Λογοδοσία ή «Λογοδοσία»;
Shutterstock
Shutterstock

Λογοδοσία ή «Λογοδοσία»;

H μεταρρύθμιση του δημοσίου τομέα, ένα ζήτημα που αποτελεί μόνιμη πληγή και προκαλεί διαχρονικά πόνο στη χώρα μας, ήταν το αντικείμενο του προηγούμενου άρθρου μας στο liberal.gr. Αναλύσαμε το πώς η καθυστέρηση στην προώθηση των απαραίτητων διαδικασιών εξορθολογισμού και εκσυγχρονισμού του ελληνικού δημοσίου επηρεάζει αρνητικά σχεδόν ολόκληρη την κρατική υπόσταση της Ελλάδας, ακόμη και τομείς μη προφανείς σε πρώτη ανάγνωση. Η γραφειοκρατική υστέρηση του ελληνικού δημοσίου, φερ' ειπείν, οξύνει περαιτέρω το δημογραφικό πρόβλημα, ενώ υποβαθμίζει το κύρος και την ισχύ της πατρίδας μας στο διεθνές στερέωμα.  

Στο ίδιο άρθρο ανέπτυξα την ιδέα ότι για μια ουσιαστική ανάταξη του δημοσίου τομέα στην Ελλάδα, οι σταδιακές και επιμέρους βελτιώσεις δεν επαρκούν. Αυτό που χρειαζόμαστε –και το χρειαζόμαστε «χθες» όπως λέμε στην καθομιλουμένη για κάτι τόσο επείγον– είναι μια επανάσταση: Μια επανάσταση στη φιλοσοφία και τον τρόπο διάρθρωσης, στη δομή και τον συνολικό προσανατολισμό του ελληνικού δημοσίου. Χρειαζόμαστε ριζοσπαστικές και τολμηρές, αποφασιστικές λύσεις, διότι απλώς δεν έχουμε πια καμία άλλη επιλογή

Την επανάσταση αυτή την ονομάζω «Από Αρμοδιότητα στην Αποστολή» και νομίζω πως είναι σαφές σε τι αναφέρομαι. Ωστόσο, μια διαδικασία εκ βάθρων ανατροπής της παγιωμένης, στρεβλής κατάστασης στο δημόσιο θα είναι αλυσιτελής αν δεν συμπληρωθεί από μια διαφορετική αντίληψη για τη λογοδοσία των κρατικών φορέων, υπηρεσιών, των δημοσίων λειτουργών κ.ο.κ. απέναντι στους Έλληνες πολίτες.

Σήμερα, η «λογοδοσία» είναι κάτι πολύ στενό και τυποποιημένο. Αντικατοπτρίζεται στο αποτέλεσμα των εκλογών κάθε τέσσερα χρόνια, ενδεχομένως και σε κάποιες σπάνιες αλλαγές διοικήσεων ή παραιτήσεις, κυρίως λόγω των συνεπειών από έκτακτα και δυσάρεστα γεγονότα.

Αυτό όμως δεν μπορεί να θεωρείται αρκετό για ένα κράτος που θέλει να λειτουργεί με όρους του 21ου αιώνα. Στην εποχή της κυριαρχίας των δεδομένων, των big data, της Τεχνητής Νοημοσύνης και της ιλιγγιώδους ψηφιακής ταχύτητας –αλλά και της γενικευμένης αμφισβήτησης και των fake news– μόνο αν βασιστούμε σε πραγματικά και αξιόπιστα στοιχεία μπορούμε να καταλήξουμε σε ασφαλή συμπεράσματα. Προκειμένου, αν μη τι άλλον, να διεξάγουμε επιτέλους έναν ορθολογικό πολιτικό διάλογο στην Ελλάδα. Από την προσωπική μου εμπειρία, σε κάθε πάνελ στο οποίο συμμετέχω, «τσακωνόμαστε» με τους πολιτικούς μου αντιπάλους περισσότερο για τα στοιχεία και λιγότερο για τις πολιτικές!

Για να ξεκινήσουμε, λοιπόν, από ένα συγκεκριμένο σημείο την πορεία προς την εξεύρεση πρακτικών λύσεων αντί να αναλωνόμαστε σε θεωρητικές συζητήσεις, προτείνω τη σύσταση ενός Παρατηρητηρίου Κυβερνητικής Αποτελεσματικότητας. Το όργανο αυτό θα έχει ως αποστολή του το να συλλέγει δεδομένα και στοιχεία από τους φορείς του δημοσίου. Θα τα επεξεργάζεται με σύγχρονες και αντικειμενικές μεθόδους, και κατόπιν θα δημοσιεύει τους κρίσιμους δείκτες αποτελεσματικότητας των δημοσίων υπηρεσιών σε κλάδους όπως η εκπαίδευση (το τι στ' αλήθεια γίνεται στα σχολεία των παιδιών μας), την εγκληματικότητα, την Υγεία κ.ο.κ.

Οι δείκτες που θα παρέχει το Παρατηρητήριο Κυβερνητικής Αποτελεσματικότητας θα αποτελούν τη βάση για το συμβόλαιο κάθε υπηρεσίας με τους πολίτες, καθώς οι στόχοι που θα πρέπει να πετύχει κάθε δημόσιος φορέας θα προσδιορίζονται εύκολα και άμεσα. Επιπλέον, όλες οι πολιτικές παρατάξεις, όχι μόνο η πλειοψηφία, θα έχουν τη δυνατότητα να ενσωματώνουν στο πρόγραμμά τους, ανάλογα με τις πολιτικές τους προτεραιότητες, κάποιους από τους στόχους που θα υποδεικνύει το Παρατηρητήριο Κυβερνητικής Αποτελεσματικότητας.

Ασφαλώς, προϋπόθεση εκ των ων ουκ άνευ είναι ότι η όλη διαδικασία πρέπει να περιβάλλεται από αξιοπιστία και συνεπώς πρέπει να τελεί υπό την εποπτεία μίας ανεξάρτητης αρχής. Μόνον έτσι θα δεν θα υπάρξει η παραμικρή υπόνοια ότι «τα γκολπόστ μετακινούνται» μέσω της δημιουργικής λογιστικής στα δεδομένα.

Μολονότι στα χρόνια της οικονομικής κρίσης είχαμε εμπλοκή στις κομματικές αντιπαραθέσεις, ακόμη και της ίδιας της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής –παρ' όλη την a apriori ανεξαρτησία της– θεωρώ πως η ΕΛΣΤΑΤ μπορεί να γίνει ο φορέας που θα συλλέγει και θα ελέγχει όσα δεδομένα θεωρούνται απαραίτητα. Η αξιοπιστία της ΕΛΣΤΑΤ στις αντίστοιχες διαδικασίες, οι οποίες έχουν σχέση με το δημοσιονομικό έλλειμμα, το δημόσιο χρέος της χώρας μας κ.λπ., αποτελούν το καλύτερο εχέγγυο επιτυχίας για την ΕΛΣΤΑΤ.

Η διαδικασία αυτή, συνολικά, θα μπορούσε να ωφεληθεί επίσης εάν το Παρατηρητήριο Κυβερνητικής Αποτελεσματικότητα τεθεί από την εποπτεία της Βουλής, έτσι ώστε να είναι ακόμη περισσότερο θωρακισμένη από θεσμικής άποψης.

Στο πλαίσιο αυτής της εποπτείας, θα πρότεινα τη δυνατότητα θεσμοθέτησης νέων δεικτών, ακόμη και με μειωμένη πλειοψηφία, έτσι ώστε να μπορεί η αντιπολίτευση να προτείνει και αυτή χρήσιμους και σημαντικούς δείκτες αποτελεσματικότητας, με σεβασμό πάντα στους πόρους που απαιτούνται για τη συλλογή των στοιχείων.

Συμπερασματικά, πιστεύω ότι η πρόταση για τη δημιουργία Παρατηρητηρίου Κυβερνητικής Αποτελεσματικότητας θα αποφέρει πολλαπλά οφέλη:

- Για τον πολιτικό διάλογο: Το ενδιαφέρον και η ουσία θα στραφεί προς έναν ουσιαστικό διάλογο για τις πολιτικές, βασισμένο σε πραγματικά, μη αμφισβητήσιμα δεδομένα. Το Παρατηρητήριο θα μας βοηθήσει να ξεφύγουμε από τις, συχνά κενές νοήματος αντιπαραθέσεις, οι οποίες πραγματοποιούνται στη λογική των «παράλληλων μονόλογων», με την κάθε πλευρά να παραθέτει ακόμα και ξύλινες, ασαφείς και κυρίως ατεκμηρίωτες –λόγω έλλειψης αξιόπιστων δεδομένων– προτάσεις.

- Για το ελληνικό δημόσιο και τη λειτουργία του καθαυτήν: Επιτέλους, το δημόσιο στη χώρα μας θα αρχίσει να λειτουργεί στο σύνολό του με «πραγματική» στοχοθεσία και λογοδοσία, και όχι απλώς στη βάση ενός σχεδιασμού σε επίπεδο υπηρεσιών. Ο οποίος, άλλωστε, σε πλείστες περιπτώσεις ενσαρκώνεται σε σχέδια δράσης και δείκτες, που πολύ απέχουν από την πραγματικότητα. Και, το χειρότερο, επαναλαμβάνονται ατεκμηρίωτα κάθε χρόνο, μη λαμβάνοντας υπόψη την ουσία της αποστολής κάθε υπηρεσίας και κυρίως την απρόσκοπτη εξυπηρέτηση του  δημόσιου συμφέροντος.

- Για το πολιτικό σύστημα, το οποίο θα είναι υπόλογο για όσα πραγματικά μπορεί να αλλάξει όπως για παράδειγμα την ύπαρξη ή μη των πόρων. Το δημόσιο θα λογοδοτεί για το τελικό αποτέλεσμα το οποίο στραμμένο στην αποστολή του θα μπορεί να το φέρει σε πέρας με ευελιξία όπως αρμόζει σε παρόχους υπηρεσιών τον 21ο αιώνα. Θα αποκατασταθεί η χαμένη εμπιστοσύνη των πολιτών σε αυτό και θα αρχίσει να χτίζεται μια αμφίδρομη σχέση, στη βάση της οποίας θα βρίσκεται η ειλικρίνεια και η σαφήνεια των διαφορετικών πολιτικών.

- Για τους πολίτες: Εάν επιτευχθούν όλα τα παραπάνω, πρωταγωνιστές γίνονται κατ' ουσίαν οι ίδιοι οι πολίτες και οι ανάγκες τους, ενώ δίνεται έμφαση στους ευάλωτους. Οι πολίτες, λοιπόν, οι πραγματικοί Έλληνες και Ελληνίδες που απαρτίζουν την κοινωνία μας, έρχονται στο επίκεντρο της προσπάθειας την οποίαν καταβάλλουμε όλοι εμείς, είτε από την θέση των πολιτικών είτε των δημόσιων λειτουργών. Και είμαστε εμείς ακριβώς που έχουμε κατεξοχήν ως αποστολή –θα έλεγα και ιερό καθήκον, να συμβάλλουμε στη βελτίωσης της καθημερινότητας των πολιτών, μέσα από το χτίσιμο ενός σύγχρονου, αποτελεσματικού, κοινωνικά δίκαιου κράτους.

Συνοψίζοντας, έχω την πεποίθηση πως οι δύο προτάσεις τις οποίες ανέπτυξα στα διαδοχικά μου άρθρα μπορούν να αποτελέσουν την απαρχή μιας νέας σχέσης του δημόσιου με τους πολίτες. Μιας σχέσης εμπιστοσύνης, η οποία θα καταστήσει εφικτή τη συνεχή βελτίωση του δημοσίου τομέα, αλλά και θα στρέψει το πολιτικό σύστημα να ασχοληθεί με τα ουσιώδη προβλήματα των πολιτών, χωρίς να είναι μονίμως υπόλογο ακόμη και όταν το ίδιο δεν φταίει, όπως πχ σε περιπτώσεις που έχει φροντίσει να παράσχει τους απαραίτητους πόρους, έχει φροντίσει να δώσει προτεραιότητα κ.λπ., αλλά η όλη προσπάθεια υπονομεύεται και ακυρώνεται επειδή το ίδιο το δημόσιο ακόμη δεν έχει οργανωθεί αποτελεσματικά, ώστε να παράσχει τις υπηρεσίες που καθορίζονται από τις απαιτήσεις του 21ου αιώνα.

*Ο Χάρης Θεοχάρης είναι βουλευτής Νοτίου Τομέα ΝΔ