Του Γιάννη Παντελάκη
Όταν για πρώτη φορά ο ΣΥΡΙΖΑ κέρδισε την εξουσία, είχε ένα διπλό στοίχημα: α) να διαχειριστεί την αντιμνημονική του ρητορεία β) να εφαρμόσει μια αριστερή πολιτική που δεν είχε οικονομικό κόστος και η οποία θα τον έκανε αισθητά διακριτό από τις μεταπολιτευτικές κυβερνήσεις. Ας δεχτούμε υποθετικά ότι το πρώτο στοίχημα χάθηκε επειδή δεν τον βοήθησε και η συγκυρία. Κέρδισε το δεύτερο; Όποιος επιχειρήσει σύγκριση προγραμματικών υποσχέσεων και εφαρμοζόμενης πολιτικής, θα νοιώσει διπλή απογοήτευση. Αν βέβαια, είχε ανάλογες προσδοκίες.
Όπως έλεγε τότε ο Τσίπρας και πολλά κυβερνητικά στελέχη προτεραιότητα της κυβέρνησης ήταν η αντιμετώπιση της ανθρωπιστικής κρίσης «Δεν μπορεί η Ελλάδα, να είναι μια Ευρωπαϊκή χώρα όταν έχει χιλιάδες ανθρώπους να πεινάνε, να μην έχουν ηλεκτρικό ρεύμα», ήταν οι χαρακτηριστικές του φράσεις. Τι συνέβη στην πραγματικότητα ; Το 2015, το ποσό που δόθηκε για την ανθρωπιστική κρίση (σύμφωνα με παραδοχή του κ. Χουλιαράκη στην Βουλή), ήταν περίπου 108 εκατ. ευρώ, ενώ οι προβλέψεις για το 2016 αφορούν σε ποσό 150 εκατ. ευρώ. Λεφτά δεν υπάρχουν πράγματι, αλλά από τις πρώτες αποφάσεις της κυβέρνησης ήταν να δοθούν 500 εκατ. ευρώ με απευθείας ανάθεση για αμφίβολης αναγκαιότητας εκσυγχρονισμό πολεμικών αεροσκαφών ηλικίας 35 ετών τα οποία θα παραδοθούν σε εφτά χρόνια!
Υποσχέσεις χωρίς οικονομικό κόστος, δόθηκαν και για τον περιορισμό της σπατάλης στον δημόσιο τομέα, αλλά και των προνομίων υπουργών και βουλευτών «Δεν ήρθαμε για να καταλάβουμε δομές και προνόμια εξουσίας, ήρθαμε για να καταργήσουμε προνόμια και να περάσουμε την εξουσία εκεί από όπου πηγάζει, δηλαδή στον ελληνικό λαό», έλεγε. Τι συνέβη στους δεκατέσσερις αυτούς μήνες; Κανένας περιορισμός σε προνόμια υπουργών και βουλευτών δεν παρατηρήθηκε. Ακόμα και η υπόσχεση για κατάργηση των βουλευτικών αυτοκινήτων («διότι δεν πιστεύω ότι οι βουλευτές μας στερούνται της οικονομικής δυνατότητας να μετακινούνται με τα δικά τους έξοδα» - Τσίπρας), δεν τηρήθηκε ποτέ. Η συντριπτική πλειονότητα των βουλευτών του ΣΥΡΙΖΑ της πρώτης και της δεύτερης διακυβέρνησης, αγνόησαν τον πρωθυπουργό και πήραν τα αυτοκίνητα. Ο ίδιος, δεν επέμεινε στην κατάργηση του προνομίου.
Το «νέο ύφος και ήθος της εξουσίας», το οποίο ευαγγελιζόταν περιελάμβανε πολλά ακόμα. Περιορισμό του προσωπικού του Μεγάρου Μαξίμου κατά 30%, μείωση της αστυνομικής φρουράς του πρωθυπουργού κατά 40%, την ίδια λογική θα ακολουθούσε το υπουργικό συμβούλιο. Περιττό να σημειώσουμε ότι δεν συνέβη κάτι τέτοιο, ποτέ η κυβέρνηση δεν γνωστοποίησε τέτοιες μειώσεις. Όπως και ποτέ δεν κατάργησε τις «αντισυνταγματικές διατάξεις που παρέχουν ασυλία στα Δ.Σ. του ΤΑΙΠΕΔ, του ταμείου χρηματοπιστωτικής σταθερότητας και της Τράπεζας της Ελλάδας», όπως έλεγε ο Τσίπρας.
Χρειάζονται χιλιάδες ακόμα λέξεις για να περιγράψουν όσα δεν έγιναν και για τα οποία δεν υπήρχε καμμία μνημονιακή εμπλοκή. Αποτελούσαν δηλαδή αποκλειστικά επιλογές της κυβέρνησης. Κανένας δανειστής δεν απαιτούσε, να μην καταργηθεί ο νεποτισμός και το ρουσφετολογικό κράτος, να μην εφαρμοστεί η διαφάνεια και η αξιοκρατία στην στελέχωση του κρατικού μηχανισμού. Καμμιά τρόικα δεν τους υπαγόρευσε να κάνουν διορισμούς συγγενών και φίλων ή διορισμούς τύπου Καρανίκα.
Το μοναδικό θέμα το οποίο επικαλούνται για να πείσουν για την διαφορετικότητά τους, είναι αυτό της διαπλοκής και του τριγώνου πολιτική-μιντιακή-οικονομική εξουσία. Ακόμα και σ αυτό όμως, όλα δείχνουν πως απλά θα ξαναμοιραστεί η τράπουλα. Η έξοδος ενός εκδότη από την μετοχική σύνθεση ενός καναλιού για παράδειγμα, με την είσοδο ενός άλλου ισχυρού οικονομικού παράγοντα, δεν συνιστά περιορισμό της διαπλοκής. Περιορισμό θ αποτελούσε η συγκρότηση ενός ισχυρού ΕΣΡ, πραγματικά ανεξάρτητου από κόμματα και με ισχυρές αρμοδιότητες. Όπως απέδειξαν και οι προεκλογικές μυστικές συναντήσεις Τσίπρα με ισχυρούς μιντιάρχες που αποκαλύφθηκαν, απλά δεν τα βρήκε με κάποιους από αυτούς. Θα τα βρει με κάποιους άλλους…