Η ιστορική άνοδος του ΣΥΡΙΖΑ έχει τις απαρχές της - όχι από οργανωτική και εκλογική αλλά από ιδεολογική άποψη - στον περιβόητο Δεκέμβρη του 2008 και το τέλος της στις εκλογές της 21η Μάϊου 2023. Με μια ιδεολογία που σφραγίζεται από την αρχή μέχρι το τέλος από τον μηδενισμό.
Η ίδια η μεταπολίτευση κατά την ύστερη φάση της, ιδιαίτερα μετά το 2000 είχε σταδιακά αποκτήσει εθνομηδενιστικά και εν τέλει απλώς μηδενιστικά χαρακτηριστικά, όπου ο ατομικός δικαιωματισμός και η κατανάλωση υπερέβαινε κάθε έννοια συλλογικότητας και εθνικού συμφέροντος.
Το απόγειο αυτής της καταναλωτικής λογικής υπήρξε ακριβώς η μόνη μηδενιστική εξέγερση που έχει συμβεί στην Ελλάδα - εκείνη του Δεκέμβρη του 2008. Η «εξέγερση του Δεκέμβρη» αποτέλεσε την κορύφωση των μηδενιστικών και εθνομηδενιστικών τάσεων, μια και δεν επρόκειτο για κάποια εξέγερση με συγκεκριμένους στόχους, αλλά αποκλειστικά με την επιδίωξη της καταστροφής, της κατανάλωσης αναρίθμητων σπασμένων βιτρινών.
Αυτό το γεγονός αποτέλεσε την αυθεντική αφετηρία της ανόδου του ΣΥΡΙΖΑ για μία ολόκληρη δεκαπενταετία και όχι οι εκλογές του 2012· άνοδος που μπόρεσε να κορυφωθεί εξαιτίας της μνημονιακής λαίλαπας στην οποία κατέληξε η μεταπολίτευση.
Και το γεγονός πως μια παρασιτική κοινωνία παρήγαγε μία μηδενιστική εξέγερση δεν θα πρέπει να μας εκπλήσσει. Άλλωστε και στη διάρκεια της μνημονιακής λαίλαπας η αντιμνημονιακή εξέγερση όχι μόνο δεν μπόρεσε να προσφέρει οποιαδήποτε θετική εναλλακτική λύση, αλλά κινήθηκε σχεδόν αποκλειστικά στα πλαίσια του παρασιτικού μοντέλου - να επιστρέψουμε στον χαμένο παράδεισο.
Καθόλου τυχαία λοιπόν η εκτίναξη του ΣΥΡΙΖΑ θα έχει ως αφετηρία ακριβώς αυτή την μηδενιστική εξέγερση, μέσα στην οποία και θα διαμορφωθεί ιδεολογικά και θα γνωρίσει το απόγειο της επιρροής του μεταξύ του 2012 και του 2019.
Αυτή ακριβώς η ιδεολογία που σφράγισε την άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ θα τον συνοδεύει και στην περίοδο του λυκόφωτός του μέχρι τις εκλογές το 2023: Η απόλυτη αδιαφορία για το δημόσιο και εθνικό συμφέρον ή και για την ίδια την αλήθεια η απεύθυνση κατ’ εξοχήν μέσω διαδικτύου στα πιο χαμηλά ένστικτα και την ανθρωποφαγία, σφραγίζουν ένα κόμμα που συνδέθηκε με την άρνηση και πότε με τη θετική πρόταση.
Ακόμα και την περίοδο που κυβέρνησε τη χώρα ποτέ δεν κατόρθωσε να προτάξει μία θετική ατζέντα αλλά επέμενε προνομιακά στην αρνητικότητα της συντριβής των μεσαίων τάξεων και σε τερτίπια επιβίωσης, όπως με το δημοψήφισμα, αδιαφορώντας για το ασύλληπτο κόστος που επέφερε, αρκεί να παραμείνει στην εξουσία.
Το ίδιο θα συμβεί σε ακόμα μεγαλύτερη κλίμακα μετά την εκλογική ήττα του 2019 όταν θα ασκεί μία υστερική και λούμπεν αντιπολίτευση: Με τον Πολακισμό να πρωτοστατεί, τον Μητσοτάκη να χαρακτηρίζεται ακροδεξιός, την άρνηση της Εθνικής Άμυνας και του εξοπλισμού της χώρας, την κατασυκοφάντηση της Ελλάδας ότι εξοντώνει τους μετανάστες, το κλείσιμο του ματιού στους αντιεμβολιαστές και τους ναζί, και τους υστερικούς τόνους που προσέλαβε η καμπάνια για τις παρακολουθήσεις.
Ακριβώς πάνω σε μία τέτοια μηδενιστική λογική χτίστηκε και η πρόσφατη εκλογική τακτική του ΣΥΡΙΖΑ: «Η χειρότερη κυβέρνηση μετά τη μεταπολίτευση», «η πείνα που μαστίζει τους Έλληνες» η «εκτίναξη των ανισοτήτων», σε αντίθεση με τη στατιστικά καταγεγραμμένη μείωσή τους· η «ακρίβεια Μητσοτάκη» όταν είναι γνωστή η κρίση που προκάλεσε στις τιμές της ενέργειας η εισβολή στην Ουκρανία, και ούτω καθεξής.
Επειδή όμως, στο μεταξύ, μετά το 2019, η ελληνική οικονομία παρά την πανδημική κρίση μάλλον ενισχύεται ενώ για τη συντριπτική πλειοψηφία των πολιτών καθίσταται προφανής η ανάγκη της ενίσχυσης της Εθνικής Άμυνας απέναντι στη νεο - οθωμανική Τουρκίας, καθώς και της αποτροπής των ανεξέλεγκτων μεταναστευτικών ρευμάτων - η προπαγάνδα του έπεφτε όλο και περισσότερο στο κενό.
Πολλοί υποστηρίζουν πώς μετά το 2019 ο Τσίπρας θα έπρεπε να προβεί σε μία ριζική αναδιοργάνωση του κόμματος και να εξαλείψει τα μηδενιστικά και luben στοιχεία του κόμματος, ώστε να μπορέσει να προσαρμοστεί στη νέα πραγματικότητα.
Ωστόσο κάτι τέτοιο ήταν μάλλον αδύνατο. Αρχικώς διότι η διατήρηση ενός σχετικά ισχυρού ποσοστού 32%, στις εκλογές του 2019, προσέφερε την αυταπάτη της συνέχισης της ίδιας πολιτικής. Αλλά και διότι ο ίδιος ο Αλέξης Τσίπρας και το μεγαλύτερο μέρος των ηγετικών στελεχών του κόμματος εμφορούνται από την ίδια μηδενιστική ιδεολογία.
Έτσι δεν κατανόησαν πώς τα τέσσερα χρόνια που μεσολάβησαν από το 2019, η Ελλάδα και προπαντός οι Έλληνες άλλαξαν. Δεν επιθυμούν πλέον μια ανέφικτη επιστροφή στο μεταπολιτευτικό παράδεισο του παρασιτισμού ούτε στον παροξυσμό της εποχής των μνημονίων.
Οι Έλληνες είχαν μπει σε μία νέα ιστορική περίοδο μετά τη μεταπολίτευση όπου η «φοιτητική αμεριμνησία» όπως η χαρακτήρισε, ευγενώς, ο Διονύσης Σαββόπουλος δεν έχει πλέον λόγο ύπαρξης.
Η Ελλάδα παίζει την ίδια της την υπόσταση και την ανεξαρτησία, έχοντας να αντιμετωπίσει κολοσσιαία προβλήματα όπως η δημογραφική κατάρρευση, η ανάγκη παραγωγικής ανασυγκρότησης και επανεξοπλισμού, η αντιμετώπιση του Ερντογάν και των γκρίζων λύκων, η ανασυγκρότηση μιας διαλυμένης από τις συντεχνίες των εκπαιδευτικών και τις συμμορίες των αντίφα Παιδείας.
Δεν παρακολουθούσε πλέον τους Ανδρέοπαπανδρεικούς ζογκλερισμούς του Τσίπρα. Η κοινωνία έφυγε μπροστά από τη μεταπολίτευση, οριστικά, τελεσίδικα, ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ εξακολουθούσε να αποτελεί το κακέκτυπο της. Έτσι αυτό που άρχισε στις εκλογές του 2019 ήρθε να ολοκληρωθεί τον Μάιο το 2023.
Αυτό ακριβώς το νόημα έχει η αναφορά στο γεγονός πώς το πολιτικό σύστημα έχει έναν και μόνο ισχυρό πόλο είναι μονοπολικο - άποψη που ακόμα και πολλοί φίλοι αδυνατούσαν να συμμεριστούν μια και θεωρούσαν τον Τσίπρα και το ΣΥΡΙΖΑ τον δεύτερο πόλο του πολιτικού συστήματος. Όμως οι εκλογές της 21ης Μαΐου ήρθαν να καταδείξουν και στο αριθμητικό εκλογικό επίπεδο, αυτό που είχε ήδη συμβεί στο κοινωνικό και ιδεολογικό πεδίο.
Άραγε έχει κάποια πιθανότητα ο Τσίπρας σε μία νέα οβιδιακή μεταμόρφωσή του «να πιάσει» το ρεύμα της κοινωνίας και να μεταβάλει οριστικά ρότα; Άποψή μου είναι πως κάτι τέτοιο είναι αδύνατο διότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν διαθέτει την εσωτερική δυναμική για μία τέτοια στροφή, που θα προϋπέθετε την ίδια την καταστροφή των ιδεολογικών του θεμελίων. Θα απαιτηθούν κρίσεις, διασπάσεις και μετασχηματισμοί μεγάλης κλίμακας, για να αρχίσει έστω ένα τμήμα της Αριστεράς να αποκτά μία κοινή περπατησιά με την κοινωνία.
Στο μεταξύ το μονοπολικό μοντέλο της ηγεμονίας της Νέας Δημοκρατίας του Κυριάκου Μητσοτάκη θα συνεχίσει να κυριαρχεί μέχρις ότου στο Κέντρο και την Αριστερά αναδειχθούν δυνάμεις ικανές να συνομιλήσουν με τις σημερινές πραγματικότητες, πράγμα απαραίτητο για την ισορροπία και τη σταθερότητα της χώρας.