Για μία περίεργη, άξια σχολιασμού, διασταύρωση εξωτερικής και οικονομικής πολιτικής έκανε λόγο στην παρέμβασή του στο συνέδριο του Κύκλου Ιδεών «Η Ελλάδα Μετά ΙΙ», ο Ευάγγελός Βενιζέλος, σχολιάζοντας τις εξελίξεις στο ονοματολογικό.
Όπως ανέφερε ο πρώην πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ, από τη μία διεξάγεται η συζήτηση στις Κοινοβουλευτικές Επιτροπές για το κρίσιμο νομοσχέδιο, με το οποίο θα επιβληθούν νέα δημοσιονομικά μέτρα και θα εγκριθεί το Μεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα Δημοσιονομικής Στρατηγικής και παράλληλα λαμβάνουν χώρα κρίσιμες διαπραγματεύσεις που άπτονται της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής και της πολιτικής ασφάλειας και άμυνας της χώρας.
Στην ομιλία του, ο Ευ. Βενιζέλος αναφέρθηκε επίσης στις δηλώσεις που έκανε ο κυβερνητικός εταίρος, ο αρχηγός των Ανεξαρτήτων Ελλήνων και Υπουργός Εθνικής Άμυνας, «που χαριτολογώντας, κατά τη δική του αντίληψη, δήλωσε πως η συμφωνία είναι τόσο καλή που περιμένει να απορριφθεί από την άλλη πλευρά, ώστε να μη βρεθεί στη δύσκολη θέση να την καταψηφίσει».
Και συνέχισε «θέλω να του επισημάνω ότι ο πρωθυπουργός και η κυβέρνηση, συλλογικά, έχουν τη συνταγματική αρμοδιότητα να διαπραγματεύονται και να συνομολογούν συμβάσεις, όπως αυτή που κυοφορείται σε σχέση με το όνομα της γειτονικής μας χώρας, επειδή αυτό τους το διασφαλίζει, με τους βουλευτές του και με την ψήφο του, ο κ. Καμμένος και το κόμμα του. Άρα, οτιδήποτε προκύψει ως αποτέλεσμα από αυτήν τη διαπραγμάτευση τον αφορά, έχει πλήρη συμμετοχή και ευθύνη εις ολόκληρον για οτιδήποτε εμφανισθεί ως αποτέλεσμα, που ελπίζουμε να είναι ένα εθνικά επωφελές αποτέλεσμα. Αλλά πάντως δεν είναι άμοιρος αυτού που συμβαίνει και δεν έχει καμία δυνατότητα να εμφανίζεται ως αδιάφορος, δήθεν υπερπατριώτης, καλλιεργώντας αυτή την τεχνική της διπλής γλώσσας, όπου ο ενιαίος κυβερνητικός συνασπισμός μιλά με μία γλώσσα προοδευτική προς ένα ακροατήριο και με μία γλώσσα εθνικολαϊκιστική προς ένα άλλο ακροατήριο, γιατί αυτό δεν συνιστά ένδειξη σοβαρότητας για μία χώρα, μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που πρέπει να παίρνει πολύ σημαντικές πρωτοβουλίες σε όλα τα πεδία της εθνικής πολιτικής».
Σύμφωνα με τον κ. Βενιζέλο, αυτό που χρειάζεται είναι οι σύμβουλοι της κυβέρνησης να μελετήσουν για μία ακόμη φορά πολύ προσεχτικά τη Σύμβαση της Βιέννης για το Δίκαιο των Συνθηκών. «Γιατί σύμφωνα με τη Σύμβαση της Βιέννης για το Δίκαιο των Συνθηκών μπορεί να δεσμεύεται μία χώρα με μόνη την υπογραφή της, μπορεί να πρέπει να ανταλλαγούν έγγραφα, μπορεί να πρέπει να μεσολαβήσει επικύρωση, μπορεί να πρέπει να ανταλλαγούν τα επικυρωτικά έγγραφα. Υπάρχουν πολλοί τρόποι σε διαφορετικές στιγμές, για να αναληφθεί μία δέσμευση. Αλλά η δέσμευση αυτή αναλαμβάνεται από τη χώρα προτού επιληφθεί η Βουλή και είναι προφανές ότι η Βουλή των Ελλήνων θα επιληφθεί εκ των υστέρων και αφού θα έχουν συντελεστεί όλα τα καθοριστικά γεγονότα. Άρα, πρέπει να είμαστε απολύτως κατοχυρωμένοι και ασφαλείς και να έχουμε λάβει υπόψη μας και τα τρία πιθανά σενάρια: Το θετικό σενάριο της πλήρους ανταπόκρισης των Σκοπίων στις προβλέψεις μίας ορθής και ολοκληρωμένης συμφωνίας, το σενάριο της άρνησης συμμόρφωσης είτε επειδή υπάρχουν εσωτερικά προβλήματα είτε επειδή υπάρχει βούληση υπαναχώρησης. Και το ακόμη πιο δύσκολο σενάριο της μερικής εφαρμογής, του ατελούς σεβασμού που θα φέρει σε εξαιρετικά δύσκολη θέση τη Βουλή των Ελλήνων, η οποία θα πρέπει να κάνει σταθμίσεις χωρίς να μπορεί να παρέμβει σε ένα κείμενο, γιατί πια θα έχουν διαμορφωθεί καταστάσεις οι οποίες μπορεί, τυπικά, νομικά, να μπορούν να ανακοπούν, αλλά στις εντυπώσεις, στη διεθνή κοινή γνώμη θα έχει διαμορφωθεί ένα νέο momentum, το οποίο δεν είναι καθόλου βέβαιο πως θα είναι φιλικό για την Ελλάδα».
Τέλος, ο Ευ. Βενιζέλος επανέλαβε πως η χώρα χρειάζεται «μία ολοκληρωμένη τελική συμφωνία, η οποία να περιέχει όλα τα στοιχεία που ζητούμε και που συγκροτούν την εθνική μας γραμμή. Ένα σύνθετο όνομα με γεωγραφικό προσδιορισμό, που θα ισχύει ενιαίο αυτό, erga omnes για εσωτερική χρήση και εξωτερική χρήση, χωρίς παρεκκλίσεις. Επίσης, μία συμφωνία που θα προβλέπει την εξάλειψη, στο επίπεδο του Συντάγματος, της νομοθεσίας και της πρακτικής όλων των αλυτρωτικών στοιχείων. Μία συμφωνία η οποία θα είναι διεθνώς δεσμευτική και θα υιοθετηθεί και θα ενθαρρυνθεί από το Συμβούλιο Ασφαλείας, αλλά θα μετουσιωθεί εσωτερικά στην αναγκαία αναθεώρηση του Συντάγματος της γειτονικής μας χώρας .Και μία συμφωνία, βεβαίως, η οποία θα σέβεται την ιστορία και θα αποτρέπει την ιδεολογική χρήση της ιστορίας».