Πολύ συχνά οι δημοσκοπήσεις δίνουν υψηλά ποσοστά στην προτίμηση των ψηφοφόρων για κυβερνήσεις συνεργασίας καθώς στη δημόσια συζήτηση εξιδανικεύεται μια τέτοια επιλογή, ως θαυματουργό εργαλείο το οποίο θα μπορέσει να ακουμπήσει και να λύσει προβλήματα που δεν μπορεί να αντιμετωπίσει μια μονοκομματική κυβέρνηση.
Οι κυβερνήσεις συνεργασίας θεωρητικά επιτρέπουν καλύτερο έλεγχο και αποφυγή φαινομένων είτε διαφθοράς είτε παραβίασης των κανόνων του κράτους δικαίου, αλλά η εμπειρία δείχνει ότι σπανίως συμβάλλουν στη σύνθεση καθώς τελικά εκφυλίζονται σε κανάλι διάχυσης κάθε παθογένειας οριζοντίως στους συμμετέχοντες σε μια συμμαχική κυβέρνηση.
Πολύ απλά να μοιρασθεί η διαφθορά η κακοδιαχείριση, το πελατειακό σύστημα μεταξύ περισσοτέρων του ενός, όπως θα συνέβαινε σε μια μονοκομματική κυβέρνηση.
Δυστυχώς αυτό που λείπει από τη χώρα και το πολιτικό σύστημα είναι η επιδίωξη ευρείας συναίνεσης σε βασικά ζητήματα που είναι ζωτικής σημασίας για το παρόν και κυρίως το μέλλον της χώρας.
Συναίνεση η οποία δεν θα αποτυπώνεται υποχρεωτικά στη συγκρότηση μιας οικουμενικής κυβέρνησης η μιας κυβέρνησης τεχνοκρατών, αλλά θα εκφράζεται ακόμη και με τη σιωπηρή ή και φανερή στήριξη επιλογών μιας μονοκομματικής κυβέρνησης, επιλογών όμως που θα προωθούν λύσεις σε εθνικής σημασίας ζητήματα.
Δυστυχώς όμως στο πολιτικό μας σύστημα δεν υπάρχει τέτοια κουλτούρα, αλλά η ακριβώς αντίθετη. Ακόμη και μια θετική πρωτοβουλία μιας κυβέρνησης που θα μπορούσε να συμπεριλαμβάνεται στην ατζέντα και της αντιπολίτευσης, θα βρεθεί στο στόχαστρο και θα πολεμηθεί προκειμένου με τον εντελώς μικροκομματικό και στενόμυαλο τρόπο που αντιμετωπίζουν τα κόμματα την Πολιτική, να μην κερδίσει πόντους ο αντίπαλος. Κανείς ποτέ όταν είναι στην αντιπολίτευση δεν θέλει να αναδειχθεί η θετική εικόνα.
Πολύ περισσότερο εάν πρόκειται μάλιστα για μια αναγκαία αλλά δύσκολη απόφαση η αντιπολίτευση είναι δεδομένο ότι θα σηκώσει παντιέρα υπονομεύοντας την υλοποίηση της ώστε να μεγιστοποιήσει την φθορά της κυβέρνησης.
Είναι προφανές ότι όλα αυτά τα οποία και ο τελευταίος πολίτης αντιλαμβάνεται ότι αποτελούν βαρίδια στα πόδια της Ελλάδας δεν μπορεί να αντιμετωπιστούν παρά μόνο μέσα από μια τέτοια ευρεία και υπερκομματική συναίνεση, παρά τις όποιες αποχρώσες διαφωνίες μπορεί να διατυπωθούν.
Οι μεγάλες αλλαγές στην Παιδεία, που πρέπει να αποτελούν την πιο βαθιά και σημαντική προοδευτική μεταρρύθμιση, δεν μπορεί να γίνουν σήμερα από μια αυτοδύναμη κυβέρνηση ΝΔ, μια κυβέρνησης συνεργασίας ΝΔ-ΠΑΣΟΚ ή μια κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ σε συνεργασία ή όχι με τον ΠΑΣΟΚ και το ΜΕΡΑ25.
Οι αντιστάσεις που βρήκε ο νόμος Διαμαντοπούλου, οι αντιδράσεις σε κάθε αλλαγή στα ΑΕΙ ακόμη και για την (με προβληματικό τρόπο συσταθείσα) Πανεπιστημιακή Αστυνομία, η κουτσή διαδικασία αξιολόγησης των εκπαιδευτικών, οι αντιδράσεις για την θέσπιση βάσης στην εισαγωγή στα ΑΕΙ και τόσα άλλα , μαρτυρούν την προβληματική κατάσταση, η οποία ακριβώς χαντακώνει τα παιδιά των πιο ευάλωτων κοινωνικών στρωμάτων, που δεν έχουν την εύκολη λύση για φοίτηση σε Ιδιωτικά Σχολεία και συνέχιση των σπουδών στο εξωτερικό.
Όμως και εδώ η αντιπολίτευση και κυρίως η Αριστερά με μια στρεβλωμένη αντίληψη περί Δημόσιου εκπαιδευτικού συστήματος και του πως θα πρέπει να δομηθεί η δευτεροβάθμια και τριτοβάθμια εκπαίδευση, ώστε να κοιτάζει στο μέλλον, έχει ουσιαστικά βάλει βέτο στην εφαρμογή πολιτικών που η πλειοψηφία του ελληνικού λαού έχει επιλέξει στις προηγούμενες εκλογές ψηφίζοντας συγκεκριμένο κυβερνητικό πρόγραμμα.
Η κουτοπονηριά της επιδίωξης μικροκομματικών κερδών, οδηγεί την κάθε αντιπολίτευση να κλείνει το μάτι σε μικρές ή ακόμη και περιθωριακές ομάδες να κάνουν πόλεμο φθοράς στην κυβέρνηση για επιλογές τις οποίες θα μπορούσε η ίδια αν όχι να στηρίξει τουλάχιστον να δείξει ανοχή.
Στην εξωτερική πολιτική πιθανότατα σύντομα μετά τις εκλογές θα βρεθούμε απέναντι στην πρόκληση έναρξης διαλόγου με την Τουρκία.
Πώς θα μπορέσει να γίνει ένας τέτοιος διάλογος χωρίς να υπάρχει συγκροτημένο εθνικό μέτωπο και ευρεία συναίνεση; Συναίνεση η οποία εκτός ορισμένων εξαιρέσεων φαίνεται να υπάρχει σε επίπεδο θέσεων, αλλά δεν εκφράζεται δημοσίως γιατί η νυν αντιπολίτευση θέλει να εκδικηθεί την κυβέρνηση για τον πόλεμο που της έκανε στην Συμφωνία των Πρεσπών, ενώ η κυβέρνηση αφήνεται ανενόχλητη ακόμη και σε λάθος επιλογές καθώς η αντιπολίτευση ελπίζει ότι τα λάθη αυτά θα της επιφέρουν και πολιτικό κόστος.
Αδιαφορώντας για την ύπαρξη και διαμόρφωση μιας μίνιμουμ εθνικής θέσης και στρατηγικής.
Αυτές είναι νοοτροπίες που δεν αλλάζουν δυστυχώς παρά τα μνημόνια, παρά τη δεκαετή κρίση και την αναδιάταξη του πολιτικού και κομματικού σκηνικού.
Όμως οι μεγάλες αλλαγές στην υγεία, στην παιδεία, στη δικαιοσύνη, στην καθημερινή ζωή του πολίτη, οι αναγκαίες και τολμηρές αποφάσεις στην Εξωτερική πολιτική δεν μπορούν να επιτύχουν χωρίς την επιδίωξη και επίτευξη ευρύτερων πολιτικών και κοινωνικών συναινέσεων Και αυτό είναι που μας λείπει. Όχι απλώς μια κυβέρνηση συνεργασίας που απλώς θα μοιράσει διακομματικά αξιώματα, θέσεις και ρουσφέτια…