Με την οικονομία ως βασικό υπόβαθρο της πολιτικής της προτίθεται να πορευτεί η κυβέρνηση στα επόμενα δυόμιση χρόνια, έως το τέλος του δεύτερου τετραετούς της κύκλου, που ολοκληρώνεται το 2027. Έχοντας γίνει αντιληπτό ότι η θετική πορεία της οικονομίας, που καταγράφεται την τελευταία πενταετία, έως σήμερα δεν έχει την αντιστοίχιση, που το κυβερνητικό επιτελείο θα επιθυμούσε, στην κοινωνία και τους πολίτες, το βάρος πέφτει πλέον στην ενίσχυση των εισοδημάτων, μέσω δύο οδών: της περεταίρω μείωσης των φόρων, στοχευμένα και με επίκεντρο τη μεσαία τάξη και την αύξηση μισθών και συντάξεων, στο πλαίσιο του δυνατού.
Στη συνεδρίαση του υπουργικού συμβουλίου, αυτή η «αναντιστοιχία» υπογραμμίστηκε και από τον Κυριάκο Μητσοτάκη, ότι δηλαδή η αίσθηση που έχει ένα μεγάλο μέρος της κοινωνίας δεν είναι αυτή, που θα έπρεπε παρά το γεγονός ότι «οι μισθοί έχουν αυξηθεί και έχουμε ρεκόρ στη μείωση ανεργίας», όπως είπε χαρακτηριστικά, επισημαίνοντας ότι απαιτείται απόλυτη συναίσθηση αυτής της πραγματικότητας και επιμονή στην πολιτική που οδηγεί σε μειώσεις φόρων και δημιουργεί ακόμα περισσότερες θέσεις εργασίας.
«Αφετηρία» για την κυβερνητική πολιτική των επόμενων δύο ετών αποτελεί ο Προϋπολογισμός του 2025, που έχει ήδη λάβει την κοινοβουλευτική οδό. Ο ίδιος ο Κυριάκος Μητσοτάκης προσέδωσε σε αυτόν τον Προϋπολογισμό τον χαρακτήρα μιας οικονομικής τεκμηρίωσης ενός πολιτικού οδικού χάρτη, που θα κρατήσει τη χώρα σε μια σταθερή τροχιά προόδου, «επιδιώκοντας στο εξής να μεταφράζει τους θετικούς δείκτες της ανάπτυξης σε ένα χειροπιαστό κοινωνικό αποτέλεσμα». Και στην επικείμενη συζήτηση στη Βουλή, η κυβέρνηση θα επιδιώξει να γίνει σαφές ότι «ο προϋπολογισμός, ενώ αφορά το 2025, ουσιαστικά έχει ορίζοντα το 2027».
Στο Μέγαρο Μαξίμου δίνουν έμφαση σε τρία στοιχεία. Πρώτον, ότι και αυτός ο Προϋπολογισμός περιλαμβάνει 12 μειώσεις φόρων και 12 αυξήσεις εισοδημάτων, δεύτερον, ότι αποτελεί απάντηση στην ακρίβεια, που εξακολουθεί να καταγράφεται ως υπ' αριθμόν ένα πρόβλημα για τους πολίτες, τρίτον, ότι αρχίζουν να καταγράφονται τα αποτελέσματα από την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής και αυτή η πολιτική θα συνεχιστεί, καθώς από την κυβέρνηση ερμηνεύεται και ως μια ουσιαστικά βαθιά κοινωνική μεταρρύθμιση. Και τα αποτελέσματά της αφενός δίνουν η δυνατότητα οι πόροι αυτοί να κατευθυνθούν σε άμεση στήριξη κοινωνικών ομάδων, όπως θα γίνει και ενόψει Χριστουγέννων, αφετέρου, τα έσοδα, που θα προκύπτουν, θα επιτρέψουν να προχωρήσουν από το 2026 και μετά ακόμα περισσότερες σταθερές και μόνιμες μειώσεις φόρων.
Βασική προϋπόθεση για να προχωρήσει η κυβέρνηση σε αυτό τον σχεδιασμό, που θα τη φέρει ενώπιον του εκλογικού σώματος στην εκλογική αναμέτρηση το 2027 με τα στοιχεία να πιστοποιούν τη σύγκλιση της ελληνικής με την ευρωπαϊκή πραγματικότητα, είναι η αποφυγή κάθε «εκτροχιασμού», η επικράτηση «της σύνεσης και του μέτρου», όπως δηλώνει ο Κυριάκος Μητσοτάκης, ώστε η ελληνική οικονομία να μην βρεθεί αντιμέτωπη με κινδύνους του παρελθόντος.
Αυτή θα είναι και η «διαχωριστική γραμμή» της κυβέρνησης από την αντιπολίτευση, το διακύβευμα για τους πολίτες και το δίλημμα για το πώς θα επιλέξουν να προχωρήσει η χώρα τα επόμενα χρόνια. Η υπαγωγή ισχυρών χωρών, όπως η Γαλλία και η Ιταλία, σε καθεστώς επιτήρησης από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, λόγω υψηλών ελλειμμάτων και οι αποφάσεις σε Παρίσι και Λονδίνο για αύξηση φόρων, θα είναι η απόδειξη που θα επιδείξει το Μέγαρο Μαξίμου για να πείσει ότι ο κίνδυνος είναι πάντα ορατός, ανεξάρτητα από το πόσο ισχυρή εμφανίζεται μια οικονομία. Σε αυτό ακριβώς βασίζεται και η έντονη κριτική, που η κυβέρνηση ασκεί στο ΠΑΣΟΚ και τον Νίκο Ανδρουλάκη, μιλώντας για ανευθυνότητα της αντιπολίτευσης και για ανέξοδες και ακοστολόγητες υποσχέσεις.
Την ερχόμενη Τετάρτη, Κυριάκος Μητσοτάκης και Νίκος Ανδρουλάκης θα έχουν στο γραφείο του πρωθυπουργού στη Βουλή, το πρώτο τετ α τετ. Ο κ. Μητσοτάκης είχε ουσιαστικά αναγνωρίσει στο πρόσωπο του κ. Ανδρουλάκη τον βασικό του πολιτικό αντίπαλο, πολύ πριν οι εξελίξεις στον ΣΥΡΙΖΑ επιφέρουν κοινοβουλευτικές ανακατατάξεις βάζοντας το ΠΑΣΟΚ στον θεσμικό ρόλο της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Από το καλοκαίρι, οπότε η Χαριλάου Τρικούπη είδε τα δημοσκοπικά ποσοστά της να τη φέρνουν στη δεύτερη θέση και μετά την «αναβάπτιση» του Νίκου Ανδρουλάκη από τις εσωκομματικές κάλπες, η σύγκρουση Νέας Δημοκρατίας-ΠΑΣΟΚ γίνεται μετωπική, με την οικονομία στο επίκεντρο.
Το Μέγαρο Μαξίμου έχει χρησιμοποιήσει χαρακτηρισμούς, όπως «πράσινος ΣΥΡΙΖΑ», «πυροτεχνήματα» και «λεφτόδεντρα», αποδομώντας τις προτάσεις, που το ΠΑΣΟΚ καταθέτει ως ακοστολόγητες, καλώντας το να παρουσιάσει ένα πρόγραμμα αξιόπιστο και εφαρμόσιμο. Το κλίμα της συνάντησης Μητσοτάκη – Ανδρουλάκη, μακριά πλέον από το θέμα των παρακολουθήσεων, που προσέθετε ένα προσωπικό στοιχείο στη σχέση τους, θα δώσει και τον τόνο της πολιτικής τους αντιπαράθεσης το επόμενο διάστημα.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης επιχειρεί να επαναπροσδιορίσει τη σχέση του με το εκλογικό κοινό της Νέας Δημοκρατίας και ο ίδιος χαρακτηρίζει την πολιτική, που αποτυπώνεται στον Προϋπολογισμό για το μέτωπο της οικονομίας ως «μία ευκαιρία για το ξεκίνημα ενός νέου ουσιαστικού διαλόγου με τις Ελληνίδες και τους Έλληνες, τόσο για τα καλά νέα τα οποία φέρνει ο προϋπολογισμός όσο και για τα καλύτερα, τα οποία δρομολογούνται για τα επόμενα χρόνια», προτάσσοντας, όπως λέει, το «μοναδικό κοστολογημένο πρόγραμμα δράσης, το οποίο διαθέτει η χώρα, αλλά και με τη σιγουριά που μόνο αυτή η κυβέρνηση εγγυάται» έως σήμερα.
Ο ίδιος έχει επαναφέρει σε πρώτο πλάνο τη μεσαία τάξη, την ελάφρυνσή της από τη φορολογία και την ενίσχυσή της, «δείχνοντας» ουσιαστικά και το κοινό, στο οποίο προτίθεται να απευθυνθεί. Η μεσαία τάξη, όπως και ο μεσαίος χώρος, άλλωστε, αποτελούν την εφαπτομένη των κοινών, στα οποία μπορούν να «μιλήσουν» τόσο η Νέα Δημοκρατία, όσο και το ΠΑΣΟΚ, επομένως και το εκλογικό σώμα για το οποίο θα διεξαχθεί ένα ισχυρό «μπρα ντε φερ» μεταξύ Μαξίμου και Χαριλάου Τρικούπη.