Όπως έχουμε τονίσει πολλές φορές, η κριτική απέναντι στη ΝΙΚΗ δεν αποτελεί μια κριτική σε μια οργάνωση με θρησκευτικό προσανατολισμό, πράγμα θεμιτό, δεδομένης της ύπαρξης άλλων κομμάτων με εθνοαποδομητική και ολοκληρωτική ιδεολογία μέσα στη Βουλή: Αποτελεί μια κριτική απέναντι σε ένα κόμμα που προσπερνάει το σύνορο ανάμεσα στη θρησκευτική πίστη και την πολιτική, εμφορείται από αντιλήψεις ολοκληρωτικού χαρακτήρα και, καθόλου τυχαία, συντάσσεται με τον Βλαδίμηρο Πούτιν.
Διαστρέφει έτσι, σε μια ολοκληρωτική κατεύθυνση, τις αντιλήψεις του δημοκρατικού πατριωτισμού, ενώ, με τη συστηματική αντιπαράθεσή της με όλους τους θεσμούς της ελληνικής ορθοδοξίας, δεν προτάσσει μια αναγκαία ανανέωση, αλλά προοιωνίζεται ένα κυριολεκτικό σχίσμα.
Πράγματι, πίσω από τη ΝΙΚΗ βρίσκονται όλες οι ρωσόφιλες δομές του εκκλησιαστικού χώρου που, ιδιαίτερα μετά την εισβολή στην Ουκρανία, προωθούν μια αντίληψη για την ορθοδοξία ξενοκίνητη, μισαλλόδοξη, ευσεβιστική, ολοκληρωτική.
Το κίνημα αυτό αλιεύει στον πατριωτικό χώρο και στον χώρο των πιστών που αποτελούν ένα πλειοψηφικό μέρος του ελληνικού λαού, ιδιαίτερα στα περισσότερο περιθωριοποιημένα ή παραδοσιακά στρώματα της ελληνικής κοινωνίας. Αυτοί οι κοινωνικοί χώροι μεταβάλλονται σε έναν βιότοπο όπου ανθούν οι συνωμοσιολογικές αντιλήψεις που συχνά διαβουκολούν σκληρά εργαζόμενους, καλούς οικογενειάρχες και αληθινούς πατριώτες.
Και υπεύθυνοι δεν είναι μόνο οι έμποροι ελπίδων, συχνότατα ρωσοκίνητοι, που προσπαθούν να τους εκμεταλλευτούν, αλλά - ίσως και περισσότερο - και εκείνοι που, με τις πολιτικές και τη συμπεριφορά τους, αποξενώνουν αυτές τις λαϊκές δυνάμεις από το σώμα της κοινωνίας. Όταν το κέντρο βάρους της οικονομίας της χώρας μεταφέρεται δραματικά και ξεδιάντροπα στην Αθήνα και τα τουριστικά νησιά, και η περιφέρεια, ιδιαίτερα ο βορράς και οι άνθρωποί του, εγκαταλείπεται, τότε ανοίγει ο δρόμος σε κάθε είδους καπήλους.
Το φαινόμενο της μεταβολής της κοινωνίας σε ένα καζίνο με διαρκώς επιταχυνόμενους τους ρυθμούς κυκλοφορίας του χρήματος, την ταξική αναλγησία, την τεχνολογική εργαλειακότητα, την πολιτισμική παρακμή, τις επιβουλές στην εθνική ταυτότητα και κυριαρχία, μπορεί αντιμετωπιστεί είτε με την προσπάθεια μιας ορθολογικής και συνεκτικής αντιμετώπισης του «τρελού» κόσμου μας, είτε με το βύθισμα σε έναν κόσμο φανταστικό, συνωμοσιολογικό, όπου θάλλουν όλων των ειδών οι φονταμενταλισμοί.
Επιπλέον, σήμερα, όλες οι ιδεολογίες μοιάζουν να έχουν χρεοκοπήσει, η ορθοδοξία φαντάζει για πολλούς ως μια οιονεί ιδεολογία, ικανή να καλύψει αυτό το κενό. Και ως ιδεολογία δεν μπορεί παρά να οδηγεί στις απαρχές, στα «έσχατα», στα θεμέλια (τα fondamenta).
Ωστόσο, αυτά τα «θεμέλια» βρίσκονται σε τέτοια αντίθεση με τη σημερινή κοινωνία, που βαδίζει πλησίστια προς τον μετάνθρωπο, τη σύγχυση φύλων και φυλών, ώστε αποκτά φονταμενταλιστικά χαρακτηριστικά, απόρριψης της ίδιας της σύγχρονης κοινωνίας: Της άρνησης της ιατρικής επιστήμης - εξ ου και ο αντιεμβολιαστικός ιδεασμός· Της απόρριψης της εξόδου της γυναίκας στην αγορά εργασίας και την κοινωνική ζωή - εξ ου και η πρόταση της επιστροφής της στο σπίτι και την τεκνοποιία ως απάντηση στη δημογραφική κρίση.
Στο πολιτικό επίπεδο, οδηγεί στην απόρριψη της «διεφθαρμένης» κοινοβουλευτικής δημοκρατίας των κομμάτων - και την αντικατάστασή της από ένα «οργανικό», «ακομμάτιστο», και στην ουσία μονοκομματικό, θρησκευτικό καθεστώς, όπου οι «γεροντάδες» θα αντικαθιστούν τους πολιτικούς. Τελικώς, την άρνηση της ίδιας της ελληνικής ιδιοπροσωπίας που την θεωρούν ως αποκλίνουσα προς την Ευρώπη, με την πρόσδεση σε μια ρωσικού τύπου αυταρχική ιδιοπροσωπία.
Προσωπικά, συνδέθηκα με τον ορθόδοξο χώρο στη δεκαετία του 1990, μέσα από τη σχέση μου με το ανανεωτικό ρεύμα που εγκαινιάστηκε στη δεκαετία του 1960 και του 1970, απέναντι στην παρακμή της επίσημης Εκκλησίας και το οποίο απεκλήθη «νεορθοδοξία».
Επρόκειτο για ένα τεράστιο κύμα ανανέωσης που συνομιλούσε με τον σύγχρονο κόσμο και την αμαρτία του, όπως το εκπροσωπούσαν, στο Άγιο Όρος, ο πατέρας Βασίλειος Γοντικάκης, ο μακαριστός Γεώργιος Καψάνης, και πάμπολλοι κληρικοί και λαϊκοί.
Κύμα που απέκτησε σημαντική επίδραση στην κοινωνία και την τέχνη, με σημαντικούς διανοουμένους και φιλοσόφους, επηρεάζοντας ακόμα και μουσικούς όπως ο Διονύσης Σαββόπουλος. Αυτό το ανανεωτικό ρεύμα έφερε κοντά στην ορθοδοξία και ανθρώπους που δεν είχαν σχέση μαζί της, ακόμα και μη θρησκευόμενους: είδαν σε αυτήν έναν ενεργό παράγοντα όχι μόνο ενίσχυσης και εμπλουτισμού της εθνικής ταυτότητας, σε μια εποχή αρχόμενου εκσυγχρονισμού, αλλά και ηθικοποίησης της καθημερινής ζωής, μπροστά στην επέλαση ενός αγοραίου οικονομισμού.
Ωστόσο, αυτή η ανανεωτική δυναμική της αντιμετώπισης του σύγχρονου κόσμου, μέσω του ανοίγματος σε αυτόν, μοιάζει να έχει πλέον εξαντληθεί. Όλο και λιγότεροι είναι οι φωτισμένοι ιεράρχες, κληρικοί και μοναχοί που ακολουθούν με συνέπεια και ανιδιοτέλεια μια τέτοια πορεία.
Από την επαφή μου, εδώ και τριάντα χρόνια, με τον χώρο της Εκκλησίας και των πιστών έχω διαπιστώσει μια σταδιακή διολίσθηση είτε προς μια τυπολατρική και εξωτερική ευσέβεια είτε προς έναν φονταμενταλισμό που μεταβάλλει την έννοια της ορθοδοξίας σε αποκλειστικό στοιχείο ταυτότητας. Ο ορθόδοξος υποκαθιστά τον πατριώτη, τον αριστερό, τον δεξιό, ακόμα και το θύμα του κορωνοϊού, και μεταβάλλεται σε στοιχείο συντήρησης σε όλες τις εκφάνσεις της ζωής.
Πόσες φορές δεν έχω αντιπαρατεθεί με φίλους από τον χώρο της ορθοδοξίας που απορρίπτουν τον όρο «εκσυγχρονισμός της παράδοσης», τον οποίο προτάσσω εδώ και μερικές δεκαετίες, ανταπαντώντας πως «η παράδοση δεν εκσυγχρονίζεται». Για μένα, ωστόσο, η συνάντηση με την παράδοση αποτελεί αναγκαιότητα ώστε να αντλήσουμε δυνάμεις για το σήμερα και να πορευτούμε προς την μοντερνικότητα ώστε να συναντήσουμε τον «έξω μεγάλο κόσμο γύρω μας»· γι’ αυτό και αναφέρομαι σε εκσυγχρονισμό της παράδοσης.
Αντίθετα, για τους υποστηρικτές μιας αμετακίνητης παράδοσης, δεν υπάρχουν παρά μόνο δύο δρόμοι.
Ο πρώτος είναι μια φολκλορική και επιφανειακή τήρηση των τύπων, σαν τις νεαρές που χορεύουν δημοτικούς χορούς με γόβες στιλέτο, χωρίς ουσιαστική σύνδεση της παράδοσης με το σήμερα.
Ο δεύτερος είναι μια απόπειρα κυριολεκτικής «επιστροφής» σε αυτήν, με εγκιβωτισμό στο παρελθόν, που αναπόφευκτα αφορά λίγους τους οποίους και αποκόβει από το κοινωνικό σύνολο. Απέναντι σε μια τέτοια ορθοδοξία, που δεν επιδέχεται εκσυγχρονισμό και οδηγεί σε ένα αναπόφευκτο κλείσιμο, ο Στέλιος Ράμφος - ο επιφανέστερος άλλοτε, μαζί με τον Χρήστο Γιανναρά, «νεοορθόδοξος» φιλόσοφος– θα επιλέξει την ολοκληρωτική απόρριψη της ορθόδοξης παράδοσης, ενώ ο άσπονδος συνοδοιπόρος του, Χρήστος Γιανναράς, θα πάρει τον δρόμο μια ιδιότυπης φονταμενταλιστικής σκλήρυνσης.
Τελικώς, απορρίπτοντας τον σημερινό κόσμο, η ορθοδοξία κινδυνεύει να μεταβληθεί σε μια σέκτα η οποία, ως πολιτικό κόμμα, οδηγεί αναπόφευκτα στην ακροδεξιοποίησή της και παράλληλα τη χειραγώγησή της από μια ξένη προς την ελληνική παράδοση, ολοκληρωτική αντίληψη του θρησκεύεσθαι, όπως η ρωσική του συνοδοιπόρου του Πούτιν, πατριάρχη Κυρίλλου.