστορικής ευθυδικίας, το έργο μου στρέφεται πρωτίστως κατά της βενιζελόφιλης βιβλιογραφίας. Όχι όμως όλης, αλλά μόνο της άκριτα υμνητικής, που δεν διστάζει και γεγονότα να παραποιεί, να συσκοτίζει ή να εξωραΐζει, αγνοώντας κάθε ίχνος κριτικής προς τον Κρητικό πολιτικό και συμβάλλοντας επομένως έτσι στην πνευματική καθήλωση των Ελλήνων. Ειδικότερα…

Υπάρχει ασφαλώς έντιμη, σοβαρή και τεκμηριωμένη, άρα απόλυτα σεβαστή βενιζελόφιλη ιστοριογραφία. Π.χ. μπορεί κανείς να μη συμφωνεί πάντα με την οπτική γωνία υπό την οποία ασκεί σε πολλά σημεία και για πολλά θέματα κριτική στον Εθνάρχη ο φιλοβενιζελικός Πετσάλης-Διομήδης, ωστόσο δεν μπορεί να μην αναγνωρίσει εντιμότητα και συνοχή στην όλη προσέγγιση που χαρακτηρίζει το μεγάλο έργο του συγκεκριμένου συγγραφέα. Γιατί και κριτικές τοποθετήσεις κάνει και τον απόλυτο εξωραϊσμό αποφεύγει, παρά την ιστορική δικαίωση που παρέχει στον Χανιώτη πολιτικό.

Μπορεί επίσης κάποιος να διαπιστώνει την επιείκεια με την οποία προσεγγίζει ορισμένες «σκιερές» πτυχές του έργου του Κρητικού ηγέτη ο Δαφνής, ωστόσο είναι προφανές πως και αυτός δεν συγκαλύπτει σχεδόν τίποτε από τα αρνητικά του (έστω και αν δεν κατατάσσει σε αυτά, αλλά στα θετικά, το «Ιδιώνυμο»). Ανάλογα μπορεί να λεχθούν και για τον Μαυρογορδάτο, ο οποίος επίσης και ατοπήματα δεν συγκαλύπτει και αρκετά αναμφίλεκτα αρνητικά του καταλογίζει. (Αδικεί ωστόσο, θεωρώ, το συγγραφικό έργο του -όχι λόγω άμετρων υμνωδιών προς τον Βενιζέλο, αλλά, κυρίως- λόγω της ακραίας εμπάθειας για τον Κωνσταντίνο). Μονοδιάστατα αντικωνσταντινική, ομοίως -βασιζόμενη όμως σε σοβαρά ερευνητικά ευρήματα- είναι η τοποθέτηση και του Γιώργου Λεονταρίτη, ο οποίος βάζει βαθιά όσο ελάχιστοι το νυστέρι της κριτικής σε πράξεις, στη λογική και την -πάντα «αυτοδικαιωτική»- ρητορική του Βενιζέλου. Αλλά…

Απέναντι στην έντιμη και ποιοτική αυτή βενιζελόφιλη ιστοριογραφία… Υπάρχουν εκείνοι που φτάνουν στις ακραίες υμνωδίες: «Αλάθευτον»(!!!) τον χαρακτηρίζει ο Βεντήρης (που έγραψε χρηματοδοτούμενος από βενιζελικούς κύκλους και εν πολλοίς διαμόρφωσε την αγιογραφική προσέγγιση του Κρητός).

Έτεροι παραποιούν βάναυσα τα γεγονότα: Κατά τον Βακά το καλοκαίρι του 1917 ο εκ νέου πρωθυπουργός κήρυξε τον πόλεμο και κατά της …Τουρκίας… Άλλοι προσφεύγουν στη «δημιουργική ασάφεια» για να εξωραΐσουν την εικόνα του: Τη θηριωδία της Απειράνθου, την οποία με εντιμότητα ο Μαυρογορδάτος χαρακτηρίζει «μαζική σφαγή αμάχων» (χωρίς ωστόσο και αυτός να μνημονεύει το τηλεγράφημα του Εθνάρχη προς τον στρατιωτικό επικεφαλής του εγχειρήματος «μη φεισθήτε ουδενός») ο Παπαδάκης-Παπαδής, πρόεδρος του Ιδρύματος Ερευνών για τον Βενιζέλο, την περιγράφει(;) με μια όλως λιτή διατύπωση του τύπου, κατά την κατάληψη της Νάξου υπήρξαν συγκρούσεις και νεκροί… Ενώ ουδείς αναφέρεται στις απίστευτες τερατωδίες, στη Χαλκιδική το καλοκαίρι του 1916, του Κονδύλη, τον οποίο ουδέποτε αποδοκίμασε ο Βενιζέλος.

Συμπέρασμα: Ο πολιτικός τιτάνας που εγκατέλειψε τα εγκόσμια σαν σήμερα ούτε κινδυνεύει από κατεδαφιστές (υπήρξαν τόσο σημαντικά πολλά πεπραγμένα του, ώστε να απειλούνται από οιονδήποτε) ούτε χρειάζεται αγιογραφίες που καταρρέουν υπό το βάρος των γεγονότων και καταφανών ατοπημάτων του. Ο ελληνικός λαός είναι που χρειάζεται έντιμη ιστοριογραφία, τέτοια που δεν εμποδίζει την ιστορική του αυτογνωσία και την έντιμη ματιά επί του ιστορικού του παρελθόντος, κάτι που αποτελεί προϋπόθεση και για την πνευματική του ενηλικίωση…

ΥΓ: Το έργο του Θανάση Διαμαντόπουλου, "Ο ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΣ ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ ΩΣ ΠΛΑΣΤΟΥΡΓΟΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ" θα παρουσιαστεί στις 2 Απριλίου, ημέρα Τετάρτη, ώρα 8.30μμ, στο Public Συντάγματος από τους καθηγητές Ευάγγελο Βενιζέλο, Παναγιώτη Δουδωνή, Δημήτρη Καιρίδη και Πάνο Λαζαράτο.