Πολλοί προσάπτουν στον Διονύση Σαββόπουλο την τοποθέτησή του υπέρ της ψήφου στη Νέα Δημοκρατία ως εγκατάλειψη των αξιών του και προσχώρηση στο στρατόπεδο της «δεξιάς». Όμως το χυδαίο υβρεολόγιο του Παύλου Πολάκη και οι εξυπνακισμοί της Έλενας Ακρίτα επικυρώνουν ex post το διάβημα του Σαββόπουλου.
Όποιος έχει παρακολουθήσει την ιστορία των 60 τελευταίων χρόνων όπως ο Διονύσης Σαββόπουλος, αλλά και ο υποφαινόμενος, κατανοεί απολύτως αυτό το διάβημα χωρίς να σημαίνει και ότι το συμμερίζεται ολοκληρωτικά.
Όταν ο Σαββόπουλος έγραφε το τραγούδι του για τη συγκέντρωση της ΕΦΕΕ το 1964 για το Βιετνάμ στην οποία η αστυνομία του Γεωργίου Παπανδρέου μας είχε ξυλοφορτώσει, όταν έγραφε το 1969 την Ωδή στο Γεώργιο Καραϊσκάκη (συνώνυμο του Γκεβάρα) όταν έγραφε τη μουσική για το Happy Day στη Μακρόνησο του Παντελή Βούλγαρη, όταν έγραφε τον Πολιτευτάκια, το Μακρύ Ζεϊμπέκικο για τον Νίκο τη Μαύρη Θάλασσα βρισκόταν και βρισκόμασταν στη σωστή πλευρά της ιστορίας.
Σε όλη την Ελλάδα αλλά και σε όλο τον κόσμο βρισκόταν σε εξέλιξη μία κυριολεκτική επανάσταση ενάντια στις δικτατορίες, την απολυταρχία την καταπίεση και την εκμετάλλευση. Εξελισσόταν μια μεγάλη νεολαιίστικη επανάσταση με κομβική στιγμή το 1968 στη Γαλλία και το 1973 στην Ελλάδα με το Πολυτεχνείο ενάντια σε κάθε είδους εξουσίες («είμαι δεκαεφτάρης σας γαμώ τα λύκεια»). Ο Νιόνιος πιστός παλμογράφος των κοινωνιών της Δύσης και κατεξοχήν της ελληνικής κοινωνίας θα γιορτάσει το μεταπολιτευτικό ξεφάντωμα των αρχών της δεκαετία του 1980, με τα «Τραπεζάκια έξω» το 1983 («Ας κρατήσουν οι χοροί»).
Ήδη, όμως, στα τέλη της δεκαετίας του 1980 βιώνοντας την «κοινωνικοποίηση» της διαφθοράς που είχε φέρει ως παραπροϊόν της η μεταπολίτευση – με την ανθρωπολογική μετάλλαξη των ίδιων των Ελλήνων και τον Αυριανισμό με το «Κούρεμα» θα μιλήσει ήδη για τους «Κωλοελληνες», προκαλώντας μας ανοιχτά αλλά σωτήρια. Η αποτυχία της Αριστεράς («έχει αποτύχει σύμπασα η Αριστερά») υπήρξε καθολική και θα νιώθει χαμένος ως ένας από τους εκδρομείς του ’60» σε ένα Νέο Κόσμο. Σε έναν κόσμο όπου οι αγώνες ιδιαίτερα της περιβόητης γενιάς του Πολυτεχνείου εξαργυρώνονταν σε «μετοχικά κεφάλαια, τουριστικές επιχειρήσεις /Και σ’ επενδύσεις κατ’ εξοχήν επωφελείς/Των ευελίκτων επιγόνων» (Κλείτος Κύρου).
Ταυτόχρονα θα δει την ανάγκη της μεγάλης στροφής προς την παράδοσή μας με των Ελλήνων τις κοινότητες ενώ θα ξεπροβοδίζει το γιό του στο στρατό που ο ίδιος είχε αποφύγει:
Εμείς, του ’60 οι εκδρομείς
απόμακροι εξ αρχής
εκτός παραδομένου κόσμου εμείς
ανήλικοι διαρκώς…
…με συμπεριφορές ανατροπής
και της βαθιάς μας ζωής
της συντηρητικής
εμείς οι εκκρεμείς
Σχεδόν 45 ετών
με μπλοκ επιταγών
χωρίς κανένα αντίκρισμα εξόν
την γη του θησαυρού
τους τίτλους τ' ουρανού
το αίμα του Θεού.
Η εξάντληση της δυναμικής του κινήματος που τον γέννησε θα τον οδηγήσει σταδιακά, μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ’90 σε μία καλλιτεχνική χαλάρωση. Ωστόσο οι τρεις δεκαετίες του έργου του από το «Φορτηγό» το 1964 έως το 1994 («Μη πετάξεις τίποτα») σφράγισαν την περίοδο της τελευταίας ακμής του ελληνισμού πριν μπει στη μακρά περίοδο της παρακμής και του τέλους των οραμάτων, από τη δεκαετία του 1990 και στο εξής.
Και αν εγώ, που μέχρι το 1989 ταυτιζόμουνα κυριολεκτικά με τον Διονύση Σαββόπουλο, στην συνέχεια τον υπέβαλα σε κριτική, κάποτε σκληρή, αυτή μου η κριτική είχε ως αφετηρία την επιθυμία μου «εμείς του ’60 οι εκδρομείς», να συνεχίσουμε άφθαρτοι στην εποχή της παρακμής! Ωστόσο η έμπνευση και η δημιουργικότητα ενός καλλιτέχνη δεν υπακούουν σε πολιτικές ανάγκες και ρυθμούς λίγων ανθρώπων. Όπως ο Μίκης Θεοδωράκης, συνδεδεμένος με τη γενιά της Αντίστασης, θα δώσει το μεγαλύτερο έργο του στις δεκαετίες 1950-1970 έτσι και ο Διονύσης Σαββόπουλος συνδεδεμένος με εκείνη της νεολαίας του ’60 θα το δώσει από τα μέσα της δεκαετίας του 1960 και μετά. Καθόλου παράδοξα ίσως μόνο ο Μάνος Χατζιδάκις, από τους τρεις μεγάλους, θα συνεχίσει να γράφει την καλύτερη μουσική του μέχρι το τέλος, ίσως διότι δεν δεσμευόταν από την Αριστερά και το τέλος των οραμάτων της!
Ωστόσο ο Σαββόπουλος θα συνεχίσει να είναι παρών ως τραγουδοποιός και ως παραγωγός υπέροχων τηλεοπτικών σειρών (Ζήτω το ελληνικό τραγούδι) ή εκδηλώσεων. Και παράλληλα θα βρίσκεται πάντοτε δίπλα στον ελληνικό λαό και τους ιδεολογικούς μετασχηματισμούς του.
Και πάντως η γενιά του ’60 δεν θα μπορούσε να παραμείνει άφθαρτη όπως επιμέναμε μερικοί καλόγεροι και κοσμοκαλόγεροι.
Πλέον, σε ολόκληρη τη Δύση το ρεύμα της Αριστεράς θα πάψει να αντιπροσωπεύει τους φτωχούς ανθρώπους και τα έθνη και θα μεταβληθεί σταδιακώς στον προνομιακό φορέα της κατάργησης των ταυτοτήτων, εθνών, τάξεων και φύλων. Και μάλιστα σύμφωνα με τις ροπές και τις επιθυμίες των μεγάλων πολυεθνικών. Στην Ελλάδα δε, λόγω των μεγάλων εθνικών προβλημάτων, αυτή η ιδεολογία θα εμφανιστεί κυρίως ως αντιπατριωτική και εθνομηδενιστική.. («Το Αιγαίο ανήκει στα ψάρια του», «Να πεθάνει η Ελλάδα να ζήσουμε εμείς»).
Μπροστά σε μια τέτοια επέλαση μιας κατεδαφιστικής μοντερνικότητας, η αντίδραση των δυτικών λαών θα εκφραστεί μέσα από συντηρητικά ρεύματα και διανοουμένους. Το φρένο στην παγκοσμιοποιητική φρενίτιδα δεν θα έλθει από την Αριστερά, που είναι ακραία παγκοσμιοποιητική –μια και δεν βλέπει σύνορα, φύλα και οικογενειακούς δεσμούς, αλλά από τα δεξιά. Σε όλη την Ευρώπη και την Αμερική αυτό συνέβη. Το ίδιο και στην Ελλάδα, η υπέρβαση της μεταπολίτευσης μετά τη μνημονιακή κατάρρευση, θα έλθει από τη Δεξιά και την Κεντροδεξιά.
Δηλαδή αν στις δεκαετίες του 1960, του 1970 και του 1980 το κύμα της αλλαγής ερχόταν από τα Αριστερά, σήμερα αυτό έχει αντίστροφη φορά. Και αν ο Σαββόπουλος που ήδη το 1989 είχε τοποθετηθεί με το μάτι του καλλιτέχνη («Το Μητσοτάκ») που βλέπει πιο μπροστά, άσχετα με πολιτικούς υπολογισμούς, τι άραγε θα έκανε σήμερα, που βλέπει το φάσμα της επιστροφής στη λουμπενοποιημένη μεταπολίτευση που αντιπροσωπεύει ο Σύριζα;
Ας ελπίσουμε όμως ότι θα βρεθεί και πάλι –αν μας δίνει χρόνια ο Θεός– με εκείνους από τη γενιά του και τους νεώτερους που θα θελήσουν η σημερινή μονοπολική πολιτική πραγματικότητα να γίνει και πάλι πολυπολική, για το καλό της πατρίδας, ώστε να διαθέτει περισσότερες επιλογές και ο ελληνικός λαός.
Όσο για τους εκπροσώπους της λουμπενοποιημένης Αριστεράς που έχουν το θράσος να σπιλώνουν το Σαββόπουλο, ο Νιόνιος τους είχε ήδη προσπεράσει από παλιά:
Κι εμείς που αριστερίσαμε, ποιο τάχα ήταν το λάθος;
Εφιάλτης ήταν το είδωλο, αλήθεια όμως το πάθος.
Και βούλιαξε στο χείμαρρο, στο δίκιο του πνιγμένο,
και ξάφνου βγήκε απ’ τα κλαδιά της πίστης φωτισμένο.