Η κοινωνική δικαιοσύνη, το πρόβλημα κατοικίας των νέων ζευγαριών, η ενίσχυση της παραγωγικής ικανότητας της χώρας, οι επενδύσεις, η αναβάθμιση της επαγγελματικής εκπαίδευσης, η δημογραφική παρακμή, η γραφειοκρατία, ήταν από τα βασικά θέματα που απασχόλησαν χθες τις ομιλίες των συνέδρων του ΠΑΣΟΚ.
Σε αυτά αντιπαραβάλλεται η στάση υπέρ των μεταναστών, των Ρομά, των εξαρτημένων, η καταδίκη της πανεπιστημιακής αστυνομίας, η λατρευτική ανάμνηση του ΕΑΜ (λες και ήταν οι ίδιοι στις ματωμένες κορφές), ο εξορκισμός του νεοφιλευθερισμού (όπως και αν τον εννοούν), και τις «ακροδεξιάς κυβέρνησης Μητσοτάκη», που κυριάρχησαν στο συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ.
Πρόκειται για δύο διαφορετικούς κόσμους που το μόνο κοινό στοιχείο τους είναι η λέξη «Κεντροαριστερά». Οι μεν την ανιχνεύουν για να την υπηρετήσουν, οι δε την παπαγαλίζουν ως προεκλογικό ρόλο.
Πέραν όμως των αξιολογικών στοιχείων που τους διαχωρίζουν, υπάρχει και η φόρτιση, μεταφρασμένη σε αντιπάθεια και οργή κατά των Συριζαίων για όσα εξακόντιζαν εναντίον τους από το 2012 και μετά.
Ήταν τραχιά η γλώσσα του 85ετούς Απόστολου Κακλαμάνη, αλλά εκπροσωπεί το κοινό πασοκικό αίσθημα: Όπως είπε εμφατικά «Ό,τι άχρηστο υπήρχε στο ΠΑΣΟΚ, πέρασε το βυτιοφόρο του ΣΥΡΙΖΑ και το μάζεψε»! (να θυμίσουμε ότι Κακλαμάνης ήταν ένας από εκείνους τους οποίους κυνήγησαν «αγανακτισμένοι» στην Πανεπιστημίου για να τον δείρουν – τον 75χρονο (τότε)!
Το κοινό αίσθημα που διαπνέει τους Πασόκους είναι ότι αυτοί που δραπέτευσαν στον ΣΥΡΙΖΑ δεν ήταν παρά προδότες που πούλησαν το κόμμα τους έναντι πινακίου καρέκλας. Δεν υπάρχει το ίδιο μένος για όσους πήγαν στη ΝΔ, για δυο λόγους: Αφενός ήταν πολύ πιο λίγοι, αφετέρου γιατί εκτός Χρυσοχοΐδη, οι υπόλοιποι ήταν περιφερειακά στελέχη (π.χ. Πιερρακάκης). Δεν τους είχε τιμήσει το κόμμα σε θέσεις υπουργών, υφυπουργών, γραμματέων υπουργείων, βουλευτών, διοικητών οργανισμών, γραμματέων κόμματος ή μελών του Εκτελεστικού Γραφείου.
Στην τακτική της πολιτικής αυτονομίας ο Ανδρουλάκης βρήκε συμπαραστάτη το όλον ΠΑΣΟΚ. Χθες ο Γιώργος Παπανδρέου στην ομιλία του αναφέρθηκε σε κάποιους που «επιμένουν να μας εγκλωβίζουν σε ένα αδιέξοδο δίλημμα: «με ποιον θα πάτε;. Θέλουν να μας καταστήσουν στην συνείδηση του λαού κομπάρσους». Και απάντησε ο ίδιος στο ερώτημα, λέγοντας «όχι στο συντηρητικό δίπολο» (εννοώντας ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ).
Ο Ευάγγελος Βενιζέλος αφού ευχήθηκε στο κόμμα να κερδίσει τη μάχη της συγκυρίας και τον πόλεμο της ιστορίας, επεσήμανε ότι «κανένα κόμμα δεν έχει υποχρέωση να διευκολύνει άλλα κόμματα».
Όλα τα ανωτέρω, συν του ότι από τις ομιλίες διακρινόταν μια αίσθηση υπερηφάνειας αυτού του κόσμου, ακριβώς γιατί άντεξε τη δριμύτητα των επιθέσεων και παρέμεινε στο κόμμα του, αποτελούν έναν παράγοντα που θα πρέπει να συνυπολογίσουν όσοι ασχολούνται νυχθημερόν με τη σεναριολογία «με ποιον θα συνεργαστεί ο Ανδρουλάκης». Ασχολούνται μηχανιστικά και εν κενώ, εάν δεν λάβουν υπόψιν τους την ανωτέρω παράμετρο.
Όλο αυτό το πολιτικό και συναισθηματικό φορτίο δείχνει πως δεν είναι αυτονόητη η σύμπλευση με τον ΣΥΡΙΖΑ - ακόμη και στην περίπτωση που έβγαινε πρώτο κόμμα «έστω και με μία ψήφο» (ως υπόθεση εργασίας το αναφέρουμε, γιατί οι συνεχείς δημοσκοπήσεις το απορρίπτουν. Η τελευταία της MRB έδειξε τη διαφορά στο 8,9%, και με σαρωτικό προβάδισμα υπέρ της ΝΔ στην παράσταση νίκης).
Να θυμίσουμε ότι ο Ν. Ανδρουλάκης είπε την Παρασκευή πως «ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης, ξέχασε ότι το 2015 έλεγε στον ελληνικό λαό ότι έρχεται η πρώτη φορά αριστερά και ξαφνικά σαν μπαμπούσκα έβγαλε από μέσα τον ακροδεξιό κ. Καμμένο. Αν ψάχνει τέτοια μέτωπα, υπάρχουν λύσεις. Ποια η διαφορά του τότε συνεργάτη του με τον κ. Βελόπουλο; Μια κηραλοιφή δρόμος».
Ουσιαστικά το δίλημμα που θα αντιμετωπίσει ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ είναι να βρει το δικαιολογητικό στοιχείο μιας συνεργασίας με τη ΝΔ από τις πρώτες εκλογές, για να μην υποστεί τη βάσανο των δεύτερων, κατά τις οποίες θα συμπιεστεί ανάμεσα στους δύο.
Κάποια στιγμή είχε υπονοήσει ότι μπορεί να αποφασίσουν τα μέλη του κόμματος με ηλεκτρονική ψηφοφορία. Δεν είναι για να βγάλει την ευθύνη από πάνω του, αλλά γιατί θα ήταν η πιο δημοκρατική στάση που θα μπορούσε να υιοθετήσει (σε αντίστιξη με τα μέλη του ΣΥΡΙΖΑ που έμαθαν το βράδυ της νίκης είχαν «σύντροφο» τον Καμμένο!).
Το πρόβλημα μιας τέτοιας σύμπραξης, που οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι τη θέλει και η πλειοψηφία των ψηφοφόρων του, έχει ένα αρνητικό. Θα μείνει απέξω ο ΣΥΡΙΖΑ να «πετάει πέτρες» και να σπιλώνει όπως το 2012-15. Το αντέχει για δεύτερη φορά το ΠΑΣΟΚ αυτό;