Η απάντηση στο ερώτημα «πώς και γιατί ο Κυριάκος Μητσοτάκης κερδίζει τον πολιτικό χώρο του κέντρου;» θα μπορούσε να δοθεί με ένα ευφυολόγημα, περίπου ως εξής: «Αν η πολιτική του Κυριάκου Μητσοτάκη, οι μεταρρυθμιστικές πρωτοβουλίες που προωθούνται σήμερα, αλλά και η υποδειγματική διαχείριση διαδοχικών κρίσεων τα προηγούμενα χρόνια, δεν αρκούν προκειμένου να πείσουν τους κεντρώους ψηφοφόρους να συνταχθούν με τη Νέα Δημοκρατία, τότε ο χώρος του κέντρου δεν είναι αυτός που νομίζουμε και μάλλον θα πρέπει να αναθεωρήσουμε εκ βάθρων τον ορισμό του».
Πιστεύω πάντως πως, πέρα από το όποιο σχήμα λόγου, ο ακριβής προσδιορισμός του «κέντρου» είναι σε κάθε περίπτωση χρήσιμος. Κατά την άποψή μου, το κέντρο συναπαρτίζεται από πολίτες/ψηφοφόρους οι οποίοι δεν κρίνουν και αποφασίζουν βάσει δογμάτων, άνωθεν αξιωμάτων και μιας δεσπόζουσας «κομματικής ορθοδοξίας».
Είναι άνθρωποι που έχουν επιλέξει να μην περιχαρακώνονται ιδεολογικά, αποφεύγοντας να εγκλωβιστούν στον χαρακτηρισμό του «σκληρού κομματικού». Κατά τη δική μου αντίληψη, οι κεντρώοι είναι κατά κύριο λόγο μετριοπαθείς και ανταποκρίνονται κατεξοχήν στον ήπιο πολιτικό λόγο, εκτιμώντας κατά προτεραιότητα την αποτελεσματικότητα στην υλοποίηση των δεσμεύσεων εκ μέρους της κυβέρνησης.
Ταυτόχρονα όμως στο πολιτικό κέντρο τοποθετούν τον εαυτό τους οι πλέον απαιτητικοί ψηφοφόροι - ακριβώς επειδή θέτουν ως πρωταρχική προϋπόθεση να πειστούν από την πραγματική άσκηση της πολιτικής. Είναι αυτοί που πρώτα μετρούν αποτελέσματα, συγκρίνουν λόγια, προγράμματα και υποσχέσεις με τα καθαυτό έργα, πριν εκδηλώσουν την εμπιστοσύνη τους δια της ψήφου, προς όποιο κόμμα τη διεκδικεί. Η ψήφος των κεντρώων όμως, εξ ορισμού θα έλεγα, τιμωρεί όποιον τη θεωρεί εκ των προτέρων δεδομένη.
Μια άλλη προσέγγιση στο πώς και γιατί ο Κυριάκος Μητσοτάκης αναδεικνύεται κυρίαρχος στον κεντρώο χώρο της ελληνικής πολιτικής σκηνής, άπτεται της πρόσφατης ιστορίας. Από αυτή την άποψη, το κρίσιμο ορόσημο ήταν η απόφαση του κ. Μητσοτάκη να παρεκκλίνει από την κεντρική γραμμή της Νέας Δημοκρατίας και να μην ψηφίσει ως Πρόεδρο της Δημοκρατίας τον Προκόπη Παυλόπουλο. Είμαι βέβαιος ότι οι περισσότεροι εξ ημών προσπαθούμε να διαγράψουμε από τη μνήμη μας εκείνη τη ζοφερή περίοδο για την πατρίδα μας. Εντούτοις, οφείλουμε να θυμόμαστε τα αληθινά γεγονότα.
Όπως το ότι τον Φεβρουάριο του 2015, μέσα στο βρασμό του κατά ΣΥΡΙΖΑ λαϊκισμού, την αγωνία και την ανασφάλεια, ένας βουλευτής της Νέας Δημοκρατίας -όπως ήταν τότε ο Κυριάκος Μητσοτάκης- όρθωσε το ηθικό και ιδεολογικό του ανάστημα. Η άρνησή του να στηρίξει την υποψηφιότητα Παυλόπουλου ήταν μια πράξη θαρραλέα, δυνητικά με μεγάλο πολιτικό κόστος και, ως εκ τούτου, εντελώς ασυνήθιστη για έναν πολιτικό με φιλοδοξίες να πρωταγωνιστήσει. Ωστόσο, με αυτή την επιλογή του, ο Κυριάκος Μητσοτάκης έδωσε το στίγμα του και, πιθανότατα για πρώτη φορά, η μορφή του βρέθηκε στο περισκόπιο των κεντρώων.
Το θάρρος να εναντιωθεί μετωπικά με το ίδιο του το κόμμα ανέδειξε θεμελιώδεις αρετές που διαθέτει ως προσωπικότητα ο Κυριάκος Μητσοτάκης: Στη συνέπεια λόγων και έργων. Την πυγμή και την αποφασιστικότητα. Σε μια χώρα όπως η Ελλάδα, η οποία μαστίζεται από χρονίζουσες πολιτικές παθογένειες, το θάρρος ενός πολιτικού βρίσκεται στις κορυφαίες θέσεις της αξιολογικής κλίμακας για τους κεντρώους.
Περαιτέρω, το θάρρος θεωρείται βασική πολιτική αρετή (και εφ' όσον τηρούνται οι υπόλοιπες προϋποθέσεις) επειδή το κέντρο είναι από τη φύση του μεταρρυθμιστικό. Κάπως έτσι, η εμφάνιση του Κυριάκου Μητσοτάκη, ως ηγέτη της ΝΔ πλέον, προσέλκυσε αμέσως το κεντρώο κοινό. Διότι οι λιγοστοί, οι ελάχιστοι Έλληνες πολιτικοί που αξιολογούνταν θετικά από τους κεντρώους στο διάστημα 2015-2019, κρίνονταν βάσει των πεπραγμένων τους σε προγενέστερες περιόδους, πριν αναλάβει τη διακυβέρνηση της χώρας το συνονθύλευμα ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ.
Σε δεύτερη φάση, μετά από την οδυνηρή εμπειρία της κυβέρνησης υπό τον Αλέξη Τσίπρα και αφ' ότου η Νέα Δημοκρατία κέρδισε αλλεπάλληλες εκλογικές αναμετρήσεις αρχής γενομένης από το 2019, ο κεντρώος χώρος είχε την ευκαιρία να αποτιμήσει συνολικά -από θετικά έως πολύ θετικά- την κυβέρνηση Μητσοτάκη, κυρίως σε τρεις τομείς:
α) Την αντιμετώπιση των πολλών και σοβαρών κρίσεων (πανδημία Covid-19, πόλεμος στην Ουκρανία, ενεργειακή κρίση, μεταναστευτικό και ελληνοτουρκικά, κύμα ακρίβειας κ.α.)
β) Τη διεύρυνση και ενδυνάμωση των διεθνών συμμαχιών της χώρας μας
γ) Την ενίσχυση τομέων της οικονομίας οι οποίοι είχαν πληγεί σοβαρά την τελευταία δεκαετία, αλλά και νωρίτερα, εξαιτίας της διαπλοκής, της ασυδοσίας αλλά και της αποδιοργάνωσης των ελεγκτικών μηχανισμών.
Σε όλα αυτά ο Κυριάκος Μητσοτάκης απάντησε σηκώνοντας τα μανίκια, αναλαμβάνοντας την ευθύνη να σχεδιάσει και να εκτελέσει άμεσα καίριες παρεμβάσεις στο κοινωνικό πεδίο, ακόμη και να παραδεχτεί δημόσια κάποια σφάλματα, ζητώντας συγνώμη. Διότι, πάνω από όλα, το «δόγμα» του Κυριάκου Μητσοτάκη είναι ότι ο πραγματικός μεταρρυθμιστής φαίνεται στην πράξη.
Φτάνοντας εν τάχει στο σήμερα, η βούληση για μεταρρυθμίσεις είναι ισχυρότερη από ποτέ για τον κ. Μητσοτάκη -και, κατά λογική συνεπαγωγή- το ίδιο ισχύει για τις απαιτήσεις που εκφράζουν οι κεντρώοι πολίτες.
Αφού προηγήθηκε το νέο φορολογικό νομοσχέδιο, το οποίο σχεδιάστηκε με γνώμονα την ενίσχυση και αποκατάσταση της κοινωνικής δικαιοσύνης μέσω του εξορθολογισμού και εκσυγχρονισμού του συστήματος φορολόγησης, σειρά παίρνουν προς ταχεία προώθηση τα νομοσχέδια για την επιστολική ψήφο στις Ευρωεκλογές του 2024, αλλά και η θεσμοθέτηση των ιδιωτικών ΑΕΙ, μια μεταρρύθμιση-σταθμός για την παιδεία στη χώρα μας.
Ταυτόχρονα, σημαντικές νομοθετικές πρωτοβουλίες υλοποιούνται στον τομέα της δικαιοσύνης και της υγείας, ενώ στις κινήσεις του πρωθυπουργού αποτυπώνεται η έγνοια του για την επιβολή της νομιμότητας παντού.
Επιπλέον, είναι σαφές πως βασική επιδίωξη για τη νέα χρονιά είναι η εφαρμογή από την κυβέρνηση της ΝΔ πολιτικών οι οποίες βρίσκουν την αποδοχή ευρύτερων ομάδων, μακριά από τα αδιέξοδα και τις επιζήμια παραπλανητικές «ταμπέλες» του παρελθόντος.
Το καλοκαίρι του 2022, πολύ πριν ο Κυριάκος Μητσοτάκης οδηγήσει τη Νέα Δημοκρατία στον διπλό εκλογικό θρίαμβο του 2023, είχε δηλώσει σε τηλεοπτική συνέντευξή του ότι «αν έπρεπε να περιγράψω τους κεντρώους ψηφοφόρους, αυτούς οι οποίοι στην ιδεολογική κλίμακα από το 1 έως το 10 τοποθετείται -ας πούμε- στο 5, είναι συμπολίτες μας οι οποίοι, τουλάχιστον όπως εγώ θεωρώ, δεν έχουν ιδιαίτερα ιδεολογικά στεγανά.
Πιστεύω ότι οι κεντρώοι βασικά ασπάζονται την ιδέα μιας ελεύθερης οικονομίας, αλλά και ενός κράτους που πρέπει να παρεμβαίνει και να έχει μια ισχυρή παρουσία, όποτε αυτό είναι απαραίτητο. Πιστεύω επίσης ότι οι κεντρώοι είναι συμπολίτες μας που αυτοπροσδιορίζονται ως πατριώτες και, τελικά, είναι άνθρωποι οι οποίοι θέλουν πρακτικές λύσεις».
Για όλα αυτά, όπως τα συνοψίζει ο Κυριάκος Μητσοτάκης, προσυπογράφω μαζί του την κοινή πεποίθηση ότι οι μεταρρυθμίσεις είναι μια στρατηγικής σημασίας «γέφυρα».
Η οποία προεκτείνει το δρομολόγιο της Νέας Δημοκρατίας στο εγχώριο πολιτικό σκηνικό, κάνοντας την επικράτηση της ΝΔ στο λεγόμενο «κέντρο» των υπολοίπων κομμάτων να μοιάζει σαν μια απολύτως φυσιολογική εξέλιξη. Σαν η μόνη ενδεδειγμένη επιλογή.
* Ο Χάρης Θεοχάρης είναι Υφυπουργός Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών