Του Γιάννη Σιδέρη
Τον Μάιο του 2012 ο Αλέξης Τσίπρας είχε λάβει από τον πρόεδρο της Δημοκρατίας Κάρολο Παπούλια, διερευνητική εντολή για τον σχηματισμό κυβέρνησης.
Αν και ο ΣΥΡΙΖΑ ήρθε δεύτερο κόμμα, δήλωσε πως ο λαός με την ψήφο του κατέστησε άκυρο το μνημόνιο και κάλεσε τους κ Σαμαρά και Βενιζέλο σε συζήτηση σχηματισμού κυβέρνησης, θέτοντας, εν συντομία, πέντε άξονες :
1. Ακύρωσης των μέτρων του μνημονίου και των νόμων που περικόπτουν περαιτέρω μισθούς και συντάξεις.
2. Κατάργηση νόμων που καταλύουν εργασιακά δικαιώματα.
3. Προώθηση αλλαγών στο πολιτικό σύστημα για εμβάθυνση της δημοκρατίας, όπως η αλλαγή του εκλογικού νόμου και η καθιέρωση της απλής αναλογικής.
4. Δημόσιος έλεγχος στο τραπεζικό σύστημα και στη δημοσιότητα η έκθεση της Black Rock.
5. Συγκρότηση διεθνούς επιτροπής ελέγχου του επαχθούς δημόσιου χρέους και μορατόριουμ στην αποπληρωμή του.
Οι «άξονες» αυτοί αποτελούσαν δικαίωμά του. Πόσα εκ των ανωτέρων έκανε ως πρωθυπουργός, είναι πλέον γνωστό.
Τότε όμως προέβη και σε μια παράδοξη και θεατρική κίνηση. Στο τριήμερο που είχε την εντολή άρχισε να την περιφέρει στους κοινωνικούς φορείς, όπως τη ΓΣΕΕ, την ΑΔΕΔΥ, ΚΕΔΕ! Ήταν φυσικά μια διαδικασία πέραν του συντάγματος, το οποίο ορίζει σε ποιους απευθύνεται ο πολιτικός αρχηγός που λαμβάνει την εντολή.
Σε πολιτικό επίπεδο ήταν μια ακραία λαϊκιστική συμπεριφορά που δεν είχε προηγούμενο. Υποτίθεται ότι ο λαός, δια των εκπροσώπων του, έπρεπε να αποφανθεί περί των κομματικών συμμαχιών για την δημιουργία κυβέρνησης. Εκαλείτο δηλαδή σε μια διαδικασία επί της οποίας δεν είχε λόγο. Ο λόγος του, απολύτως σεβαστός, είχε εκφραστεί την ημέρα των εκλογών, δια της ψήφου.
Εκείνη η συμπεριφορά δεν επαναλήφθηκε ως είχε, αλλά ήταν το προανάκρουσμα ενδεικτικό της τρέχουσας λαϊκιστικής κυβερνητικής συμπεριφοράς του. Αν βέβαια ο κ. Τσίπρας ήταν συνεπής με τον εαυτό του, όταν πήρε δύο φορές την εντολή το 15, θα έπρεπε να την περιφέρει ανά τα οδούς και τας ρίμας της πρωτεύουσας, να την ξαναπάει στους κοινωνικούς φορείς, και να τους κάνει κοινωνούς της απόφασής του να συνεργαστεί με τον κ. Καμμένο. Δεν το έκανε, προφανώς γιατί δεν πίστευε ούτε στη τότε «περιφορά», το 12.. Σκηνοθέτησε ένα πολιτικό θεατρικό δρώμενο.
Προανάκρουσμα ήταν η συνεχής επίκληση και προσφυγή στο λαό, για θεσμικές ενέργειες γα τις οποίες δεν δύναται να έχει λόγο, όπως η αναθεώρηση του Συντάγματος. Οι συνταγματολόγοι έχουν εκφράσει τις αντιρρήσεις τους για την τακτική αυτή, υποδεικνύοντας την προκαθορισμένη διαδικασία δια της οποίας αλλάζει το Σύνταγμα.
Ωστόσο ο πρωθυπουργός διακήρυξε χθες, ότι « Από τη συμμετοχή των πολιτών θα κριθεί η επιτυχία του εγχειρήματος της διαβούλευσης για την Αναθεώρηση του Συντάγματος», και προλαβαίνοντας αντιρρήσεις, διακήρυξε ότι «Η Δημοκρατία δεν κινδυνεύει από τους πολίτες» (ουδείς το έχει ισχυριστεί ,αλλά αυτομάτως όσοι εκφράζουν αντιρρήσεις ή επιφυλάξεις για τη διαδικασία, αυτομάτως καταχωρούνται στους εχθρούς των πολτών, αφού δια της εις άτοπον επαγωγής, τους προσάπτεται εχθρότητα προς το λαό – φοβούνται το λαό που λένε και οι συριζαίοι).
Οποιος επίσης αντιτείνει ότι η αναθεώρηση απαιτεί ειδικές γνώσεις, και δεν μπορεί να είναι αντικείμενο λαϊκών συγκεντρώσεων σε καφενεία της επαρχίας, αν όχι εχθρός του λαού, σίγουρα θα χαρακτηριστεί ως «ελιτιστής», από εκείνους που, δι' ίδιον πολιτικό όφελος, κανακεύουν το λαό, του επιδαψιλεύουν δήθεν τιμές, και του αναγνωρίζουν - ψευδώς - δικαιοδοσίες που δεν έχει, και που δεν μπορεί να έχει, καθώς στερείται εξειδικευμένης συνταγματικής γνώσης (στη μεγάλη μάζα των στερούμενων εξειδικευμένης γνώσης , ανήκει και ο γράφων).
Και αυτά τα λαϊκιστικά τερτίπια, γατί περί αυτού πρόκειται, αυτή η ανώφελη δραστηριότητα, οι χαμένες πολιτικές εργατοώρες, απλώς προσφέρουν στο λαό μια ψευδαίσθηση συμμετοχής, προσπαθούν να τον πείσουν –κι εν πολλοίς το κατορθώνουν σε ευρέα τμήματα - ότι δήθεν λαμβάνεται υπόψιν η γνώμη του, άρα απολαμβάνει πλήρους δημοκρατικής συμμετοχής, και γίνεται συνδημιουργός της θεσμικής βελτίωσης του πολιτεύματος.
Για το περιεχόμενο των προτάσεων που αφορούν επί της ουσίας τη συνταγματική αναθεώρηση, θα μας μιλήσουν - και θα μας μυήσουν - οι συνταγματολόγοι.
Πολιτική κριτική επί της διαδικασίας, μπορούμε και δικαιούμαστε όλοι – άλλωστε δεν υπάρχει και τίποτα πρωτότυπο. Τους καθοδηγεί το δοκιμασμένο manual : Σε ένα κείμενο του Κας Μούντε (Cas Mudde), που αλιεύσαμε στο « The Books'' Journal», καταγράφει μια δέσμη πέντε ακτίνων που συγκροτεί τη λαϊκιστική εξουσιαστική πράξη:
Συνταγματικές αναθεωρήσεις / Έλεγχος της Δικαιοσύνης / Ποδηγέτηση Ανεξαρτήτων Αρχών / Φορολογικές επιδρομές σε αντιφρονούντες (σ.σ. Να πληρώσουν οι μενουμευρώπηδες που είπε ο Κυρίτσης) / Εμπόδια στην αδειοδότηση ραδιοτηλεοπτικών μέσων.
Ολα τα έχουμε γνωρίσει!