«Το μείζον ζητούμενο, σήμερα, για τη χώρα είναι η σταθερότητα και η κυβερνησιμότητα, ειδικά αν λάβει κανείς υπόψη τους ταραγμένους καιρούς στους οποίους ζούμε» τόνισε ο Κυριάκος Μητσοτάκης δείχνοντας για μια ακόμη φορά το πρόβλημα που δύναται να προκαλέσει στη χώρα η απλή αναλογική ειδικά στη λήψη άμεσων αποφάσεων. Το ιστορικό προηγούμενο για την Ελλάδα είναι αρνητικό τόσο σε ό,τι αφορά την εφαρμογή της απλής αναλογικής όσο και τις κυβερνήσεις συνεργασίας.
Η απλή αναλογική εφαρμόσθηκε για πρώτη φορά το 1926 και καταργήθηκε το 1928. Στο ενδιάμεσο διάστημα οι κυβερνήσεις άλλαζαν περίπου ανά 6μηνο, στη χώρα επικράτησε πλήρης ακυβερνησία και η κατάσταση εκτροχιάστηκε ουκ ολίγες φορές μεταξύ παζαριών και...διαπραγματεύσεων.
Το σύστημα της απλής αναλογικής επανέρχεται το 1932 στις εκλογές της 26ης Σεπτεμβρίου και κανένα κόμμα δεν αποκτά αυτοδυναμία. Σχηματίζεται κυβέρνηση που άντεξε μερικούς μήνες και το 1933 ξαναγίνονται εκλογές με σύστημα που αποκαλείται πλειοψηφία με στενή περιφέρεια που και πάλι δεν οδήγησε σε αυτοδύναμη κυβέρνηση ενώ στο ενδιάμεσο προέκυψε και ένα στρατιωτικό κίνημα με πρωταγωνιστή τον Νικόλαο Πλαστήρα.
Η απλή αναλογική κάνει πάλι την εμφάνιση της το 1936 και οδηγεί σε αδυναμία δημιουργίας κυβέρνησης κυρίως όμως στη δικτατορία της 4ης Αυγούστου του 1936 από τον Ιωάννη Μεταξά που είχε διοριστεί πρωθυπουργός από τον βασιλιά Γεώργιο.
Το δεκαετές εκλογικό κενό που προκλήθηκε από τη Γερμανική κατοχή έφερε τη χώρα σε εκλογές το 1946 με το σύστημα της απλής αναλογικής και πάλι. Μέχρι τις εκλογές του 1950 παρέλασαν περίπου 10 κυβερνήσεις, κανένα κόμμα δε διέθετε πλειοψηφία, στη Βουλή είχαν μπει πολλά κόμματα και η χώρα όδευε στην κυριολεξία ακυβέρνητη έχοντας βγει από ένα παγκόσμιο πόλεμο και από ένα εμφύλιο που την είχε οδηγήσει δεκαετίες πίσω. Κόμματα που συμμετείχαν στις κυβερνήσεις αποχωρούσαν και είτε έφτιαχναν άλλη κυβέρνηση είτε άλλα κόμματα έπαιρνα τη θέση τους.
Όμως και οι εκλογές του 1950 δεν είχαν καλύτερα αποτελέσματα. Στη βουή βρέθηκαν 10 κόμματα και έβγαλε μέσα σε διάστημα 18 μηνών πέντε κυβερνήσεις.
Στη μεταπολίτευση κάνει την εμφάνισή του ο περίφημος Νόμος Κουτσόγιωργα, που ναι μεν δε φέρει την υπογραφή του εν τούτοις αποτέλεσε έργο του και είχε έναν και μοναδικό στόχο. Να μην καταστεί εφικτή η ανάδειξη μιας αυτοδύναμης κυβέρνησης από την Νέα Δημοκρατία του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη που ερχόταν να αναλάβει τη διακυβέρνηση της χώρας. Χρειάστηκαν 3 εκλογικές αναμετρήσεις για να καταστεί εφικτή η δημιουργία κυβέρνησης αλλά με μια πλειοψηφία μίας έδρας.
Το επόμενο παιγνίδι με τους θεσμούς στήθηκε από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ το 2016. Ο ΣΥΡΙΖΑ στις δύο εκλογικές αναμετρήσεις παρά το μπόνους των 50 εδρών που αξιοποίησε δεν κατόρθωσε να πιάσει ποσοστό ικανό να οδηγήσει σε αυτοδύναμη κυβέρνηση και συνεργάστηκε με τους ΑΝΕΛ του Πάνου Καμμένου τόσο τον Ιανουάριο όσο και τον Σεπτέμβριο του 2015. Και ενώ ο Αλέξης Τσίπρας πρόσφατα δήλωσε πως δεν μπορούσε ουσιαστικά να ξεφορτωθεί από ένα σημείο και μετά τον συγκυβερνήτη του φρόντισε να έχει δημιουργήσει ένα εκλογικό σύστημα που θα αποτελούσε την βάση της ακυβερνησίας και της δημιουργίας συνθηκών πολιτικής αστάθειας.
Μάλιστα, το εγχείρημα ξεκίνησε στις αρχές του 2016 για να ολοκληρωθεί με την ψήφιση της απλής αναλογικής το καλοκαίρι του ίδιου έτους. Αιτία η σταθερή δημοσκοπική άνοδος της Νέας Δημοκρατίας από τον Ιανουάριο λίγο μετά τις εκλογές για την ανάδειξη αρχηγού στο κόμμα της τότε αξιωματικής αντιπολίτευσης που έφερε στην προεδρία τον Κυριάκο Μητσοτάκη.
Είναι ενδεικτικό πως οι δημοσκοπήσεις εκείνης της περιόδου από τον Ιανουάριο μέχρι τον Μάιο έδιναν μια σταθερή άνοδο της Ν.Δ. Ξεκινώντας από μία διαφορά της τάξεως των 2,7 μονάδων τον πρώτο μήνα του 2016 και φτάνοντας στις 8,5 μονάδες τον πέμπτο, πριν δηλαδή φτάσει η απλή αναλογική στη Βουλή για να γίνει νόμος του κράτους.
Στόχος του Αλέξη Τσίπρα ήταν όπως και το 1989 του Μένιου Κουτσόγιωργα η δημιουργία εμποδίων στην επόμενη κυβέρνηση, απλά ο επικεφαλής του ΣΥΡΙΖΑ δεν είχε τη δυνατότητα να επιβάλει τον νέο νόμο από το 2019. Έτσι σήμερα η χώρα καλείται να κινηθεί με ένα εκλογικό πλαίσιο που προκαλεί προβλήματα και εγείρει ζητήματα ακυβερνησίας και πολιτικής αστάθειας σε μια κρίσιμη για τη χώρα περίοδο τόσο εξ αιτίας της προκλητικότητας της Τουρκίας όσο και της διεθνούς κρίσεως στην ενέργεια, την ακρίβεια και τα οικονομικά προβλήματα που χτυπούν εκ νέου και την Ελλάδα.
Βασικότερο όμως είναι το γεγονός πως αν στην περίπτωση της πρώτης Κυριακής των εκλογών όποτε και αν αυτές γίνουν θα υπάρξει ένα σημαντικό κυβερνητικό κενό έως τις επόμενες που θα διεξαχθούν με το σύστημα της ενισχυμένης αναλογικής που δίνει και μπόνους εδρών στο πρώτο κόμμα.
Κάτι που δύσκολα μπορεί να καλυφθεί δεδομένου ότι η Ελλάδα δεν είναι ούτε Γερμανία ούτε Βέλγιο ως προς τον τρόπο λειτουργίας της κρατικής μηχανής. Και αν δεν υπάρξει μια συμφωνία συνεργασίας θα καταστεί ανεδαφική η όποια ομαλή λειτουργία του κράτους. Διότι ποιος μπορεί να σκεφτεί το ενδεχόμενο να μείνει η χώρα ακυβέρνητης όχι για 589 ημέρες όπως έμεινε το Βέλγιο αλλά για 30 ημέρες. Πολύ δε περισσότερο όταν απέναντι καραδοκεί ο Ταγίπ Ερντογάν απειλώντας θεούς και δαίμονες.
Είναι εφικτή μια κυβέρνηση συνεργασίας. Τουλάχιστον στα εθνικά θέματα υπάρχουν αυτή τη στιγμή δύο κόμματα που κινούνται στο ίδιο μοτίβο έστω και με κάποιες διαφοροποιήσεις. ΝΔ και ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ έχουν υπερψηφίσει τις αμυντικές συμφωνίες έχουν στηρίξει τον προϋπολογισμό για τις αμυντικές δαπάνες και τα εξοπλιστικά προγράμματα εν αντιθέσει με τα κόμματα της αριστεράς αρχής γενομένης από τον ΣΥΡΙΖΑ που έχει καταγγείλει μέχρι και τη συμφωνία με τις ΗΠΑ για το λιμάνι της Αλεξανδρούπολης, το οποίο μετατρέπεται πλέον σε γεωστρατηγικό και ενεργειακό κόμβο.
Δεν είναι τα μοναδικά κοινά σημεία όπως δεν είναι και λίγες οι διαφορές. Εν τούτοις σε μια ενδεχόμενη συνεργασία προκειμένου να αποφευχθούν τα χειρότερα οι προγραμματικές συμφωνίες καθορίζονται επί των μεγάλων ζητημάτων. Και σίγουρα δε θα αποτελέσει εμπόδιο η θέση του Νίκου Ανδρουλάκη ως προς το ποιος δύναται να αναλάβει πρωθυπουργός αφού στο ΠΑΣΟΚ ΚΙΝΑΛ γνωρίζουν ότι αυτό το αποφασίζει ο λαός καθορίζοντας το πρώτο κόμμα με την ψήφο του.
Σε κάθε περίπτωση η απλή αναλογική και η εφαρμογή της είναι επί της ουσίας αυτή που ορίζει και τις αποφάσεις για τη διεξαγωγή των εκλογών σε συνδυασμό με εξωγενείς παράγοντες όπως για παράδειγμα η αυξημένη στα όρια του επικίνδυνου, προκλητικότητα της Τουρκίας. Το ενδεχόμενο κενό μεταξύ δύο εκλογικών μαχών μετατρέπεται σε τροχοπέδη σε περιόδους κρίσεων.
Η ζημιά που προκαλεί στη χώρα η απόφαση του ΣΥΡΙΖΑ με τον τότε σύμμαχο των ΑΝΕΛ τώρα αποκαλύπτεται στο σύνολό της ειδικά σε ότι αφορά το παιχνίδι με τους θεσμούς.