«Μια μεγάλη εκλογική ήττα μετατράπηκε αυτομάτως σε κρίση νομιμοποίησης» αναφέρει σε άρθρο του στα «ΝΕΑ» ο Ευάγγελος Βενιζέλος ασκώντας κριτική στις ενέργειες της κυβέρνησης μετά το εκλογικό αποτέλεσμα.
Επισήμανε ότι κινήθηκε «χωρίς αξιακούς, ηθικούς και θεσμικούς φραγμούς», επέστρεψε στις «αρχαϊκές μορφές πελατειακής συναλλαγής», ενώ σημείωσε στο θέμα της Δικαιοσύνης ότι επιδίωξε μια «οργανωμένη προσπάθεια αλλοίωσης θεμελιωδών θεσμών του πολιτεύματος».
Στο άρθρο του ο Ευάγγελος Βενιζέλος αρχικά σημειώνει ότι «τα αποτελέσματα των ευρωεκλογών ήταν μια σύγχρονη εκδοχή της παραβολής του βασιλιά που ήταν γυμνός, αλλά είχε πείσει τον εαυτό του και αρκετούς άλλους να αποδεχθούν τη μεγαλοπρέπεια των ανύπαρκτων ενδυμάτων του, έως ότου κάποιο παιδί φώναξε το προφανές. Μόνο που στη δική μας εκδοχή το παιδί είναι το ίδιο το εκλογικό σώμα».
«Η κυβέρνηση κατάφερε να εκπλαγεί επειδή προσπαθώντας να παραπλανήσει επικοινωνιακά τους άλλους απέκρυψε από τον εαυτό της την αλήθεια των εκλογικών συσχετισμών» πρόσθεσε και επισήμανε ότι η «μεγάλη εκλογική ήττα μετατράπηκε αυτομάτως σε κρίση νομιμοποίησης γιατί δεν καταγράφηκε μόνο η προφανής δυσαρμονία της κοινοβουλευτικής με την εκλογική πλειοψηφία, αλλά φάνηκε πόσο εύκολος είναι στη δημοκρατία ο αφοπλισμός όλων των μηχανισμών εξουσίας. Αποδείχθηκε ότι δεν υπήρχε κανένα κρυμμένο επικοινωνιακό τρικ, ούτε κανένα σχέδιο πολιτικής αντίδρασης».
Τονίζει πως ο ΣΥΡΙΖΑ «Θεώρησε ότι δικαιούται, επικαλούμενος το «ηθικό» πλεονέκτημα της Αριστεράς – κατά βάθος μια «μυστικιστικά» προνομιακή και άρα απολύτως αυθαίρετη σχέση με τους νόμους της Ιστορίας - να κινείται χωρίς αξιακούς, ηθικούς και θεσμικούς φραγμούς. Πίστεψε ότι μπορεί να διαχειρίζεται στο διηνεκές την εξουσία καλλιεργώντας τον διχασμό ανάμεσα στους «παλιούς και τους νέους», τις «ελίτ και τον απλό λαό», τους πολλούς και τους λίγους».
«Η νομή της ωμής εξουσίας αποτέλεσε εύκολα τον συνδετικό ιστό των τυχοδιωκτικών στοιχείων που αποφάσισαν να διέλθουν τη γέφυρα του πολιτικού ευτελισμού και να καταταχθούν στην ομάδα των ηλικιωμένων γενίτσαρων του καταρρέοντος καθεστώτος ΣΥΡΙΖΑ. Το «νέο» και το «αριστερό» στην πολιτική ταυτίστηκαν εντέλει με τις πιο απλοϊκές και αρχαϊκές μορφές πελατειακής συναλλαγής. Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα η απροκάλυπτη πρόσκληση μετατροπής των επιδοματικών παροχών σε ψηφοδέλτια του ΣΥΡΙΖΑ έτοιμα να πέσουν στην κάλπη», συμπλήρωσε.
Αναφερόμενος στη Δικαιοσύνη τόνισε ότι «Δεν υπήρχε για τους κυβερνώντες του ΣΥΡΙΖΑ και τους συνεταίρους τους ούτε διάκριση των εξουσιών, ούτε τεκμήριο αθωότητας, ούτε μυστικότητα της ποινικής προδικασίας. Ένιωθαν ότι δικαιούνται να μιλούν εκ μέρους της Δικαιοσύνης, να απειλούν, να προαναγγέλλουν, να μεθοδεύουν και εντέλει να σκευωρούν προσβάλλοντας τους δικονομικά εμπλεκόμενους δικαστικούς και ιδίως εισαγγελικούς λειτουργούς» και υπογράμμισε πως «η υπόθεση Novartis είναι η επιτομή αυτής της θεσμικά ανεπίγνωστης στάσης που συνιστά οργανωμένη προσπάθεια αλλοίωσης θεμελιωδών θεσμών του πολιτεύματος».
Σύμφωνα με τον κ. Βενιζέλο «η απόπειρα της κυβέρνησης να προβεί, μετά τη διάλυση της Βουλής, ενώ διαχειρίζεται απλώς τις τρέχουσες υποθέσεις, στην πλήρωση των κορυφαίων θέσεων της Δικαιοσύνης έξι μόλις ημέρες πριν τις εκλογές συνιστά ομολογία ότι για αυτή ο πιο κρίσιμος μοχλός εξουσίας είναι η Δικαιοσύνη» και καταλήγει μεταξύ άλλων: «τώρα το βάρος πέφτει στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας».