Του Γιάννη Σιδέρη
Αν κάτι δεν αποτελεί χαρακτηριστικό της κυβέρνησης είναι η συνέπεια. «Να φέρουν τις συμβάσεις του Ελληνικού, να δούμε για ποιον δουλεύουν», έλεγε κάποτε ο οργίλος Αλέξης Τσίπρας. Την Παρασκευή το απόγευμα υπέγραψε το προεδρικό διάταγμα για το Ελληνικό, πριν αναχωρήσει για διακοπές στην Σερβία. Κάποιος θα δικαιούτο να ισχυριστεί - κακεντρεχώς έστω και εν υπερβολή - ότι και ο ίδιος ήθελε να δουλεύει γι αυτόν που «δούλευαν» και οι άλλοι. Ωστόσο μια τέτοια κακεντρέχεια είναι δικαιολογητέα εξαιτίας του μένους που έδειχνε τότε, και το οποίο τώρα εξαερώθηκε στη βολικότητα της πρωθυπουργικής καρέκλας. Θα είναι ωστόσο λάθος το μένος εκείνο να παραγραφεί από την συλλογική μνήμη. Παράλληλα θα ήταν λογική μια αντίδραση της αντιπολίτευσης, να τον καλέσει με την σειρά της να φέρει την Βουλή τις συμβάσεις του Ελληνικού, ώστε να του αντιγυρίσει το ερώτημα «για ποιον δουλεύει».
Φυσικά δεν είναι πρόβλημα του ΣΥΡΙΖΑ, και αν είναι αφορά στον ίδιο, αν γλύφει εκεί που έφτυνε, όπως είπε ο Βενιζέλος. Το μείζον πρόβλημα αφορά στον λαό. Αφορά σε εκείνο το τμήμα των ψηφοφόρων, περί το 20% δείχνουν οι δημοσκοπήσεις, με την «φυματική μνήμη» και την «φυματική αξιοπρέπεια… Σαρανταποδαρούσας», όπως θα έλεγε εν λογοτεχνικώ οίστρω, και ο γλωσσοπλάστης Ευκλείδης.
Αυτό το τμήμα του λαού δεν νιώθει προσβεβλημένο με τα τερατώδη και αήθη ψέματα που χειροκρότησε και αποδείχτηκαν κέλυφος άδειο. Το ότι όλοι οι πολιτικοί ψεύδονταν από πάντα, δεν αποτελεί επιχείρημα δικαίωσης για τον ΣΥΡΙΖΑ. Σαφώς έως τώρα όλοι οι πολιτικοί ψεύδονταν και θα συνεχίσουν ψεύδονται, αφού η πολιτική είναι συνυφασμένη και με το ψέμα. Ωστόσο τίθεται θέμα μεγέθους και ποιότητας ψέματος. Ψεύδονταν υπερβάλλοντες σε υποσχέσεις που έδιναν, τις οποίες όμως ως κάποιο βαθμό, τηρούσαν. Όμως δεν έχει υπάρξει στη μεταπολεμική ιστορία, κυβέρνηση ως η παρούσα, όχι απλώς να έχει ευτελίσει κάθε υπόσχεση που έδωσε, αλλά να την έχει μετατρέψει στο αντίθετό της!
Η Αριστερά είχε μια τραυματική εμπειρία με το «πιστεύομεν και εις την λαοκρατίαν» που είχε εκφωνήσει ο Γεώργιος Παπανδρέου στο λόγο της απελευθέρωσης στο Σύνταγμα. Την φράση την περιέφερε επί δεκαετίες ως φλάμπουρο και ως απόδειξη του ψεύδους των αστών πολιτικών. Μια παρόμοια απόδειξη, μικρότερης εμβέλειας, ήταν και το «οι βάσεις φεύγουν», του Αντρέα. Ωστόσο ήταν ένα επί μέρους «πταίσμα», καθώς το νομοθετικό και εκσυγχρονιστικό έργο που έκανε η πρώτη κυβέρνησή του, και κυρίως τα χρήματα που μοίρασε στο λαό (στην ουσία σκόρπισε αντιπαραγωγικά πακτωλούς κοινοτικών πόρων), τον ώθησαν να παραβλέψει την αθέτηση .
Πρώτη φορά όμως τόσο ανενδοίαστα, μια κυβέρνηση αντιστρέφει όλα όσα διακήρυττε, όλα όσα ενέπνευσε το λαό (δηλαδή το αφελές τμήμα του) να πιστέψει. Τώρα ποδοπατά όσα είχε διακηρύξει, κονιορτοποιεί ιδέες και αξίες που ήταν θέσφατα για τον κόσμο της, και παρόλα αυτά ο κόσμος αυτός την ανέχεται. Δεν κοσμείται από την αξιοπρέπεια να ζητήσει το λόγο για τα θηριώδη ψέματα, των οποίων έγινε άβουλος χειροκροτητής και ευπειθής υπηρέτης. Είναι ένας λαός που μόνος του προσφέρεται υπό ομηρία, και λογικά θα συνεχίσει έτσι.
Οι πολιτικές ηγεσίες της αντιπολίτευσης ας αποβάλουν το ενοχικό σύνδρομο που εισήγαγε ο ΣΥΡΙΖΑ, επ' ωφελεία του, στην πολιτική σκηνή. Υπάρχει το θετικό έργο των κομμάτων αυτών που διετέλεσαν κυβερνήσεις και μπορούν να το απαριθμήσουν. Και αν ο Κ. Μητσοτάκης δεσμεύεται μόνον όσον αφορά στην περίοδο του «μικρού» Καραμανλή, η Φ. Γεννηματά, δεν έχει τέτοιες δεσμεύσεις. Οι όποιοι Ακηδες, αποτελούν μεμονωμένες περιπτώσεις επίορκων καταχραστών, δεν δεσμεύουν το κόμμα της, ενώ ο ΓΑΠ προφανώς ευθύνεται για τραγικούς χειρισμούς (κατά την άποψη του γράφοντος), αλλά δεν έφερε αυτός τη χρεοκοπία.
Μπορούν και οι δύο να γίνουν πιο επιθετικοί απέναντι στην ασυνέπεια του ΣΥΡΙΖΑ, και παράλληλα να υποδείξουν σε αυτό το τμήμα του λαού, πόσο κορόιδο πιάστηκε.