Του Γιάννη Σιδέρη
Ήταν 1987 όταν οι οργανωμένοι οπαδοί της Λάρισας κινητοποίησαν όλη την πόλη για να υπερασπιστούν «το δίκαιο» της ομάδας τους. Η ΑΕΛ με προπονητή τον Γιάτσεκ Γκμοχ ήταν πρώτη στη βαθμολογία και ήλπιζε στην κατάκτηση του τίτλου.
Η ομάδα είχε ήδη μια ένδοξη στιγμή το1985, όπου κατέκτησε το Κύπελλο Ελλάδος, αλλά η κατάκτηση του Πρωταθλήματος ήταν πέραν πάσης φαντασίας. Και ως καθαυτό ονειρικό γεγονός, αλλά και ως συμβολικό χτύπημα της περήφανης επαρχίας κατά του ποδοσφαιρικού κατεστημένου της Αθήνας.
Φευ κατά την εξέταση των ποδοσφαιριστών για ντοπάρισμα, βρέθηκαν παράνομες ουσίες στον οργανισμό του ποδοσφαιριστή Γκέοργκι Τσίγκοφ. Η ποινή που προβλεπόταν ήταν η αφαίρεση τεσσάρων βαθμών, γεγονός που ανάγκαζε την ομάδα και την πόλη να αποχαιρετήσουν το απίστευτο όνειρο που ζούσαν, την κατάκτηση του Πρωταθλήματος.
Η είδηση για την επιβολή της ποινής προκάλεσε την αντίδραση των οργανωμένων οπαδών της «θήρας 1» που συγκεντρώθηκαν στην κεντρική πλατεία της πόλης. Η είδηση εξαπλώθηκε με ταχύτητα φωτιάς σε ξερόχορτα καλοκαιρινής μέρας στον θεσσαλικό κάμπο.
Οι καταστηματάρχες έκλεισαν τα μαγαζιά, οι μαθητές απείχαν από τα μαθήματα, ο κόσμος βρέθηκε σε ένα διαρκές συλλαλητήριο, τα γύρω χωριά κατέφθασαν για συμπαράσταση στην ομάδα της πρωτεύουσάς τους, και όλοι μαζί, ένα τεράστιο πλήθος, απέκλεισαν το σιδηροδρομικό δίκτυο και απέκοψαν την εθνική οδό.
Έκαιγαν λάστιχα, έστησαν οδοφράγματα, υπό τις ευλογίες ιερέων που παρευρίσκονταν ως αγανακτισμένοι χούλιγκαν, έκοψαν την Ελλάδα στα δύο (και έδωσαν μαθήματα στους αγρότες για τις μετέπειτα καταλήψεις των εθνικών οδών και τους αποκλεισμούς της χώρας).
Κατόπιν εντολής που έδωσε ο μέγας λαϊκιστής Ανδρέας, η ποινή απεσύρθη, ενώ αργότερα απεσύρθη και το σχετικό άρθρο του ΚΑΠ. Η Λάρισα κατέκτησε το πρωτάθλημα, όλη η περιοχή το βίωσε ως κοινωνική δικαίωση της παραγνωρισμένης ελληνικής επαρχίας ενάντια στο κατεστημένο του αθηνοκεντρικού κράτους, και βέβαια ο Αντρέας δεν τραυμάτισε την σχέση του με την «περήφανη αγροτιά» που ήταν «η ραχοκοκαλιά του ΠΑΣΟΚ».
Οι νουνεχείς κατάλαβαν πλέον ότι η αθλητική Δικαιοσύνη στη χώρα της φαιδράς Πορτοκαλέας αποτελεί σύντομο ανέκδοτο. Κατάλαβαν επίσης ότι στον δυσώδη χώρο του ελληνικού ποδοσφαίρου εφόσον ένα γεγονός ανεδείχθη ως μέγιστο πολιτικό πρόβλημα (και νίκησαν οι οπαδοί – ψηφοφόροι), δεν θα υπήρχε η δυνατότητα να αντιμετωπιστούν οι καθεαυτού ποδοσφαιρικές ανομίες, όπως ας πούμε οι μετέπειτα «παράγκες».
Όχι γιατί κατ’ ανάγκην γιατί δεν το ήθελαν, αλλά γιατί η πολιτική ηγεσία είχε ηττηθεί από τα αποδυτήρια, και πλέον δεν διέθετε το αναλογούν ηθικό έρεισμα. Η όποια της κίνηση, η όποια της απόφαση, η όποια ποινή, θα προσλάμβανε πολιτική χροιά και θα εκλαμβανόταν ως εύνοια των αντιπάλων του καταδικασθέντος.
Δεν εννοούμε ότι φταίει το τότε για το τώρα. Απλώς θεωρούμε ότι ήταν η αιχμιακή στιγμή που θα μπορούσε να έχει τροχοδρομηθεί μια διαφορετική πορεία, αλλά χάθηκε.
Η τωρινή υπόθεση ήταν ανάλογης κρισιμότητας αλλά πιο περίπλοκη. Υπήρχε όπως τότε η απαίτηση των οπαδών να «κοιμηθεί» ο νόμος (που έλεγε κάποτε και ο Χριστόδουλος), υπήρχε το μόνιμο αίσθημα της καχυποψίας προς το αθηνοκεντρικό κράτος, αλλά πλέον υπάρχουν και δύο πανίσχυροι επιχειρηματίες που διά των ομάδων και των Μέσων Ενημέρωσης που κατέχουν, διαθέτουν σημαντική κοινωνική δύναμη.
Έτσι όπως έχει δημιουργηθεί η κοινωνική δυναμική από διαδοχικές κυβερνήσεις, με τον εναγκαλισμό της πολιτικής με τους ισχυρούς του χρήματος και του αθλητικού θεάματος, οποιαδήποτε απόφαση, και η πιο δίκαια, θα εκλαμβανόταν ως μεροληψία υπέρ του ενός εκ των αντιμαχομένων.
Η σολομώντεια λύση που βρέθηκε από την κυβέρνηση προφανώς αποφορτίζει την κατάσταση προς το παρόν, ωστόσο δεν λύνει το πρόβλημα του ελληνικού ποδοσφαίρου. Το πολιτικό σύστημα δεν έχει την αντοχή να το αντιμετωπίσει.
Δεν είναι μόνο η κυβέρνηση που άτολμη επέλεξε να ρίξει το θέμα «στα μαλακά». Είναι και ο ΣΥΡΙΖΑ που ζήτησε την αποπομπή, ως αποδιοπομπαίου τράγου, του Αυγενάκη για το «χάος που έχει επιφέρει στον αθλητισμό και για τις συνθήκες διχασμού στις οποίες έχει οδηγήσει την ελληνική κοινωνία» (εμμέσως δικαιολογεί τον ιδεασμό του διχασμού – μόνο που είναι διχασμός των φανατικών. Δεν βλέπουμε την ελληνική κοινωνία διχασμένη για το θέμα). Είναι επίσης και η θλιβερή λιτανεία των βουλευτών που στοιχήθηκαν πίσω από τις ομάδες της περιοχής τους (ΠΑΟΚ και Ολυμπιακό).
Θα χρειαστεί ιώβεια υπομονή και ατσάλινη επιμονή η κυβέρνηση για να εξυγιάνει τον χώρο του επαγγελματικού ποδοσφαίρου – εάν έχει τη θέληση και το σθένος βέβαια.
ΥΓ: Απλώς να θυμίσουμε στην Εσπερία όταν αναδύονται παρόμοια προβλήματα δεν γίνονται γόρδιοι δεσμοί, γιατί οι θεσμοί λειτουργούν σαν «αλεξανδρινό σπαθί» και τους κόβουν πάραυτα. Δεν είναι μόνο το πολυχρησιμοποιημένο παράδειγμα της Μάργκαρετ Θάτσερ που έβγαλε τις ομάδες της χώρας της πέντε χρόνια εκτός ευρωπαϊκών διοργανώσεων. Είναι και οι ομάδες που υποβιβάστηκαν όταν διαπιστώθηκε η μη εναρμόνισή τους με το νόμο. Όπως η μεγάλη Μίλαν με τη Λάτσιο, ή η «γηραιά κυρία» Γιουβέντους, η μεγάλη Μαρσέιγ, η πιο πετυχημένη ομάδα της Σκωτίας οι «Ρέιτζερς», κ.α.