Η ώρα των αποφάσεων
Shutterstock
Shutterstock

Η ώρα των αποφάσεων

Το θέμα έχει αναλυθεί επί μακρόν και από όλες τις πλευρές. Μετά από κάθε περιστατικό οπαδικής βίας, άλλωστε, χύνονται τόνοι μελάνης για τα αίτια, τις λύσεις και τους υπεύθυνους. Για την κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη, τα γεγονότα της Παρασκευής, ήταν το τρίτο εξαιρετικά σοβαρό επεισόδιο -μετά τις δολοφονίες του Άλκη Καμπανού, τον Φεβρουάριο του 2022 και του Μιχάλη Κατσουρή τον περασμένο Αύγουστο- που κλήθηκε να διαχειριστεί σε αυτό τον κύκλο αιματηρής βίας, που αρχίζει από τη δεκαετία του ‘80 και συνεχίζεται έως σήμερα. Είναι αυτός, άλλωστε και ο λόγος, που στο Μέγαρο Μαξίμου και σε όλα τα συναρμόδια υπουργεία και φορείς, αναζητούν μέτρα, που αυτή τη φορά δεν θα αφήνουν περιθώρια μη εφαρμογής ή μη αποτελεσματικότητας.

Το μήνυμα, που έδωσε ο Κυριάκος Μητσοτάκης στους υπουργούς του, ήδη από τη σύσκεψη του Σαββάτου, ήταν σαφές. Αυτή τη φορά, η στάση της Πολιτείας πρέπει να είναι αμείλικτη και να δείχνει ότι η βούληση να μπει τέλος στην έξαρση του χουλιγκανισμού στη χώρα, δεν αμφισβητείται. Ο κ. Μητσοτάκης δήλωσε οργισμένος, γράφοντας στην καθιερωμένη ανάρτησή του ότι η κυβέρνηση, όσο δύσκολη κι αν είναι η καταπολέμηση της οπαδικής βίας, θα συνεχίσει την προσπάθεια και τον αγώνα για να νικήσει σε αυτήν τη μάχη, όπως οφείλει στα θύματα, αλλά και στην κοινωνία.

«Όσο ψηλά κι αν βρίσκονται αυτοί που την υποκινούν ή έστω την ανέχονται», συμπλήρωσε, χρησιμοποιώντας μια φράση, που είναι σαφές ότι έχει συγκεκριμένους αποδέκτες. Ακολούθησε στην ίδια γραμμή, ο υπουργός δικαιοσύνης, Γιώργος Φλωρίδης, ο οποίος προανήγγειλε αντιμετώπιση του φαινομένου «χωρίς έλεος», προειδοποιώντας ότι κανένας δεν θα μείνει στο απυρόβλητο και δεν θα μπει σε καθεστώς προστασίας, ενώ βάζοντας ευθέως στο στόχαστρο τις ομάδες σημείωσε ότι «δε μπορεί μία χώρα να είναι έρμαιο από ομάδες, οι οποίες θεωρούν ότι ζουν σε ένα καθεστώς ατιμωρησίας».

Σε λίγες ώρες, η κυβέρνηση θα ανακοινώσει τα μέτρα, που έχουν αποφασιστεί. Μετά τη σύσκεψη στο Μέγαρο Μαξίμου, το Σάββατο, τηρήθηκε σιγή ασυρμάτου από όλους τους εμπλεκόμενους. Ωστόσο, τα σενάρια, που έχουν ήδη κυκλοφορήσει, δίνουν ένα στίγμα προθέσεων. Τα σενάρια αυτά μιλούν για διακοπή πρωταθλημάτων, διεξαγωγή αγώνων χωρίς φιλάθλους και κλείσιμο των οργανωμένων συνδέσμων οπαδών, αλλά και αυστηρότατες ποινές, οι οποίες και θα εκτελούνται χωρίς αναστολή. 

Όποια μέτρα κι αν επιλεγούν είναι βέβαιο ότι θα προκαλέσουν αντιδράσεις, καθώς δεν πρέπει να υποτιμάται το γεγονός ότι το πλήγμα για τις ΠΑΕ και τις ΚΑΕ θα έχει και μεγάλο οικονομικό αντίκρυσμα. Οι αντιδράσεις αναμένονται από κάθε κατεύθυνση. Αφενός από εκείνους, που ακόμη ευθύνονται, και ποτέ δεν το αποδέχθηκαν, αφετέρου από όσους θα πληγούν, χωρίς πραγματικά να φέρουν μερίδιο ευθύνης.

Απέναντι σε αυτές τις αντιδράσεις θα αναμετρηθεί και θα κριθεί η αποφασιστικότητα της πολιτείας και της κυβέρνησης να βάλει τέλος ή έστω να το προσπαθήσει στα σοβαρά, απέναντι στον φαύλο κύκλο της βίας, που εκδηλώνεται μέσα και έξω από τα γήπεδα. Η αντιμετώπιση ενός φαινομένου, που έχει λάβει τέτοιες διαστάσεις, οδηγεί και σε μέτρα ανάλογων διαστάσεων, ισοπεδώνοντας, έναν ολόκληρο χώρο, όπως του αθλητισμού και βάζοντας στο ίδιο κάδρο ακόμη κι όσους αποτελούν παράδειγμα προς μίμηση και όχι προς αποφυγή. Ναι, είναι άδικο. Αυτό, όμως, που πρέπει να συνομολογήσουμε είναι αν τελικά είναι και αναγκαίο. 

Και μετά τα διοικητικά μέτρα, ίσως να πρέπει να ανοίξει η συζήτηση και για την ανθρωπογεωγραφία του αθλητισμού, το ποιος βρίσκεται σε ποια θέση, με ποιον ρόλο και ποια συμπεριφορά. Μια πολύ ενδεικτική απάντηση δίνει η κατάθεση του 18χρονου, ο οποίος ομολόγησε ότι ήταν εκείνος, που πέταξε τη φωτοβολίδα κατά του αστυνομικού στο Ρέντη. «Μας είπαν να πάμε για επιθέσεις κατά των αστυνομικών, ένας άνδρας μας έδινε οδηγίες». Αυτός είναι μόνο ο πάτος του βαρελιού, η αλυσίδα της ρητορικής μίσους, της βίας και του χουλιγκανισμού, ξεκινά πολύ πριν καταλήξει έξω από ένα γήπεδο.