Είναι ωραία να είσαι αντιπολίτευση. Ζωγραφίζεις έναν ρόδινο κόσμο, οι οπαδοί σου ενθουσιάζονται και γίνονται κήρυκες των υποσχέσεων, ενώ οι απλοί ψηφοφόροι έστω και επιφυλακτικοί, θέλουν να ελπίζουν «μπας και» ή «και τα μισά να κάνει».
Αλλά και αυτό υπό δύο προϋποθέσεις. Η πρώτη να είσαι αυθεντικός ο εαυτός του.
Όταν στην ένδεια της πολιτικής σου μοναξιάς υποδύεσαι κάποιον άλλον προκειμένου να του υποκλέψεις την πολιτική παρακαταθήκη, τροφοδοτείς χαμόγελα συγκατάβασης, ενίοτε και ειρωνείας.
Ο Αλέξης, ως άλλος Αντρέας, στην ομιλία του στη Θεσσαλονίκη δήλωσε ότι είναι έτοιμοι και αποφασισμένοι να σηκώσουν «το ήλιο πάνω από την Ελλάδα». Ουδείς βέβαια έχει στην ιδιοκτησία του τους στίχους του πνευματικού εμβατηρίου του Άγγελου Σικελιανού.
Αλλά όταν ως στίχος, άκουσμα, τραγούδι, σύνθημα, πολιτική παράσταση, κομματικό σήμα, brand name, είναι τόσο ταυτισμένο και ποτισμένο ιστορικά με το ΠΑΣΟΚ, μοιάζει σαν… υπεξαίρεση πολιτικής ιδιοκτησίας.
Παράλληλα δείχνει πολιτική απελπισία. Αποδεικνύει ότι στέρεψε το πολιτικό και ιδεολογικό σου φορτίο. Ότι το πολιτικό σου ακροατήριο είναι πεπερασμένο, αφού ό,τι ήταν να σου δώσει σου το έδωσε. Και ότι είσαι τόσο ελλιπής από εφεδρείες, ώστε να ελπίζεις ότι θα αποτελέσει σωσίβια λέμβο ο (λίγος) κόσμος του ΠΑΣΟΚ που απέμεινε στο ΚΙΝΑΛ.
Γιατί δεν είναι μόνο ο ήλιος που θα σηκώσουν πάνω από την Ελλάδα. Είναι και το κεντρικό σύνθημα της ομιλίας στη ΔΕΘ για «Νέα αρχή». Κ αυτό κλεμμένο! Ήταν σύνθημα του ΠΑΣΟΚ το 2015, τότε που ο Τσίπρας έκανε τη δική του «νέα αρχή» με τον Καμμένο! Δεν ήταν λήθη, έλλειψη γνώσης ή φαντασίας για ανεύρεση άλλου συνθήματος. Ήταν πρωτοφανής κλοπή από σκοπιμότητα.
Η τόση υποκατάσταση του ΠΑΣΟΚ προδιαγράφει και την εκλογική του μοίρα – με τα σημερινά δεδομένα πάντα. Ακόμη και όλο το ΚΙΝΑΛ να ψήφιζε Αλέξη, πάλι προοπτική κυβέρνησης δεν διαφαίνεται. Το γνωρίζει και γι’ αυτό μιλάει αναγκαστικά για «προοδευτική κυβέρνηση», και όχι για κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ. Για να δώσει την αίσθηση ότι υπάρχει στον ορίζοντα κάποια προοπτική.
Η δεύτερη προϋπόθεση, είναι να μην έχεις κυβερνήσει, ειδικά όταν οι θύμησες είναι φρέσκιες.
Γιατί, όσο εκτός από τον Αντρέα υποδύεσαι και τον Μπάιντεν, εκθειάζοντας τη μεσαία τάξη, τροφοδοτείς το σαρκαστικό μειδίαμα, αν όχι τον θυμό, αυτών που χτύπησες εν τη «βασιλεία» σου.
Χθες έπλεξε το εγκώμιον της Μεσαίας Τάξης, αυτής που είχε τσακίσει με τη φορολογία, γιατί στην ιδεοληπτική αντίληψη των συνεργατών του, δεν εντασσόταν στους προνομιακούς συνομιλητές της Αριστεράς. Τώρα ανακάλυψε ότι Μεσαία Τάξη είναι αυτοί που ξυπνάνε το πρωί να πάνε στη δουλειά, στη βιοτεχνία, στο μαγαζί. Είναι αυτοί που ζουν από τον κόπο τους, αυτοί που δεν ωφελήθηκαν από τις φοροελαφρύνσεις στα μερίσματα και στα κέρδη των επιχειρήσεων.
Επίσης, η συστολή εξακολουθεί να μην ανιχνεύεται στον λόγο του. Τι άλλο από έλλειψή της καταδεικνύει ο ισχυρισμός ότι είναι αυτοί που πρωτίστως εξαπάτησε ο Μητσοτάκης; Ακόμη και αν το έκανε ο Μητσοτάκης, είναι δυνατόν, μετά από την ειδεχθή φορολογία που τους επέβαλε η κυβέρνησή του, να παρουσιάζεται τόσο σύντομα ως υπερασπιστής της;
Παράλληλα η διαστρέβλωση δεν τον εγκαταλείπει. Αυτή τη φορά δεν ήταν μεσαία στελέχη ή troll στο διαδίκτυο, αλλά ο ίδιος ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης που ισχυρίστηκε στον λόγο του ότι οι πλούσιοι συνδαιτυμόνες του Μητσοτάκη, είναι αυτοί που έχουν «πάνω από» 800.000 ακίνητη περιουσία να μεταβιβάσουν αφορολόγητη στο κάθε τους παιδί.
Εδώ δεν πρόκειται περί πολιτικής εκτίμησης, ότι τα 800 χιλιάρικα είναι πολλά για να είναι εντελώς αφορολόγητα (και επειδή στο Liberal εκφράζουμε την προσωπική μας άποψη, ο γράφων πιστεύει ότι θα μπορούσε να υπάρξει μια μικρή κλιμακωτή φορολόγηση).
Το πρόβλημα είναι πως εν γνώσει του εξέπεμψε ένα ψέμα, για ένα μέτρο που ανακοινώθηκε μόλις πριν μια εβδομάδα και το οποίο γνωρίζει όλος ο κόσμος. Τα μέτρο αφορά περιουσία «έως» 800.000 και όχι «από», όπως κορόιδεψε τους ακροατές του ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ.
Οι πολλές υποσχέσεις του, ότι όλα θα τα κάνει ρόδινα, δεν χρήζουν κριτικής από εμάς. Αντιπολίτευση είναι, δουλειά της είναι να υπόσχεται.
Το πρόβλημα έγκειται στο πόσο θα πείσει ότι έχει το κατάλληλο κόμμα, την προσωπική συγκρότηση, και τη συλλογική κομματική επάρκεια να τα εφαρμόσει. Αλλά κυρίως πόσο ο κόσμος θα τον εμπιστευθεί ότι μπορεί να τα εφαρμόσει, όταν πρόσφατα τον αποδοκίμασε γι’ αυτά που τώρα παρουσιάζεται ως κατήγορος. Αυτό είναι το μέγιστο πρόβλημα του ΣΥΡΙΖΑ. Η έλλειψη λαϊκής εμπιστοσύνης.
Και φρόντισε να την επιτείνει, όταν κατηγορεί την κυβέρνηση ότι έφερε ύφεση (την ύφεση που έφερε η πανδημία), τη μη μείωση φόρων (κάτι που αυταποδείκτως δεν ισχύει αφού το βλέπουν οι φορολογούμενοι αυτές τις ημέρες - όπως βλέπουν και τη μείωση του ΕΝΦΙΑ και των εισφορών).
Δηλαδή δεν είναι πρόβλημα τα όσα έταξε. Καλά έκανε και τα έταξε. Διάλεξε όμως να κάνει αντιπολίτευση σε συγκεκριμένους τομείς στους οποίους είναι ήδη τρωτός από τη θητεία του. Και σε αυτό δεν τον σώζει ούτε… ο Αντρέας.