Το εγκώμιο του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη και της πολιτικής του σταδιοδρομίας, έπλεξε στη Βουλή ο επικεφαλής του Ποταμιού, Σταύρος Θεοδωράκης, κάνοντας μεταξύ άλλων αναφορά στον Ελευθέριο Βενιζέλο και την αναγνώριση που είχε από τον πολιτικό του αντίπαλο Αλέξανδρο Παπαναστασίου.
Ο κ. Θεοδωράκης αναφέρθηκε στην πολιτική του οξυδέρκεια του Κων. Μητσοτάκη, στην ικανότητά του να αφομοιώνει τα μηνύματα της εποχής, ενώ σημείωσε ότι ήταν από τους πρώτους και λίγους πολιτικούς που απέσυρε εντελώς από το λεξιλόγιό του την εθνικιστική ρητορική.
Επιλέον τόνισε ότι δεν υπήρξε λαϊκιστής, ότι πάντα έριχνε γέφυρες στα αντίπαλα στρατόπεδα αν ήταν προς όφελος της πατρίδας, επισημαίνοντας ότι υπερασπίστηκε όρθιος και τις πιο αντιδημοφιλείς απόψεις του- ένα μεγάλο προσόν στην πολιτική.
Αναλυτικά τη τοποθέτηση του Στ. Θεοδωράκη:
«Tο περιστατικό είναι γνωστό: Μεγάλη Πέμπτη του 1932, στο βήμα της Βουλής, ο Ελευθέριος Βενιζέλος και απέναντί του ο Αλέξανδρος Παπαναστασίου. Μέσα στην ένταση ο πρωθυπουργός Βενιζέλος λέει: «όταν πεθάνω, είμαι βέβαιος ότι ένας από τους καλύτερους επικήδειούς θα είναι αυτός που θα εκφωνήσει ο Παπαναστασίου. «Από τούδε προβλέπω τι θα είπη» συνεχίζει ο Βενιζέλος.
Και μετά αρχίζει να λέει τι θα έλεγε ο Παπαναστασίου στην κηδεία του: «Ο προκείμενος νεκρός, αγαπητοί φίλοι, ήτο ένας αληθινός άνδρας, με μεγάλο θάρρος, με αυτοπεποίθησιν και δι'' εαυτόν και διά τον λαόν, τον οποίον εκλήθη να κυβερνήση. Ίσως έκαμε πολλά σφάλματα, αλλά ποτέ δεν του απέλειπε το θάρρος, ποτέ δεν υπήρξε μοιρολάτρης, διότι ποτέ δεν επερίμενε από την μοίραν να ίδη την χώραν του προηγμένην. Αλλά έθεσε εις την υπηρεσίαν της όλον το πυρ που είχε μέσα του, κάθε δύναμιν ψυχικήν και σωματικήν». Η μικρή αυτή παράγραφος έμεινε στην ιστορία ως ο μοναδικός επικήδειος που εκφωνήθηκε για τον εαυτό του από ζώντα πολιτικό.
Ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης ήταν τότε 14 ετών. Τέσσερα χρόνια μετά ο μεγάλος του θείος, ο Ελευθέριος Βενιζέλος θα αναλάβει οικονομικά τις σπουδές του στη Νομική.
Μάλλον κάτι παρόμοιο θα έλεγε σήμερα και ο ίδιος ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης για την εξηντάχρονη πολιτική του πορεία: «Έκανα λάθη, αλλά δεν υπήρξα μοιρολάτρης. Δεν μου έλειψε το θάρρος και έβγαλα στην πολιτική όλο το πυρ που είχα μέσα μου.»
Έχει συζητηθεί αυτές τις μέρες -και σήμερα- η κυβερνητική θητεία του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη. Εύλογο, αλλά δεν είναι το μόνο πεδίο που θα πρέπει να θυμόμαστε.
Ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης παρέλαβε ένα κόμμα που είχε οπισθοχωρήσει εκείνη την εποχή σε σχεδόν εμφυλιοπολεμικές θέσεις ξανά. Θυμίζω ότι η ΝΔ είχε αποχωρήσει από τη Βουλή όταν ψηφιζόταν η αναγνώριση της Εθνικής Αντίστασης.
Στο μανιφέστο του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη «Μια νέα πρόταση ελευθερίας» το 1985, ο Μητσοτάκης παίρνει την τόλμη και συγκρούεται με τον κρατισμό -τον τότε διάχυτο και κυρίαρχο κρατισμό- επαινεί τον φιλελευθερισμό -τον πολιτικό και οικονομικό- και τονίζει την αξία της ατομικής πρωτοβουλίας, και βάζει την Ευρώπη στο κέντρο των αξιών του κόμματος. Πράγματα αυτονόητα σήμερα, αλλά όχι και τη δεκαετία του ΄80. Δεν αποφεύγει βέβαια κατά καιρούς την πολιτική πόλωση στην αντιπαράθεση και ενίοτε -με τη συνέργεια και της άλλης πλευράς, λέει πράγματα ακραία.
Όμως προτιμώ να σταθώ σε μια άλλη στιγμή εκείνης της εποχής: Τη συναυλία που διοργάνωσε στο Ολυμπιακό Στάδιο δύο μέρες πριν από τις εκλογές του Νοεμβρίου του 1989, με τον Μίκη Θεοδωράκη, τον Μάνο Χατζιδάκι, και τον Μάνο Ξαρχάκο. Συναυλία αντί για προεκλογική ομιλία. Η συναυλία έστειλε τότε, -μέσα στον δύσκολο αέρα και τον αναβρασμό της εποχής και ένα μήνυμα μετριοπάθειας.
Αυτός ο σπουδαίος κοινοβουλευτικός, αυτό το τέρας πολιτικής επιβίωσης, για να δανειστώ τα λόγια του καθηγητή Γιάννη Βούλγαρη, χρωστούσε πολλά τόσο στην πολιτική του οξυδέρκεια, όσο και στην ικανότητά του να την ακονίζει πάνω στα γεγονότα. Να αφομοιώνει τα μηνύματα της εποχής και μερικές φορές να προηγείται της εποχής του. Ήταν από τους πρώτους και λίγους πολιτικούς που απέσυρε εντελώς από το λεξιλόγιό του την εθνικιστική ρητορική. Δεν υπήρξε λαϊκιστής, πράγμα σπουδαίο, και πάντα έριχνε γέφυρες στα αντίπαλα στρατόπεδα αν ήταν προς όφελος της πατρίδας. Θα αναφερθώ μόνο στην απόφασή του, σε μια δύσκολη εποχή, σε μια εποχή συγκρούσεων με το ΠΑΣΟΚ, να κάνει αρχηγό του ΓΕΕΘΑ τον Γιάννη Βερυβάκη, αδερφό του Λευτέρη, που ήταν τότε πρωτοκλασάτο στέλεχος του ΠΑΣΟΚ.
Κυρίες και κύριοι, ο θάνατος του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη παίρνει μαζί του μια ολόκληρη εποχή. Αυτή των πολιτικών που μεγάλωσαν μέσα σε πολέμους και δικτατορίες. Πολιτικούς όμως που στάθηκαν όρθιοι, έκαναν λάθη, αλλά απομάκρυναν οριστικά τη χώρα μας από το βαλκανικό της παρελθόν. Δεν υπήρξα πολιτικός φίλος του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, υπήρξα όμως- είχα την τιμή, να υπάρξω συνομιλητής του, στην αρχή ως δημοσιογράφος και μετά, πιο σπάνια ως πολιτικός. Γιατί αυτή ήταν άλλη μια δύναμη του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη. Επιζητούσε τον αντίλογο, όπως αγαπούσε και τις συμβουλές. Ειδικά στους Χανιώτες, τους οποίους κατά μία έννοια θεωρούσε όλους παιδιά του.
Παραξενεύτηκαν κάποιοι που αποχαιρέτισα τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη γράφοντας «καλό ταξίδι ψηλέ». Να τους πληροφορήσω λοιπόν για άλλη μια φορά ότι στην αργκό των Χανίων, στην αργκό της Κρήτης, ο Μητσοτάκης ήταν πάντα «ο ψηλός». Κι εγώ για να είμαι ειλικρινής, όταν μικρός δημοσιογράφος άκουσα τον χαρακτηρισμό, παραξενεύτηκα. Ήταν βέβαια ψηλός, αλλά δε νομίζω ότι αυτός που σκέφτηκε αυτή τη φράση αναφερόταν μόνο στο φυσικό του μπόι. Αυτοί που πρωτοείπαν αυτή τη φράση, ήθελαν μάλλον να τονίσουν ότι ποτέ δεν προσπάθησε να περάσει απαρατήρητος και ποτέ του δεν καμπούριασε. Υπερασπίστηκε όρθιος και τις πιο αντιδημοφιλείς απόψεις του- ένα μεγάλο προσόν στην πολιτική. Και η ευθύτητά του πάντα σε τρυπούσε. Ας τον αποχαιρετίσουμε λοιπόν όπως αρμόζει. Με σεβασμό. Αντλώντας διδάγματα από τα σωστά του και τα λάθη του.
Καλό ταξίδι πατριώτη και δείξε ανοχή στους μίζερους και τους κακεντρεχείς.»