Διαβάζω πως το Εθνικό Θέατρο, έχει ακυρώσει όλες τις προγραμματισμένες παραστάσεις του, λόγω της κατάληψης των χώρων του, από τους σπουδαστές της δραματικής του σχολής.
Αναζήτησα τις αντιδράσεις τόσο του Διοικητικού Συμβουλίου του Εθνικού Θεάτρου, όσο και της Δραματικής του σχολής και βρήκα μία ανακοίνωση, όπου κοντολογίς, παρακαλούσαν τους καταληψίες να αποχωρήσουν και να αναζητήσουν νέες μορφές κινητοποιήσεων.
Προφανώς, ούτε το Διοικητικό Συμβούλιο, ούτε η διεύθυνση της Δραματικής σχολής, έχουν την παραμικρή αίσθηση ευθύνης ή έστω ντροπής για αυτή την κατάσταση. Κατέλαβαν τα κτίρια του οργανισμού τα «παιδιά», μεταξύ των οποίων και το κόσμημα του κέντρου της Αθήνας, εκείνο που χτίστηκε με σχέδια του Τσίλλερ, οπότε με βάση τη λογική «κάθε αγώνας είναι δίκαιος» και η πολιτεία «έχει πάντα άδικο», αφήνουμε τα πράγματα ως έχουν, προκειμένου τα «παιδιά» να μην τους κακοχαρακτηρίσουν ως «αντιδραστικούς», «προσκυνημένους» και άλλα τέτοια φαιδροεπαναστατικά.
Θα αναρωτηθεί κανείς, βέβαια: ποιος προστατεύει τη δημόσια περιουσία, γιατί σίγουρα δεν είναι περιουσία των «παιδιών»; Ποιος προστατεύει τα κτίρια, τις εγκαταστάσεις, το πλούσιο υλικό που υπάρχει μέσα στο πρώτο τη τάξει θέατρο της χώρας; Ποιος θα πληρώσει τα σπασμένα; Ποιος θα πληρώσει για τα διαφυγόντα κέρδη από τη ματαίωση των παραστάσεων και άλλων δράσεων του Εθνικού Θεάτρου;
Σωστά μαντέψατε! Θα πληρώσουμε πάλι όλοι εμείς μέσω της γενναίας κρατικής επιχορήγησης προς το Εθνικό μας Θέατρο.
Προσωπικά, συμφωνώ απόλυτα με το θεσμό της κρατικής επιχορήγησης του Εθνικού Θεάτρου. Είναι η κιβωτός της θεατρικής παράδοσης και μας έχει απλόχερα χαρίσει μεγάλες συγκινήσεις, ακόμη και σε δύσκολες εποχές. Καμαρώνουμε για την ποιότητα των παραστάσεών του, για τις καινοτομίες και τους πειραματισμούς, για το θεατρικό του ήθος. Και για πολλούς, πάρα πολλούς αποφοίτους του, οι οποίοι μεταλαμπαδεύουν τη γνώση και την εμπειρία τους στα πέρατα της χώρας, αλλά και του κόσμου.
Η κατάληψη που πραγματοποιείται από ένα «συντονιστικό» κ.λπ. πέραν των πολλών προβλημάτων νομιμότητας που εγείρονται, αποτελεί, συνάμα, ύβρη απέναντι στην ιστορία τόσο του θεσμού, όσο και της θεατρικής παράδοσης της χώρας. Και αυτό ισχύει στο ακέραιο, όσες «υψιπετείς», «επαναστατικές» και «συναισθηματικά φορτισμένες φράσεις» κι αν χρησιμοποιούν στις ανακοινώσεις τους, οι οποίες δεν είναι τίποτα άλλο από μία αφόρητα πληκτική επανάληψη τετριμμένων συνθημάτων.
Αναρωτιέται κανείς: και γιατί κάνουν κατάληψη μόνο στα κτίρια του Εθνικού Θεάτρου και όχι σε κάποια από τα ιδιωτικά θέατρα; Η απάντηση είναι απλή: γιατί είναι τζάμπα και ξέρουν πως δεν θα έχουν καμία επίπτωση, ίσως δε και μερικοί, αύριο μεθαύριο να διεκδικήσουν τη θέση του υπουργού Πολιτισμού ή έστω του κομισάριου Τέχνης.
Επιπλέον, γνωρίζουν πολύ καλά πως αν τολμούσαν έστω και να σκεφτούν κατάληψη ιδιωτικού θεάτρου, πέραν του γεγονότος πως σε ελάχιστη ώρα θα είχαν συλληφθεί και θα παραπεμφθεί στη δικαιοσύνη, θα έκλεινε δια παντός ο δρόμος τους στο θεατρικό σανίδι.
Η απαράδεκτη αυτή κατάσταση θα πρέπει να λήξει και το Εθνικό Θέατρο να επανέλθει στη δική του κανονικότητα. Η επανέναρξη των παραστάσεων και των άλλων δραστηριοτήτων θα πρέπει να είναι πρωταρχικό καθήκον των διοικήσεων, οι οποίες είναι εκ του νόμου υπεύθυνες για την εύρυθμη λειτουργία του. Οι δε σπουδαστές, αν δεν θέλουν να συνεχίσουν τις σπουδές τους, κανείς δεν τους εμποδίζει να αναζητήσουν την τύχη τους σε κάποια άλλη σχολή ή επάγγελμα.
Κανείς δεν έχει το παραμικρό δικαίωμα, επικαλούμενος «αμεσοδημοκρατικές διαδικασίες», «συνελεύσεις», «πρωτοβουλίες» και άλλα παρωχημένα, να καταλαμβάνει ιστορικά κτίρια, τεράστιας συμβολικής σημασίας, να παρεμποδίζει την ελεύθερη διακίνηση ιδεών μέσω της θεατρικής τέχνης και να αυτοαναγορεύεται «προστάτης των τεχνών». Τα ζήσαμε κατ’ επανάληψη τα τελευταία πενήντα χρόνια και γνωρίζουμε πολύ καλά την κατάληψη παρόμοιων ιστοριών.
Ας μη ξεχνάμε πως το θέατρο υπάρχει και μαζί με αυτό οι δραματουργοί, οι σκηνοθέτες, οι ηθοποιοί και πολλοί άλλοι, μόνο όταν υπάρχουν θεατές, κοινό, ο τελευταίος αποδέκτης και ύστατος κριτής. Όταν κάποιος από τους παραπάνω αποκλείει το κοινό, τότε ακυρώνεται το ίδιο το θέατρο. Δεν μπορεί να λες πως αγωνίζεσαι για το θέατρο και να το ακυρώνεις με τις πράξεις σου. Την αντινομία αυτή θα πρέπει να λύσουν, το ταχύτερο δυνατό, τόσο οι διοικήσεις, όσο και οι καταληψίες σπουδαστές. Διαφορετικά, ας μην παραπονιούνται για την «αδιαφορία» του κοινού ή για τον εκφυλισμό και περιθωριοποίηση του «κινήματος». Είναι που δεν μπορούν να πείσουν.