Η στάση του Αλέξη Τσίπρα και του ΣΥΡΙΖΑ στο θέμα των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων και η στήριξη στους κουκουλοφόρους και τους καταληψίες αποτελεί ένα ακόμη λιθαράκι στο τείχος της λαϊκίστικης τακτικής που έχει επιλέξει αναδεικνύοντας την έλλειψη στρατηγικής και την απουσία μιας συνολικής εναλλακτικής πρότασης. Επιβεβαιώνει δε τους λόγους για τους οποίους η κυβερνώσα παράταξη του Κυριάκου Μητσοτάκη παραμένει πρώτη στις προτιμήσεις των ψηφοφόρων αποτελώντας ουσιαστικά μια περίπτωση προς μελέτης από τους ειδικούς.
Τρία χρόνια μετά την ανάληψη της εξουσίας, μπαίνοντας στον τέταρτο τον αποκαλούμενο και προεκλογικό η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη και ο ίδιος ο πρωθυπουργός εμφανίζονται να προηγούνται σε όλες τις δημοσκοπήσεις που βλέπουν το φως της δημοσιότητα διατηρώντας ένα προβάδισμα σε κρίσιμα ζητήματα σε ότι αφορά την εμπιστοσύνη του κόσμου, παρά τις κρίσεις που καλείται να αντιμετωπίσει από την πρώτη σχεδόν στιγμή
Έβρος, πανδημίας, ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, ενεργειακή κρίση και ακρίβεια και νέες απειλές από την Τουρκία κυριάρχησαν και κυριαρχούν στη διάρκεια της κυβερνητικής της θητείας. Εν τούτοις οι πολίτες εξακολουθούν να την προκρίνουν ως βασικό παράγοντα επίλυσης των προβλημάτων και διαχείρισης των κρίσεων.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης έχει καταφέρει παρά τα όποια λάθη και τις όποιες παραλείψεις ακόμη και τις καθυστερήσεις στην εφαρμογή ορισμένων πτυχών του προγράμματός του να κυριαρχεί στους βασικούς άξονες του λεγόμενου δημοκρατικού τόξου που ορίζεται μεταξύ αριστεράς και δεξιάς και να αποτελεί την πρώτη προτίμηση των ψηφοφόρων οι οποίοι εμφανίζονται να δηλώνουν ότι ανήκουν στη Δεξιά, την Κεντροδεξιά και το Κέντρο διατηρώντας μάλιστα ερείσματα ακόμη και στο χώρο προς την κεντροαριστερά.
Αρκεί να σημειωθεί πως στις μετρήσεις του Μαΐου ο πρωθυπουργός καλύπτει το 50% των προτιμήσεων των ψηφοφόρων του κέντρου αφήνοντας το υπόλοιπο ποσοστό να κατανέμεται μεταξύ του Νίκου Ανδρουλάκη και του Αλέξη Τσίπρα, με τον πρώτο να προηγείται, ως προς την καταλληλότητα να διαχειριστεί θέματα που αφορούν είτε ελληνοτουρκικά και τα εθνικά γενικότερα είτε την οικονομία και την ανάπτυξη αλλά, και αυτό ίσως είναι το βασικότερο, και την ακρίβεια.
Με λίγα λόγια την ώρα που 8 στους 10 πολίτες θεωρούν την ακρίβεια και τις ανατιμήσεις ως το βασικότερο πρόβλημά του και εκφράζουν ανησυχία και φόβο δείχνουν να εξακολουθούν να στηρίζουν τις ελπίδες για αντιμετώπισή του στον Κυριάκο Μητσοτάκη. Κλείνοντας μάλιστα τα αυτιά στις λαϊκίστικες κορώνες και στις σειρήνες που υπόσχονται εκ νέου μαγικά κόλπα και λύσεις «με έναν νόμο και ένα άρθρο».
Από την πρώτη στιγμή, από την ασύμμετρη απειλή στα σύνορα του Έβρου, όταν η νεολαία και τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ, ζητούσαν μια πολιτική ανοιχτών συνόρων, την πανδημία, όπου η καταστροφολογία και το κλείσιμο του ματιού στους αντιεμβολιαστές κυριάρχησαν, μέχρι και την ενεργειακή κρίση, την εισβολή στην Ουκρανία και την ακρίβεια, η αξιωματική αντιπολίτευση έχει κινηθεί στην κινηματική λογική του όχι σε Όλα. Του κόμματος του 3% που ανέβηκε στην εξουσία το 2015 εκμεταλλευόμενο μια οργή και αγανάκτηση την οποία σήμερα αναζητεί σε κάθε πτυχή της πολιτικής ζωής και της εφαρμοσμένης κυβερνητικής πολιτικής.
Το γεγονός πως σε καμία περίπτωση δεν προσκόμισε και δεν κατέθεσε μια εναλλακτική πρόταση που να μην περιλαμβάνει έωλες υποσχέσεις και παροχές υπό την μορφή πλειοδοσίας δείχνει να του έχει κοστίσει στην αξιωματική αντιπολίτευση. Διότι πως αλλιώς να εξηγηθεί ότι η διαφορά που καταγράφεται στις δημοσκοπήσεις ξεπερνά τη διαφορά της εκλογικής μάχης του 2019 και κυμαίνεται μεταξύ 8,5% και 10,5% αυτή την περίοδο.
Και πώς αλλιώς να εξηγηθεί ότι η κυβέρνηση μετά από λάθη και παραλείψεις παρουσίασε πτώσεις δημοσκοπικές, χωρίς να απειληθεί σε καμία περίπτωση, για να ανακάμψει στη συνέχεια μέσα από παρεμβάσεις που οδηγούν στην επίλυση προβλημάτων και στήριξη της κοινωνίας με ταυτόχρονη εφαρμογή προγραμμάτων συνδεδεμένων με την ανάπτυξη της οικονομίας και της χώρας.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης έχει καταφέρει να διατηρήσει την κυβερνώσα παράταξη στη θέση του πρώτου κόμματος και να είναι αποδεκτός από το μεγαλύτερο τμήμα του δημοκρατικού τόξου έχοντας παρεμβατικότητα στον βασικό του κορμό. Η επίσκεψή του στις ΗΠΑ, η ομιλία του στο Κογκρέσο ήρθαν να επιβεβαιώσουν τον ηγετικό του ρόλο σε ένα πολιτικό σύστημα που αναζητεί διέξοδο σε αδιέξοδα τα οποία οι εκπρόσωποί του δημιουργούν παλινδρομώντας μεταξύ πεζοδρομιακής αντιπολίτευσης και υποσχέσεων για λεφτόδεντρα.
Στο πλαίσιο αυτό το ερώτημα πότε θα κάνει εκλογές ή αν θα γίνει ανασχηματισμός περνά σε δεύτερη μοίρα κυρίως διότι δείχνει να εξαρτάται όχι από το κατά πόσο κινδυνεύει από μια αντιπολίτευση που ζει στις μνήμες των πλατειών των αγανακτισμένων αλλά από τις κρίσεις και τις εξελίξεις τους σε συνδυασμό με τα δεδομένα που αφορούν στη διαχείριση και αντιμετώπισής τους.
Το πολιτικό σκηνικό διαμορφώνεται σήμερα με βάση τις κυβερνητικές προτάσεις και το πρόγραμμα ανάταξης και ανάπτυξης από την μια πλευρά και την μίζερη λαϊκίστικη αντιπολίτευση που στόχο έχει την οργή και την αρνητική ψήφο και όχι την συμμετοχή στην αντιμετώπιση των προβλημάτων και την κατάθεση προτάσεων που θα αναδείξουν και την όποια κυβερνησιμότητα δύναται να διαθέτει.
Άλλωστε είναι αυτές ακριβώς οι προτάσεις αλλά και το έργο που έχει επιτευχθεί (η σημερινή κατά δήλωση κυβερνώσα αριστερά θήτευσε ήδη ως κυβέρνηση και έχει δώσει δείγματα γραφής) θα κριθεί και αυτή τη φορά, τουλάχιστον με τα δεδομένα των σημερινών δημοσκοπήσεων, οι πολίτες δείχνουν διατεθειμένοι να κρίνουν πράξεις και παραλείψεις και να συγκρίνουν.