«Η Ελλάδα έχει γυρίσει σελίδα, η κυβέρνηση αυτή έχει αποδείξει ότι διαθέτει μεταρρυθμιστική ορμή. Μπορώ να σας πω μετά βεβαιότητας ότι ο τελικός ρυθμός ανάπτυξης για το 2021 θα είναι πολύ πάνω από το 7%. Και δεν είναι μόνο η ανάπτυξη αλλά είναι και η ποιότητα της ανάπτυξης». Αυτό δήλωσε μεταξύ άλλων ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης στην εκδήλωση του Ελληνογερμανικού Επιμελητηρίου, υπογραμμίζοντας παράλληλα ότι «η ελληνική οικονομία μπόρεσε και ανέκαμψε από την κρίση του κορονοϊού με ρυθμούς ανάπτυξης που πιστεύω ότι ξεπέρασαν και τις πιο αισιόδοξες προβλέψεις που μπορεί να κάναμε πριν από έναν χρόνο».
Σύμφωνα με τον πρωθυπουργό, «η Ελλάδα είναι μια οικονομία η οποία εξέρχεται δυναμικά από μια δεκαετή κρίση. Αυτό από μόνο του δημιουργεί ευκαιρίες. Αλλά δεν είναι μόνο μια εφήμερη ανάκαμψη. Δεν καλύπτουμε απλά το χαμένο έδαφος. Θέτουμε τις βάσεις και για μια μακροχρόνια ποιοτική ανάπτυξη». Ανέφερε ακόμα ότι «η Ελλάδα σήμερα είναι μια χώρα που αποτελεί ελκυστικό επενδυτικό προορισμό πρώτα και πάνω από όλα πιστεύω γιατί έχει πολιτική σταθερότητα. Είναι κάτι το οποίο θεωρώ ότι είναι εξαιρετικά σημαντικό. Είναι μια χώρα της Ευρωζώνης, άμα δει κανείς την ευρύτερη περιοχή των Βαλκανίων, με μια κυβέρνηση η οποία είναι συνεπής σε αυτά τα οποία λέει και είναι αξιόπιστη. Αυτά που λέει τα κάνει. Και αυτά που δεν μπορεί να κάνει, λέει ξεκάθαρα ότι δεν θα τα κάνει. Έχουμε νομίζω κατοχυρώσει το τεκμήριο της ειλικρίνειας και της αλήθειας στον πολιτικό λόγο. Οι επενδυτές που γνωρίζουν ότι έχουν απέναντί τους μια δημόσια διοίκηση η οποία προσπαθεί να ξεπεράσει χρόνιες αγκυλώσεις της γραφειοκρατίας, έχουμε ψηφίσει 16, αν δεν κάνω λάθος, νομοσχέδια αναπτυξιακού χαρακτήρα τα οποία έρχονται και αντιμετωπίζουν παθογένειες του παρελθόντος. Και πιστεύω, τελικά, ότι το αποτέλεσμα δικαιώνει αυτό το οποίο λέμε. Διότι έχουν ήδη γίνει πολύ σημαντικές επενδύσεις στην Ελλάδα και έχουμε καταφέρει και έχουμε προσελκύσει το ενδιαφέρον ξένων επενδυτών που στο παρελθόν δεν θα σκεφτόντουσαν την Ελλάδα ως έναν εν δυνάμει επενδυτικό προορισμό».
Δημοσιονομική σταθερότητα
Παράλληλα, ο Κυριάκος Μητσοτάκης έστειλε σήμερα σαφές μήνυμα ότι η επιδότηση νοικοκυριών και επιχειρήσεων στο ρεύμα και το φυσικό αέριο, όπως και γενικότερα τα μέτρα στήριξης, δεν πρόκειται σε καμία περίπτωση να θέσουν σε κίνδυνο την δημοσιονομική σταθερότητα της οικονομίας και τους στόχους της κυβέρνησης για επενδυτική βαθμίδα.
Σε μια συγκυρία όπου τα ομόλογα της ευρωζώνης και ιδιαίτερα της Ελλάδας δέχονται ισχυρές πιέσεις, ο Κυρ. Μητσοτάκης μιλώντας στο Ελληνογερμανικό Επιμελητήριο, έστειλε στην ουσία μήνυμα σε αγορές και επενδυτές, ότι η κυβέρνηση είναι προσηλωμένη στους στόχους που έχει θέσει για φέτος και για το 2023, να συγκρατήσει το πρωτογενές έλλειμμα και να παρουσιάσει πρωτογενές πλεόνασμα.
«Η δημοσιονομική σταθερότητα δεν πρόκειται να τεθεί σε αμφισβήτηση, η κυβέρνηση έχει δείξει ότι η ανακούφιση ευπαθών ομάδων γίνεται χωρίς να τεθεί σε κίνδυνο τη δημοσιονομική σταθερότητα», ανέφερε ο πρωθυπουργός, απαντώντας σε σχετική ερώτηση.
Στήριξη νοικοκυριών
Έκανε σαφές ότι η κυβέρνηση θα συνεχίσει να στηρίζει νοικοκυριά και επιχειρήσεις, τόνισε ότι καμία χώρα δεν είναι σε θέση να απορροφήσει πλήρως τις αυξήσεις στο ενεργειακό κόστος και επανέλαβε την προσήλωση της κυβέρνησης στο στόχο της επενδυτικής βαθμίδας, για την οποία εκτίμησε ότι θα επιτευχθεί μέσα στο πρώτο εξάμηνο του 2023.
Ο πρωθυπουργός, ερωτηθείς για τη μετάβαση της οικονομίας στην «πράσινη ενέργεια» και πως θα καταστεί αυτό εφικτό χωρίς να προκληθεί αποχώρηση των βιομηχανικών μονάδων από την Ευρώπη αλλά και την Ελλάδα, σε μια περίοδο που παρουσιάζεται αύξηση του κόστους των εναλλακτικών πηγών ενέργειας (φυσικό αέριο), επισήμανε πως είναι υποχρέωση της Ευρώπης να προστατέψει αυτές τις επιχειρήσεις υπογραμμίζοντας ότι «δεν είμαστε αφελείς να πυροβολήσουμε τα πόδια μας» και να αντιμετωπίσουν τον αθέμιτο ανταγωνισμό.
Ενδεικτικά ο Κυριάκος Μητσοτάκης ανέφερε πως «έχουμε τη δυνατότητα να στηρίξουμε την εγχώρια επιχειρηματικότητα απέναντι στις απότομες αυξήσεις του φυσικού αερίου» λέγοντας ότι καμία χώρα δεν μπορεί να απορροφήσει το κόστος αυξήσεις στο φυσικού αερίου, υπενθυμίζοντας πως η ελληνική κυβέρνηση ήδη υλοποιεί μέτρα στήριξης των ελληνικών επιχειρήσεων.
Γνωστοποίησε ότι τον επόμενο μήνα η κυβέρνηση θα καταθέσει στη Βουλή τον πρώτο για τη χώρα μας κλιματικό νόμο.
Εκτίμησε ότι η Ελλάδα μπορεί να διαδραματίσει καθοριστικό ρόλο ως ενεργειακός κόμβος, τόσο ως εισαγωγέας φυσικού αερίου, αλλά και κόμβος διασύνδεση του ευρωπαϊκού δικτύου με το Ισραηλινό και το αφρικανικό, όπως την Αίγυπτο, η οποία έχει μεγάλες δυνατότητες παραγωγής εναλλακτικών πηγών ενέργειας και δη στα φωτοβολταϊκά και τόνισε πως κάποια στιγμή η χώρα μας πρέπει να γίνει πλεονασματική στον τομέα της ενέργειας, ως παραγωγός η διαμετακομιστής.
Μίλησε για τις επενδυτικές ευκαιρίας που υπάρχουν στην Ελλάδα για τις γερμανικές επιχειρήσεις, σημειώνοντας πως υπάρχουν πολλά επενδυτικά σχέδια που βρίσκονται σε εξέλιξη και εξέφρασε την αισιοδοξία του για το μέλλον, λέγοντας ότι «Έχουμε αφήσει στο παρελθόν στερεότυπα της προηγούμενης δεκαετίας»
Στο πλαίσιο αυτό αναφέρθηκε και στα έργα που γίνονται για την ενίσχυση του τουρισμού και την διασφάλιση της βιώσιμης τουριστικής ανάπτυξης, προσθέτοντας πως γίνεται με προστασία του περιβάλλοντος, φέροντας ως παράδειγμα τις πρωτοβουλίες που υλοποιούνται στην Αστυπάλαια.
«Αυτής της κυβέρνησης της αρέσουν οι πράξεις και όχι τα λόγια», υπογράμμισε.
Για την πανδημία ανέφερε ότι «περνάμε, παρά τις δυσκολίες, σε μία επόμενη φάση που θα διαχειριζόμαστε την πανδημία χωρίς περιορισμούς οικονομικούς και κοινωνικούς» τονίζοντας ότι η απόφαση για κοινή αγορά εμβολίων δικαιώθηκε ουσιαστικά στην πράξη.
Ανθρώπινο δυναμικό
Τέλος, αναφέρθηκε στην ποιότητα του ανθρώπινου δυναμικού της Ελλάδος: «Θέλω να τονίσω κάτι ακόμα το οποίο έχει μια ξεχωριστή σημασία: Δεν είναι μόνο το φυσικό μας περιβάλλον. Δεν είναι μόνο το γεγονός ότι έχουμε ήλιο και άνεμο για τις ΑΠΕ. Δεν είναι μόνο οι ωραίες μας παραλίες που καθιστούν το τουριστικό προϊόν μοναδικό. Για μένα είναι και η ποιότητα του ανθρώπινου δυναμικού της χώρας. Και επιμένω πολύ σε αυτό. Για αυτό και επιμείναμε πολύ να μειώσουμε και τους φόρους στην εργασία γιατί θεωρώ ότι αυτό αποτελεί πια συγκριτικό πλεονέκτημα της χώρας. Όταν έρχονται εταιρείες και επενδύουν στην υψηλή τεχνολογία το κάνουν πρωτίστως γιατί διαπιστώνουν ότι στην Ελλάδα μπορούν να βρουν εξαιρετικό ανθρώπινο δυναμικό με πολύ πρόθυμους νέους Έλληνες, πολύ καλά καταρτισμένους, οι οποίοι θέλουν να δουλέψουν με ενθουσιασμό και να προκόψουν μαζί με τις εταιρείες στις οποίες εργάζονται».