Σε κάθε εκλογική διαδικασία γίνεται μεγάλη συζήτηση για το τι ψηφίζουν οι νέοι. Αυτό συμβαίνει για δύο λόγους. Ο πρώτος είναι ο τρόπος που ψηφίζει μια πληθυσμιακή ομάδα που δεν έχει ξαναβρεθεί μπροστά στις κάλπες και ο δεύτερος είναι ο παλμός που δίνει αυτή η ηλικιακή ομάδα στην κοινωνία.
Οι νέοι είναι δύσκολο κοινό. Από τη μία είναι επαναστάτες. Επαναστάτες της καθημερινότητας, γιατί θεωρούν πως κάθε τι θα μπορούσε να έχει γίνει καλύτερα, ευκολότερα και προοδευτικότερα. Από την άλλη έχουν ελπίδες. Ελπίδες ότι η χώρα που ζουν θα εξελιχθεί, προσφέροντάς τους τις απαραίτητες ευκαιρίες να κτίσουν τις ζωές τους όπως τις οραματίζονται.
Παράλληλα, έχουν απαιτήσεις. Απαιτήσεις από αυτούς που καθορίζουν σε μεγάλο βαθμό το περιβάλλον μέσα στο οποίο δομούν το μέλλον τους. Σε αυτή την εξίσωση καθοριστικό ρόλο παίζει και η ανεμελιά, η ανάγκη διαφοροποίησης και ο περιορισμένος αριθμός από προσλαμβάνουσες παραστάσεις.
Επίσης, πρέπει να σημειωθεί ότι η νέα γενιά εκτός από τα παραπάνω χαρακτηριστικά παραμένει επηρεασμένη από το βάρος που προκάλεσε στις οικογένειές τους η παρατεταμένη μνημονιακή διαδρομή καθώς και από το βάρος του εγκλεισμού και της κοινωνικής απομόνωσης λόγω της πανδημίας.
Όλο αυτό το παζλ καθιστά τη νέα γενιά ένα κοινό πολύ δύσκολο να προσεγγιστεί πολιτικά. Μία μεγάλη μερίδα της γενιάς αυτής αδιαφορεί για τα κοινά και θεωρεί πως δεν την αφορούν. Μία άλλη μερίδα εκφράζει διαφωνίες και ενστάσεις απέναντι στο στενό και ευρύτερο περιβάλλον που δραστηριοποιείται, οικογενειακό, κοινωνικό και εργασιακό. Και μια άλλη μερίδα, ακολουθεί βουβά την πεπατημένη.
Στις εκλογές της 21ης Μαΐου ωστόσο, όλη αυτή η σκιαγράφηση του ψυχολογικού προφίλ της νεολαίας κατερρίφθη. Οι νέοι ηλικίας 17-24 ετών σε ποσοστό 31,5% ψήφισαν Νέα Δημοκρατία, τη στιγμή που ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν βέβαιος ότι θα σάρωνε στις νεαρές ηλικιακές ομάδες, λόγω των ιδιαίτερων αντισυστημικών χαρακτηριστικών που εκτιμούσε πως τις διέκρινε.
Η νέα γενιά επέλεξε τα επιχειρήματα και τα ρεαλιστικά σχέδια που άκουσε απορρίπτοντας στις φωνές και τα ατέλειωτα «θα». Επέλεξε τα καθαρά, σύγχρονα και ανταγωνιστικά στη διεθνή σκηνή πανεπιστήμια αντί για τα άναρχα και μπαχαλοποιημένα πανεπιστήμια της εύκολης εισόδου και της άκοπης εξόδου. Προτίμησε τη σταδιακή και σταθερή ανάπτυξη της οικονομίας από τις τυχαίες και σπασμωδικές εκτοξεύσεις του κατώτατου μισθού, κατανοώντας ότι οι θέσεις απασχόλησης δεν πέφτουν από τον ουρανό, αλλά αποτελούν προϊόν επιχειρηματικών και επενδυτικών σχεδίων.
Η Νέα Δημοκρατία επέλεξε καθ' όλη την διάρκεια της προεκλογικής περιόδου, όπως ακριβώς και κατά τη διάρκεια της τετραετούς διακυβέρνησής της, να απευθυνθεί στους νέους με ειλικρίνεια, δείχνοντάς τους έμπρακτα ότι βρίσκονται στο επίκεντρο της πολιτικής της. Δεν προσπάθησε σε καμία περίπτωση να τους αντιμετωπίσει σαν μια εύκολα διαχειρίσιμη μάζα όπως έκανε ο ΣΥΡΙΖΑ που έταζε «πανελλήνιες free» πανεπιστήμια.
Η αύξηση του κατώτατου μισθού από τα 650 ευρώ το 2019 στα 780 το 2023, το πρόγραμμα «πρώτο ένσημο», οι επιδοτήσεις σε νέους για τη δημιουργία επιχειρήσεων, το πρόγραμμα επιδότησης «Σπίτι μου» για τα νεαρά ζευγάρια και η εισαγωγή συμβούλων σε κάθε σχολική μονάδας, είναι μερικές μόνο από τις πολιτικές που υιοθέτησε η Νέα Δημοκρατία στοχεύοντας στη βελτίωση των συνθηκών ζωής των νέων.
Πέραν, ωστόσο, των πολιτικών που στοχεύουν αποκλειστικά σε αυτούς, οι νέοι είδαν μπροστά τους χειροπιαστά αποτελέσματα. Είδαν την ανεργία να αποκλιμακώνεται και την οικονομία να αναπτύσσεται μέσα σε ένα διεθνές αντίξοο κλίμα. Είδαν τις επενδύσεις να καταγράφουν ρεκόρ για την χώρα μας και τις εξαγωγές να πλησιάζουν το 42% του ΑΕΠ, με βασικότερο όπλο την τεχνολογία.
Είδαν την αναβάθμιση της θέσης της Ελλάδας σε ολόκληρη την Δύση, αφού συχνά αποτέλεσε παράδειγμα success story, όπως για παράδειγμα στον ψηφιακό μετασχηματισμό και στην διαχείριση της πανδημίας. Την είδαν να στέκεται στην σωστή πλευρά της ιστορίας, στο πλευρό της Ουκρανίας και των δημοκρατικών αξιών της Δύσης. Τέλος, την είδαν να κτίζει τις απαραίτητες στρατηγικές και αμυντικές συμφωνίες, απέναντι στην απρόβλεπτη Τουρκία.
Όλα τα ανωτέρω δημιούργησαν στους νέους ένα στέρεο σκηνικό ελπίδας για τη δημιουργία ενός περιβάλλοντας μέσα στο οποίο θα μπορέσουν να υλοποιήσουν με ασφάλεια, ελπίδα και σταθερότητα τα όνειρά τους.
Από την άλλη πλευρά, ο ΣΥΡΙΖΑ κατάφερε να απολέσει τις δυνάμεις του ακόμα και στους νέους, τους οποίους διαμήνυε ότι εκφράζει καλύτερα από οποιονδήποτε άλλο. Όπως έκρινε ότι η κοινωνία βρίσκεται σε μια σκοτεινή απόγνωση και αναζητά την ελπίδα μέσα από ένα «όχι», από ένα «δεν» και μία γενικευμένη απόρριψη. Θεωρώντας πως οι νέοι εναντιώνονται στην Ελλάδα του 2023 και το μόνο που θέλουν είναι να εναντιώνονται και να αντιδρούν. Γι' αυτό και δεν έκανε καμία ουσιαστική πρόταση για αυτούς. Μόνο καταργήσεις νόμων που πέρασε η ΝΔ (Ελάχιστη Βάση Εισαγωγής, Πανεπιστημιακό Άσυλο, Πανεπιστημιακή αστυνομία) και την εύληπτη πρόταση της ελεύθερης πρόσβασης στα πανεπιστήμια.
Με τον τρόπο που χειρίστηκε την προεκλογική εκστρατεία έχασε ακόμα και το αριστερό ακροατήριο. Δεν έβλεπε τίποτα το θετικό, τίποτα το δημιουργικό, αδυνατώντας ταυτόχρονα να παρουσιάσει την παραμικρή θετική πρόταση.
Γι' αυτό και η λεγόμενη «ρομαντική αριστερή ψήφος» της νεολαία κινήθηκε προς το ΚΚΕ και το ΜέΡΑ25. Διότι αφενός το ΚΚΕ παρέχει ένα επαναστατικό λόγο και μία διαρκή επαγρύπνηση που δελεάζει τους νέους που επιζητούν την άρνηση και την ανατροπή και αφετέρου το ΜέΡΑ25 ακολουθεί έναν ιδιόρρυθμο, αντισυστημικό, αντισυμβατικό και αντικαπιταλιστικό δρόμο.
Οι συγκεκριμένες εκλογές αποδεικνύουν ότι οι νέοι δεν είναι μια «διαφορετική» μερίδα ανθρώπων που χρήζουν ιδιαίτερης μεταχείρισης. Δεν θέλουν να βλέπουν υποσχέσεις του αέρα, αλλά βάσιμες και ρεαλιστικές προτάσεις που να τους επιτρέπουν να ξετυλίγουν τα το ταλέντο τους και να αναπτύσσουν τις ικανότητές τους. Οι νέοι ψήφισαν Νέα Δημοκρατία. Και εφόσον έχουν περάσει τόσες μέρες και δεν έχει αλλάξει κάτι στο πολιτικό σκηνικό μάλλον θα το ξανακάνουν. Αφήνοντας πίσω τις διαφωνίες και τις αντιδράσεις, και εστιάζοντας στην δημιουργικότητα και την εξέλιξη.