Τον Νοέμβριο του 2023, σχεδόν εννέα μήνες μετά το τραγικό σιδηροδρομικό δυστύχημα στα Τέμπη, η Βουλή συνέστησε εξεταστική επιτροπή για τη διερεύνηση όλων των πτυχών της τραγωδίας. Τον Μάρτιο του 2024, η εξεταστική επιτροπή ολοκληρώνει τις εργασίες της, με την κυβερνητική πλειοψηφία, αλλά και τα κόμματα της αντιπολίτευσης να καταθέτουν ξεχωριστά πορίσματα, χωρίς να παραχθεί κανένα ουσιαστικό αποτέλεσμα.
Στα τέλη του ίδιου μήνα, το ΠΑΣΟΚ καταθέτει πρόταση δυσπιστίας κατά της κυβέρνησης, αίτημα που προσυπογράφουν τα κόμματα της αντιπολίτευσης, κάνοντας λόγο για «μονταζιέρα» του Μεγάρου Μαξίμου, που αλλοίωσε τις επίμαχες συνομιλίες των εμπλεκομένων τη μοιραία νύχτα, πριν αυτές κατατεθούν στη Δικαιοσύνη, πρόταση, που απορρίπτεται.
Ένας νέος κύκλος κοινοβουλευτικών «μαχών» για την τραγωδία των Τεμπών έχει ήδη προδιαγραφεί, περιλαμβάνοντας πρόταση για σύσταση προανακριτικής, προ ημερησίας διατάξεως συζήτηση και πρόταση δυσπιστίας. Την ώρα, που η κυβέρνηση παραπέμπει στην έρευνα και τις αποφάσεις της δικαιοσύνης, σύσσωμη η αντιπολίτευση βάλλει εναντίον της, κάνοντας λόγο για συγκάλυψη και τάσσεται υπέρ της σύστασης προανακριτικής επιτροπής για τις παρεμβάσεις στο χώρο του δυστυχήματος, το λεγόμενο «μπάζωμα», με το ΠΑΣΟΚ να παίρνει τη σχετική πρωτοβουλία και να βάζει στο «κάδρο» τον Χρήστο Τριαντόπουλο.
Το κοινό μέτωπο της αντιπολίτευσης που φαίνεται να συγκροτείται απέναντι στην κυβέρνηση, ωστόσο, δεν είναι απολύτως ενιαίο, τουλάχιστον ως προς τα ποιοτικά του χαρακτηριστικά και την αξιολογική κρίση, που γίνεται επί των διαθέσιμων στοιχείων. Οι πιο σοβαροί «αστερίσκοι» μπαίνουν για το θέμα της προανακριτικής επιτροπής.
Λίγο πριν επισήμως το ΠΑΣΟΚ καταθέσει το αίτημά του κι έχοντας ήδη καταγγείλει τον πρώην πρόεδρο της Βουλής Κ. Τασούλα ότι απέκρυψε δικογραφία στο συρτάρι του, η Όλγα Γεροβασίλη τόνιζε, μιλώντας σε κοινοβουλευτικούς συντάκτες, ότι οι βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ είχαν δει από το φθινόπωρο τα επίμαχα στοιχεία, που κατατέθηκαν τον Αύγουστο, παραδεχόμενη ότι πράγματι υπάρχει ασάφεια στον κανονισμό της Βουλής ως προς το αν θα έπρεπε να είχαν ανακοινωθεί ή όχι. Κυρίως, όμως, δήλωσε ότι οι νομικοί σύμβουλοι επεσήμαναν ότι στα στοιχεία αυτά δεν υπάρχει παρά ένα πλημμέλημα για τον κ. Τριαντόπουλο, εξού και ο ΣΥΡΙΖΑ δεν προχώρησε σε πρόταση για προανακριτική, αλλά επέμεινε στην επιλογή της πρότασης μομφής.
ΠΑΣΟΚ και ΣΥΡΙΖΑ έχουν ήδη διαφωνήσει και για τον χρόνο κατάθεσης της πρότασης δυσπιστίας, με τους κυρίους Ανδρουλάκη και Φάμελλο να μη συμφωνούν ούτε κατά την τηλεφωνική τους επικοινωνία, ούτε σε ένα νέο γύρο τηλεφωνημάτων, που ανέλαβε να κάνει ο κ. Χαρίτσης.
Η Χαριλάου Τρικούπη επιμένει ότι πρέπει να υπάρξουν νέα στοιχεία, δηλαδή τα πορίσματα, που αναμένονται, ενώ η Κουμουνδούρου τάσσεται υπέρ της άμεσης κατάθεσης της πρότασης, θέση με την οποία συμφωνεί και η Νέα Αριστερά και η Πλεύση Ελευθερίας, με τον Σωκράτη Φάμελλο να κατηγορεί μάλιστα για δισταγμό το ΠΑΣΟΚ. Τη θέση του ΣΥΡΙΖΑ επιχειρεί να αντικρούσει το ΠΑΣΟΚ, με τον εκπρόσωπό του να δηλώνει ότι αν επικρατήσει η θέση της Κουμουνδούρου, τότε αυτό θα είναι προς όφελος της κυβέρνησης, καθώς η συζήτηση δεν θα περιλαμβάνει νέα στοιχεία.
Το ιδιότυπο «μπρα ντε φερ» ανάμεσα σε ΠΑΣΟΚ και ΣΥΡΙΖΑ κινείται παράλληλα με την κοινοβουλευτική «ατζέντα», με τις προβλεπόμενες διαδικασίες να καταδεικνύουν έναν πυκνό επόμενο μήνα. Με την κατάθεσή της πρότασης για προανακριτική, που θα πρέπει να περιλαμβάνει την υπογραφή τουλάχιστον 30 βουλευτών, ξεκινά το διάστημα των 7 ημερών που δίνεται σε όποιον βουλευτή επιθυμεί να προσφύγει στο δικαστικό συμβούλιο για να γνωμοδοτήσει επί της κατηγορίας. Αμέσως μετά και εντός 15 ημερών ορίζεται συνεδρίαση της Ολομέλειας, η οποία και αποφασίζει με απόλυτη πλειοψηφία 151 βουλευτών τη σύσταση της Προανακριτικής Επιτροπής. Κοινοβουλευτικές πηγές εκτιμούν ότι η ψηφοφορία θα διεξαχθεί νωρίτερα από τις 3 εβδομάδες, που είναι ουσιαστικά το περιθώριο, που δίνεται.
Στο τραπέζι παραμένει και η πρόταση ΣΥΡΙΖΑ, όπως και η πρόταση ΚΚΕ για τη διεξαγωγή προ ημερησίας διατάξεως συζήτησης σε επίπεδο αρχηγών, στην οποία το ΠΑΣΟΚ είχε πει μεν ναι, αλλά μετά τη δημοσιοποίηση του πορίσματος του ΕΜΠ για τα αίτια της έκρηξης, που ακολούθησε τη σύγκρουση. Εν αναμονή το Κοινοβούλιο και για την πρόταση δυσπιστίας, που έχει προαναγγείλει το ΠΑΣΟΚ.
Στο κυβερνητικό επιτελείο αντιμετωπίζουν τις τρεις κοινοβουλευτικές «μάχες» ως πρόκληση για να αναδειχθεί, όπως λένε, η πολιτική εργαλειοποίηση της τραγωδίας από την αντιπολίτευση, αλλά και ως ευκαιρία για να διατυπωθεί ξεκάθαρα η επιχειρηματολογία της κυβέρνησης, που αποδομεί τις κατηγορίες περί συγκάλυψης. Το βασικότερο σημείο, όπως επισημαίνουν στελέχη της κυβερνητικής πλειοψηφίας, είναι τα στοιχεία, που θα παρουσιαστούν όχι μόνο να απαντούν στην αντιπολίτευση, αλλά και να αλλάξουν την πεποίθηση, που σε ένα μεγάλο βαθμό έχει διαμορφωθεί, ότι η κυβέρνηση δεν έχει χειριστεί επαρκώς το θέμα και δεν έχει κάνει ό,τι είναι δυνατό για τη διερεύνηση του τραγικού δυστυχήματος.