Προς ένα μεγάλο ντόμινο αλλαγών κατευθύνεται ο πλανήτης με αφορμή τη συνεχιζόμενη ουκρανική κρίση. Όλα όσα γνωρίζαμε πριν από την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία φαίνεται πως επανακαθορίζονται τόσο σε διεθνές όσο και σε εθνικό επίπεδο. Η έκρηξη των τιμών στην ενέργεια και οι αναπόφευκτες δυσμενείς συνέπειες στον τομέα της οικονομίας και των επενδύσεων δείχνουν έτοιμες να ρίξουν «βαριά» τη σκιά τους πάνω από την προσπάθεια της χώρας μας να αλλάξουν σελίδα, αφήνοντας πίσω τον κορονοϊό.
Στο πλαίσιο αυτό και με φόντο τις άγνωστες συνέπειες της κρίσης επανέρχονται σενάρια αλλαγής του εκλογικού νόμου για τις πιθανές «δεύτερες» κάλπες, μετά τις αρχικές που θα στηθούν με το σύστημα της απλής αναλογικής.
Τα σενάρια αυτά τα τελευταία 24ωρα λαμβάνουν «σάρκα και οστά», καθώς κυβερνητικά στελέχη τάσσονται υπέρ της αλλαγής με ένα κεντρικό σκεπτικό. Την αναγκαιότητα επίτευξης μιας σταθερής κυβέρνησης, σε μία περίοδο που η σταθερότητα απαιτείται όσο τίποτα άλλο. Σε μία περίοδο που όλα δείχνουν να αλλάζουν και η αβεβαιότητα δε θα πρέπει να υπάρχει ούτε καν ως σκέψη, οι υποστηρικτές της αλλαγής του εκλογικού νόμου ξαναβάζουν το θέμα προς συζήτηση.
Σύμφωνα με σενάρια που φτάνουν στα δημοσιογραφικά γραφεία η πρόταση που υπάρχει είναι η αύξηση του μπόνους των εδρών για το πρώτο κόμμα από τις 40 που προβλέπεται τώρα στις 50. Με αυτό τον τρόπο το κόμμα που θα κερδίσει τις εκλογές θα μπορεί να σχηματίσει αυτοδύναμη κυβέρνηση, κάτι που δεν συμβαίνει σήμερα ακόμα και αν η διαφορά του με το δεύτερο αγγίζει διψήφιο αριθμό.
Η αλλαγή του εκλογικού νόμου δεν τίθεται για πρώτη φορά σε συζητήσεις εντός του Μεγάρου Μαξίμου. Η πρώτη φορά ήταν στις αρχές του χρόνου όταν ο Κυριάκος Μητσοτάκης είχε ξεκάθαρα ταχθεί κατά των σχετικών εισηγήσεων, τονίζοντας ότι μία τέτοια επιλογή δεν ήταν ευθυγραμμισμένη με τη «θεσμική» λογική που έχει. «Έχουμε εκλογικό νόμο, με αυτόν τον εκλογικό νόμο θα πάμε σε εκλογές, με αυτόν τον εκλογικό νόμο εκτιμώ ότι θα κερδίσουμε τις εκλογές» είχε πει σε συνέντευξη του στον ΣΚΑΪ, στις αρχές Φεβρουαρίου.
Το μεγάλο ερώτημα ασφαλώς που τίθεται πλέον είναι εάν μετά όλες τις δραματικές εξελίξεις των τελευταίων δύο εβδομάδων, ο πρωθυπουργός μετακινηθεί από θέση του. Μέχρι σήμερα πάντως αυτό δε φαίνεται να έχει συμβεί.