Ο ελληνοτουρκικός διάλογος και οι «πατριώτες της φακής»
Eurokinissi
Eurokinissi

Ο ελληνοτουρκικός διάλογος και οι «πατριώτες της φακής»

Η «αλλαγή σελίδας» στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, που επιχειρείται από τον Ιούλιο του 2023, έχει προσθέσει έναν ακόμη «πόλο» αντιπαράθεσης στην εσωτερική πολιτική σκηνή. Κυρίως, όμως, έχει δώσει «τροφή» σε κόμματα της αντιπολίτευσης, κυρίως όσα βρίσκονται στα «δεξιά» της Νέας Δημοκρατίας, να αναπτύξουν ένα ολόκληρο αφήγημα για το τι βρίσκεται στο «τραπέζι του διαλόγου», αλλά και την πιθανή κατάληξη του διαλόγου αυτού, που εκ των προτέρων προδικάζεται ως επιζήμια για τη χώρα.  
Έως σήμερα, ο Κυριάκος Μητσοτάκης είχε επιλέξει η απάντησή του, όταν ερωτάτο σχετικά, να είναι σύντομη, με σαφή αναφορά στα όσα έχουν γίνει επί διακυβέρνησής του. Άλλωστε, οι θέσεις της ελληνικής κυβέρνησης δεν έδειξαν ποτέ ότι «λοξοδρομεί» από τις πάγιες εθνικές «κόκκινες γραμμές». 

Δύο στοιχεία ήρθαν να αλλάξουν την πρωθυπουργική αντίδραση, με τον Κυριάκο Μητσοτάκη από τις Βρυξέλλες, να δίνει σε αυστηρό ύφος και σκληρή γλώσσα, απάντηση στο κλίμα, που δημιουργείται εντός συνόρων. Το πρώτο στοιχείο, είναι το δημοσκοπικό αντίκρισμα, που φαίνεται να διαμορφώνουν σταδιακά κόμματα που τοποθετούνται στα «δεξιά» της κυβέρνησης, όπως η Ελληνική Λύση και η Φωνή Λογικής, με τον Κυριάκο Βελόπουλο και την Αφροδίτη Λατινοπούλου να καταγράφουν αυξημένα ποσοστά, διατυπώνοντας θέσεις για σειρά ζητημάτων, που έρχονται να «προσελκύσουν» το πλέον συντηρητικό εκλογικό ακροατήριο.

Το δεύτερο στοιχείο, ήταν η νέα τοποθέτηση του πρώην πρωθυπουργού, Αντώνη Σαμαρά, ο οποίος κλιμακώνοντας τις δημόσιες ενστάσεις του για τα θέματα εξωτερικής πολιτικής και τον ελληνοτουρκικό διάλογο, μίλησε από την Λευκωσία για το Κυπριακό και το Αιγαίο κάνοντας λόγο «λύσεις άδικες και καταστροφικές, όπως αυτές που ακούγεται ότι "μαγειρεύονται"» και οδηγούν σε σιωπηλή αποδοχή τετελεσμένων, αλλά και για «ήρεμα νερά που φέρνουν πάντα τεράστιες φουρτούνες». 

Ο Κυριάκος Μητσοτάκης για πρώτη φορά απάντησε επί της ουσίας στον Αντώνη Σαμαρά. Αν και διαχώρισε τις απόψεις του από τις υπόλοιπες φωνές, που ακούγονται, επέλεξε να θυμίσει ότι και εκείνος όταν ήταν πρωθυπουργός συναντήθηκε με τον Ταγίπ Ερντογάν, όπως και ότι και επί της δικής του διακυβέρνησης, με υπουργό Εξωτερικών τον Ευάγγελο Βενιζέλο, γίνονταν  διερευνητικές επαφές.

«Απλά για να υπενθυμίσω λίγο τι συνέβαινε εκείνη την περίοδο», είπε με νόημα ο κ. Μητσοτάκης. 
Από την άλλη πλευρά, το «μέτωπο» της κυβέρνησης απέναντι στα κόμματα της δεξιάς «πολυκατοικίας» είχε αρχίσει να δημιουργείται εδώ και αρκετές ημέρες, όταν με αφορμή το μεταναστευτικό, ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Παύλος Μαρινάκης μίλησε για την ακροδεξιά τοποθέτηση της Αφροδίτης Λατινοπούλου στο ευρωκοινοβούλιο, μαζί με την ευρωομάδα της Λεπέν.

Από τις Βρυξέλλες ο Κυριάκος Μητσοτάκης επανάφερε, αλλά με ακόμη μεγαλύτερη έμφαση, την απάντηση, που έχει δώσει και στο παρελθόν περί «ψευτοπατριωτών». Μίλησε για ακραίες φωνές, που όπως είπε «περίπου κατηγορούν την κυβέρνηση, εμένα, τον υπουργό Εξωτερικών, ότι είμαστε «μειοδότες», γιατί κάνουμε τι; Γιατί συζητάμε με την Τουρκία;», κάνοντας λόγο για «πατριώτες της φακής» και θυμίζοντας ότι «η χώρα έχει πληρώσει πολύ ακριβά στην ιστορία της αυτή την ακραία ρητορική, η οποία δεν υπηρετεί τα εθνικά συμφέροντα και σίγουρα δεν κομίζει και καμία ουσιαστική εναλλακτική στο τραπέζι».  

Στην επιχειρηματολογία της κυβέρνησης και του πρωθυπουργού απέναντι στις ενστάσεις, επικρίσεις και κατηγορίες, που διατυπώνονται, είναι οι κινήσεις, που έχουν γίνει από το 2019 και αντικατοπτρίζουν την πολιτική, που το Μέγαρο Μαξίμου και το Υπουργείο Εξωτερικών έχουν χαράξει. Οι αναφορές του Κυριάκου Μητσοτάκη στην προστασία των συνόρων στον Έβρο τον Μάρτιο του 2020, στην επέκταση των χωρικών υδάτων στα 12 ναυτικά μίλια στο Ιόνιο, την υπογραφή ΑΟΖ με την Αίγυπτο, την αγορά των Belh@rra και των Rafale, καθώς και την παραγγελία των F-35, με το σχόλιο μάλιστα «πού ήταν τότε όλοι αυτοί οι υπερπατριώτες», είναι ενδεικτική της πρόθεσης της κυβέρνησης να μην αφήσει πλέον να καλλιεργείται μια εικόνα υποχωρήσεων και αλλαγής του βασικού κορμού της εθνικής εξωτερικής πολιτικής.

Κυρίως τώρα, που η κυβέρνηση προετοιμάζεται για ένα νέο γύρο πολιτικού διαλόγου με την Άγκυρα. Στις 8 Νοεμβρίου, στην Αθήνα θα βρεθεί ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών Χακάν Φιντάν, ο οποίος θα συναντηθεί με τον Γιώργο Γεραπετρίτη, με αντικείμενο τη διερεύνηση των προϋποθέσεων –αν υπάρχουν- ώστε να ξεκινήσουν συνομιλίες για την οριοθέτηση θαλασσίων ζωνών. Αν συμφωνηθεί ότι οι προϋποθέσεις υπάρχουν, τότε το θέμα θα φτάσει στο ανώτατο επίπεδο, στη συνάντηση Κυριάκου Μητσοτάκη και Ταγίπ Ερντογάν, τον Ιανουάριο στην Τουρκία, όπου θα συνεδριάσει το Ανώτατο Συμβούλιο Συνεργασίας των δύο χωρών. 

Η Αθήνα διαμηνύει ότι οι «κόκκινες γραμμές» της παραμένουν στο τραπέζι, εκεί όπου δεν πρόκειται να μπουν τα κυριαρχικά δικαιώματα της χώρας. Το «πνεύμα» των συναντήσεων το αποτύπωσε ο Κυριάκος Μητσοτάκης στις δηλώσεις του, λέγοντας ότι «σήμερα η Ελλάδα είναι σε θέση να συζητά με την Τουρκία πολιτισμένα, αλλά και σε μία θέση πολύ πιο ισχυρή απ’ ό,τι ήταν το 2019. Και το ότι το συζητάμε δε σημαίνει ότι συμφωνούμε. Ούτε ξεπουλάμε, ούτε προδίδουμε κανέναν».

Από τις Βρυξέλλες, ο πρωθυπουργός εξέφρασε την απόλυτη στήριξή του στο πρόσωπο του Υπουργού Εξωτερικών, δίνοντας το στίγμα των προθέσεών του. «Η Ελλάδα θα εξακολουθεί να συνομιλεί με την Τουρκία. Έχω συναντηθεί έξι φορές με τον κ. Erdoğan. Αυτό δε σημαίνει ότι έχουμε συμφωνήσει ή ότι είμαστε κοντά σε μία συμφωνία για τα ζητήματα των θαλασσίων ζωνών, ΑΟΖ και υφαλοκρηπίδας. Έχουμε πολύ δρόμο ακόμα να διανύσουμε για να φτάσουμε σε αυτό το σημείο».