Σε μία δημοκρατική κοινωνία, όπως η Ελλάδα, όλοι έχουν το αναφαίρετο δικαίωμα να εκφράζουν ελεύθερα την άποψή τους, ανεξαρτήτως εάν είναι αρεστή στην εκάστοτε κυβέρνηση. Με αυτό το κριτήριο, το άρθρο γνώμης του Alex Clapp, του αυτοαπασχολούμενου δημοσιογράφου που δημοσιεύτηκε πρόσφατα στους «New York Times» με τον μάλλον προκλητικό τίτλο «Η σήψη στην καρδιά της Ελλάδας είναι πλέον ορατή σε όλους», είναι προφανώς ευπρόσδεκτο μέρος του δημόσιου διαλόγου.
Η ελευθερία της έκφρασης ωστόσο δεν εγγυάται ότι όλες οι απόψεις, δημοσιογραφικές ή μη, είναι εξίσου σοβαρές και τεκμηριωμένες, ούτε εξασφαλίζει ότι ο εκφραστής μίας γνώμης είναι απόλυτα αμερόληπτος κι αντικειμενικός. Επιπλέον, σε μία δημοκρατία δεν επιτρέπεται μόνο η ελεύθερη κριτική, αλλά και η αξιολόγηση της κριτικής, υπάρχει λόγος και αντίλογος. Ουδείς είναι υπεράνω.
Με αυτό κατά νου, και λαμβάνοντας υπόψη ότι ο κ. Clapp προβαίνει σε ένα ιδιαίτερα σοβαρό συμπέρασμα για τη δημοκρατία στην Ελλάδα, είναι χρήσιμο να ρίξουμε μiα ματιά σε παλαιότερα δημοσιεύματα που υπογράφει ο κ. Clapp, ειδικά σε ένα αφιέρωμα - προφίλ που έγραψε τον Μάρτιο του 2015 για τη νεοεκλεγείσα τότε κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ.
Το κείμενο, που αισίως ανέρχεται σε περίπου 3.000 λέξεις, μπορεί στην καλύτερη περίπτωση να χαρακτηριστεί πορτρέτο δημοσιογραφικής αφέλειας. Κάποιος λιγότερο επιεικής θα μπορούσε να το αποκαλέσει υπόδειγμα μεροληψίας.
Ένα κόμμα της διανόησης;
Το πρώτο στοιχείο που εντυπωσιάζει είναι η εντυπωσιακή άγνοια ή επιλεκτική παρουσίαση της πραγματικότητας. Το δημοσίευμα παρουσιάζει τον ΣΥΡΙΖΑ λίγο ως πολύ ως παράγωγο μίας σοβαρής αριστερής διανόησης η οποία έχει σαφή πολιτική ταυτότητα και ως κύρια ιδεολογική καταβολή το έργο του Νίκου Πουλαντζά, αλλά απόσχει από την αυστηρή κομματική δομή και οργάνωση που επέλεξαν άλλες παρατάξεις της αριστεράς.
Σύμφωνα με τον Clapp, «το Υπουργικό Συμβούλιο του Τσίπρα βρίθει από ανθρώπους με διδακτορικά που είναι πιο εξοικειωμένοι με την έννοια το κυβερνητισμού παρά με την έννοια της διακυβέρνησης», ο ΣΥΡΙΖΑ είναι ένα κόμμα που «δεν προσπάθησε να αποκρύψει τις ακαδημαϊκές τάσεις που το χαρακτηρίζουν».
Ο ΣΥΡΙΖΑ, βεβαίως, δεν ήταν κάποιο κόμμα ακαδημαϊκών. Αρκεί να φέρει κανείς κατά νου τον Αλ. Φλαμπουράρη, τον Ν. Παππά, τον Π. Σκουρλέτη, τον Π. Πολάκη, τον Π. Λαφαζάνη και άλλους. Το πιο εντυπωσιακό στην προκειμένη περίπτωση όμως είναι ότι ο κ. Clapp, βολικά, δεν αναφέρει σε κανένα σημείο ότι αυτή η δήθεν αριστερή intelligencia συγκυβερνούσε εξ αρχής με τους Ανεξάρτητους Έλληνες του Πάνου Καμμένου.
Ο δημοσιογράφος συνεχίζει γράφοντας ότι η Κουμουνδούρου «δεν οικειοποιήθηκε πορείες διαμαρτυρίας για τη λιτότητα παρά την ενδεχόμενη δυναμική τους», διότι οι επηρεασμένοι από τον Πουλαντζά «ηγέτες του ΣΥΡΙΖΑ ανησυχούσαν για την πολιτικοποίηση των κινημάτων των πολιτών», ενώ παράλληλα αντιλαμβάνοντας «πόσα εύκολα οι οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών στην Ελλάδα μπορούν να καταληφθούν από τους κρατικούς μηχανισμούς».
Μάλλον ο κ. Clapp δεν πρόσεξε την εργαλειοποίηση των «Αγανακτισμένων» από τον ΣΥΡΙΖΑ -στις ίδιες πλατείες όπου ήκμασε η Χρυσή Αυγή- ούτε πρόσεξε το κίνημα του «μαγκαλιού». Δεν αντελήφθη, προφανώς, τον άγριο λαϊκισμό που ο Αλέξης Τσίπρας και οι συνεργάτες του χρησιμοποίησαν ανενδοίαστα, σε πρωτοφανή κλίμακα για τα δεδομένα της μεταπολίτευσης, για να αναδειχθούν στην εξουσία.
Η πρόοδος του ΣΥΡΙΖΑ;
Το κείμενο φαίνεται πως γράφτηκε στα τέλη Μαρτίου, αλλά δημοσιεύτηκε στις 9 Απριλίου του 2015 στο «London Review of Books», άρα ο συντάκτης είχε άπλετο χρόνο να προσέξει ότι ουδείς έσκισε τα Μνημόνια «με έναν νόμο κι ένα άρθρο» ή ότι ο ΕΝΦΙΑ ουδέποτε καταργήθηκε. Στο ίδιο χρονικό διάστημα όμως, ενώ δεν πρόσεχε την κατάρρευση αυτών των λαϊκίστικων υποσχέσεων, πρόλαβε να κάνει εξαιρετικά «εύστοχες» παρατηρήσεις, όπως ότι «η νίκη του ΣΥΡΙΖΑ έχει επιφέρει μία αναστροφή του brain drain»
Εξίσου ενδιαφέρουσα είναι η εκτίμηση του κ. Clapp ότι «ο Τσίπρας έχει λίγους φίλους από την καπιταλιστική ελίτ και περιορισμένη πρόσβαση σε ξένα funds που επέτρεψαν στο ΠΑΣΟΚ να προσφέρει δώρα σε κάθε τομέα της ελληνικής κοινωνίας. Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορεί να δώσει δώρα». Μάλλον δεν είχε προσέξει το περίφημο «Πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης». Τουλάχιστον μπορούμε να αναγνωρίσουμε ότι την άνοιξη του 2015 ο κ. Τσίπρας δεν είχε αρχίσει ακόμα να παραθερίζει σε πολυτελείς θαλαμηγούς εφοπλιστών, ούτε είχε καθιερώσει τα περίφημα «κοινωνικά μερίσματα». Εδώ μπορούμε να προσάψουμε στον κ. Clapp μόνο αφέλεια.
Προς το τέλος του δημοσιεύματος, ο κ. Clapp αναλύει τα κέντρα που θα μπορούσαν να απειλήσουν την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, όπως ο στρατός, η αστυνομία και η πλούσια ελίτ της Ελλάδας. Οι ένοπλες δυνάμεις, εκτιμά, δεν συνιστούν πραγματικό κίνδυνο, αλλά «η αστυνομία θα μπορούσε να προκαλέσει μεγαλύτερα προβλήματα».
Για να ενισχύσει τη θέση του επικαλείται την ομάδα ΔΙΑΣ, ισχυριζόμενος ότι πρόκειται για δύναμη που «οργώνει σε δυάδες μοτοσικλετιστών την Αθήνα δημιουργώντας με ατμόσφαιρα κράτους εκφοβισμού». «Υπάρχουν δεκάδες χιλιάδες άντρες σαν αυτούς που τα τελευταία πέντε χρόνια έχουν επιφορτιστεί με την κρατική καταστολή. Γνωρίζουν πολύ καλά ότι ο περισσότερος κόσμος τους απεχθάνεται» συνεχίζει ο έγκριτος δημοσιογράφος.
Ο κ. Clapp κρατά όμως το πιο ωραίο κι αντικειμενικό κομμάτι για το τέλος, κάνοντας μία σύντομη αποτίμηση της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ (και των ΑΝΕΛ που ξεχνά να αναφέρει) κατά τους πρώτους μήνες:
«Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει καταγράψει μικρή, αλλά σημαντική πρόοδο. Τα κάγκελα που περιστοίχιζαν τη Βουλή έχουν απομακρυνθεί. Ένας γείτονας μου είπε πως βλέπει πολιτικούς να μπαίνουν στο Μετρό για να πάνε στη Βουλή. Ο κόσμος συνεχίζει να παραπονιέται για τους πολιτικούς όχι όμως με το ίδιο μένος που το έκανε για τον Αντώνη Σαμαρά. Η παρουσία της αστυνομίας περιορίστηκε. Στην Ερμού, κοντά στην είσοδο της Πλατείας Συντάγματος όπου συσσωρεύονταν, πλέον, τουλάχιστον προς το παρόν, έχουν απομακρυνθεί».