Οι σημαντικότερες στιγμές μεγαλείου και συνάμα τραγωδίας του σύγχρονου ελληνισμού είναι συνυφασμένες με μεγάλα «παράθυρα ευκαιρίας» που άνοιξαν υπέρ μας, από πρόσωπα και πολιτικές, που καθόρισαν τη στάση της εκάστοτε μεγάλης δύναμης στα μείζονα εθνικά μας ζητήματα.
Αμέσως μετά τους Ναπολεόντειους Πολέμους (1803-1815) και για τον επόμενο τουλάχιστον αιώνα ως και τα τέλη του πρώτου τετάρτου του 20ου αιώνα (κάπου προς τα τέλη της δεκαετίας του ’30), η Μεγάλη Βρετανία αναδείχθηκε ως η ισχυρότερη μεγάλη δύναμη της εποχής.
Είναι ακριβώς η χρονική περίοδος που κρίνονται δυο κομβικές υποθέσεις του Ελληνισμού. Η Ανεξαρτησία από την Οθωμανική Αυτοκρατορία και η Μεγάλη Ιδέα. Και στις δυο αυτές υποθέσεις, η Ιστορία κράτησε την ανάσα της από τη συγκυριακή σύμπλευση των ελληνικών συμφερόντων με τα πρόσωπα και τις διαθέσεις που καθόρισαν την πολιτική της Μ. Βρετανίας, ως κυρίαρχης δύναμης.
Περίπτωση Κάνινγκ
Στην περίπτωση της ελληνικής ανεξαρτησίας από τους Οθωμανούς, καθοριστικό ρόλο έπαιξε ο τότε φιλελεύθερος υπουργός εξωτερικών του Ηνωμένου Βασιλείου (και προς το τέλος της ζωής του για μόλις 3 μήνες πρωθυπουργός), Τζωρτζ Κάνινγκ. Ο Κάνινγκ ήξερε πολύ καλά τις δυνατότητες των ελλήνων καραβοκύρηδων, τα σχέδιά τους με τη Φιλική Εταιρεία, την προσφορά τους ως κουρσάρων στο βρετανικό στέμμα, καθώς και τις καταθέσεις που διατηρούσαν στις βρετανικές τράπεζες. Και ήταν πολύ φυσικό να μας γνωρίζει, από την ώρα που πριν αναλάβει υπουργός εξωτερικών το 1822, είχε προηγουμένως διατελέσει διευθυντής της Βρετανικής Εταιρείας Ανατολικών Ινδιών από το 1816 ως και το 1821.
Ως υπουργός εξωτερικών πλέον, ο Κάνινγκ κάνει την πρώτη του κίνηση υπέρ της ελληνικής υπόθεσης τον Μάρτιο του 1823 με την αναγνώριση των Ελλήνων ως εμπολέμων με τους Οθωμανούς (καθολική διαφοροποίηση της ελληνικής υπόθεσης από τις αποφάσεις του Συνεδρίου της Βιέννης (1814-15) και των διαθέσεων Μέττερνιχ), καθώς και αναγνώρισης του δικαιώματος των ελληνόκτητων πλοίων να διενεργούν ναυτικό αποκλεισμό σε οθωμανικά λιμάνια. Με αυτόν τον τρόπο ο Κάνινγκ προδιαγράφει την πορεία των επαναστατημένων Ελλήνων και προετοιμάζει ουσιαστικά (διότι τον πρόλαβε ο θάνατος από πνευμονία) το Ναβαρίνο (με τη συμμαχία Βρετανών, Γάλλων και Ρώσων απέναντι στους Οθωμανο-Αιγυπτίους) και την Ελληνική Ανεξαρτησία (από απλή αυτονομία).
Ωστόσο, ο πρόωρος θάνατος του Κάνινγκ διευκόλυνε την σταδιακή εξισορρόπηση της πολιτικής του Βρετανικού στέμματος απέναντι στο ελληνικό ζήτημα. Ως μεγάλη δύναμη, η Βρετανία, δεν μπορούσε να παραβλέψει, ούτε φυσικά να θυσιάσει για χάρη της Ελλάδας, τα υπόλοιπα σημαντικά της συμφέροντα με τους Οθωμανούς, καθώς και εκείνα με τις υπόλοιπες μεγάλες δυνάμεις της εποχής. Έτσι, ενώ μας διασφάλισε θεσμικά την Ανεξαρτησία, εν τούτοις φρόντισε να μας δέσει γερά στη Βαυαροκρατία και το διαρκή εσωτερικό διχασμό.
Περίπτωση Λόιντ Τζορτζ
Το τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου βρίσκει την Ελλάδα νικήτρια στη «σωστή πλευρά της Ιστορίας» και στη Συνδιάσκεψη Ειρήνης του Παρισιού (1919) ο φιλελεύθερος Βρετανός πρωθυπουργός Ντέιβιντ Λόιντ Τζορτζ συμμερίζεται το αίτημα του φιλελεύθερου Ελευθέριου Βενιζέλου να μετέχει και η Ελλάδα στην Εντολή των Συμμάχων για τον έλεγχο των Οθωμανικών εδαφών. Όπερ και εγένετο με την αποβίβαση του ελληνικού στρατού στη Μικρά Ασία τον Μάιο του 1919.
Οι Ιταλοί ήταν κάθετα αντίθετοι με την παρουσία των Ελλήνων στη Σμύρνη, ο αμερικανός πρόεδρος Κλεμανσό είχε ενδοιασμούς, οι Γάλλοι ζύγιζαν συνεχώς τα πράγματα. Τότε, χάρη στη διαφωνία των Ιταλών με τους υπόλοιπους της Συνδιάσκεψης για δικά τους θέματα, η Ιταλία αποχώρησε και έτσι κέρδισε έδαφος η Βρετανική πρόταση να μετέχουν και οι Έλληνες, διότι ο Λόιντ Τζορτζ έβλεπε την Ελλάδα ως σύμμαχο που θα διευκόλυνε τους Βρετανούς στον έλεγχο των Δαρδανελίων και του Αιγαίου.
Την 1η Νοεμβρίου του 1920 ο Βενιζέλος κάνει εκλογές και αντί να τις κερδίσει, τις χάνει. Παράλληλα, ο Λόιντ Τζορτζ είναι αποδυναμωμένος πολιτικά, ο Κλεμανσό είναι ουσιαστικά αδιάφορος, ενώ οι Γάλλοι και οι Ιταλοί, από την πίσω πόρτα, εναρμονίζουν τα συμφέροντά τους με την ανερχόμενη Τουρκία του Κεμάλ. Για την ιστορική αλήθεια, αξίζει να αναφέρουμε, πως μεταξύ Βενιζελικών και Βασιλικών αυτοκτονικών λαϊκισμών, μόνο ο Ιωάννης Μεταξάς είχε διακρίνει το στρατηγικό ολίσθημα. Και που κατέληξε όλο αυτό; Μα φυσικά στη Μικρασιατική καταστροφή και το επώδυνο τέλος της Μεγάλης Ιδέας.
Παράθυρο ευκαιρίας Τραμπ;
Και ερχόμαστε στο σήμερα. Η δεύτερη θητεία Τραμπ στον Λευκό Οίκο δείχνει συγκυριακά μια ανάκαμψη της Αμερικανικής ισχύος στα παγκόσμια πράγματα. Μένει να δούμε πως αυτό θα εξελιχθεί και τα επόμενα χρόνια – τίποτα δε θα πρέπει να προεξοφληθεί.
Η αναστολή του έργου της ηλεκτρικής διασύνδεσης Ελλάδας-Κύπρου ενδεχομένως να επίσπευσε μια νέα συνάντηση της Τριμερούς Συνεννόησης μεταξύ της Ελλάδος, της Κύπρου και του Ισραήλ. Από κοινού τείνουν προς μια επικαιροποίηση της διευρυμένης Συνεννόησης των 3+1 (με τη συμμετοχή και των ΗΠΑ σε ένα κατά τα άλλα στρατηγικό έργο της ΕΕ, αλλά ας το αφήσω ασχολίαστο…), διότι, όπως ισχυρίζονται διπλωματικοί κύκλοι και δημοσιογραφικές πένες, ο πρόεδρος Τραμπ είναι ένθερμος υποστηρικτής της ενεργότερης όσμωσης συμφερόντων με την Ελλάδα, την Κύπρο και το Ισραήλ, καθώς και με τις στρατηγικές ενεργειακές και εμπορικές διασυνδέσεις στην ευρύτερη περιοχή.
Ακόμη και αν ισχύουν αυτά σε προσωπικό επίπεδο για τον πρόεδρο Τραμπ, καλό είναι να λάβουμε υπόψη μας την προηγούμενη εμπειρία, την ευρύτερη στρατηγική του State Department και τα συμφέροντα – τον μόνο ασφαλή παράγοντα που καθορίζει διαχρονικά τις διεθνείς υποθέσεις.
Συμπέρασμα
Το ιστορικό παρελθόν μας δίνει μια πολύ καλή εικόνα για το κατά πόσο οι συγκυριακές προθέσεις και τα νοούμενα συμφέροντα εμβληματικών προσωπικοτήτων στο τιμόνι μεγάλων δυνάμεων είναι κάτι που από μόνο του αποτελεί ικανή συνθήκη πάνω στην οποία μπορούμε να βασιστούμε και να προχωρήσουμε σε πρωτοβουλίες, νομίζοντας ότι έχουμε τα νότα μας καλά καλυμμένα.
Ο κρίσιμος παράγοντας, λοιπόν, δεν είναι η κουβέντα, η δήλωση ή η διάθεση ενός ηγέτη, όσο ισχυρός κι αν είναι αυτός.
Ο κρίσιμος παράγοντας είναι η διαχρονική γραμμή του συστήματος, τα συμφέροντα της μεγάλης δύναμης όπως αυτά ερμηνεύονται από τη γραφειοκρατία του συστήματός της.
Αλλά ο ακόμη πιο κρίσιμος παράγοντας είναι η ικανότητα ακύρωσης στην πράξη κάθε ανταγωνιστικής προσπάθειας ανατροπής ή εξέλιξης επί το δυσμενέστερο των δικών σου ενεργειών στο περιφερειακό ή διεθνές περιβάλλον.
Και συνήθως αυτό που δυστυχώς συμβαίνει είναι ότι η υπεραισιοδοξία μιας δήλωσης ισχύος, δε μας αφήνει να δούμε ούτε τη δυναμική των αντίρροπων συμφερόντων, ούτε πολλές φορές τη φάκα πίσω από το τυράκι.
*Ο Βασίλης Κοψαχείλης είναι διεθνολόγος και συγγραφέας του βιβλίου «Γεω-επιχειρηματίες: Από τον Ιάσονα στον Ίλον Μάσκ» (Εκδόσεις Παπαδόπουλος, 2024)