Του Γιάννη Σιδέρη
«Ο,τι και να πούμε δεν μας ακούνε, δεν θέλουν να μας ακούσουν» έλεγε ο Βαγγέλης Βενιζέλος ως πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ και μέλος της κυβέρνησης Σαμαρά. Ηταν οι ξέφρενοι καιροί του ανορθολογικού θυμού, της εύκολης οργής, της φλογισμένης έντασης που υποδαύλιζε ο ΣΥΡΙΖΑ, με έναν απλοϊκό μανιχαϊστικό διαχωρισμό: Από τη μία αυτοί που «τα έφαγαν» και κατέστρεψαν τη χώρα και από την άλλη ο λαός μας, πάντα προδομένος!
Παρήλθαν ωστόσο οι εποχές και ενδιάμεσα απογυμνώθηκαν πολλά. Πρόσωπα, δοξασίες, μυθολογίες, ιστορικές εμμονές. Οι λύσεις που υπόσχονταν οι νυν «αρχάγγελοι τα κάθαρσης» (αυτοχαρακτηρισμός του Κων. Μητσοτάκη το 1989), ήταν ανύπαρκτες πέραν της πεπατημένης των μνημονίων. Οι ιδέες τους «λιπόσαρκες» στα γνωστά συνθηματολογικά αναμασήματα δεκαετιών, η συνέπεια λόγων και έργων (αυτό που κυρίως περίμενε κάποιος από την Αριστερά) είδος εν ανεπαρκεία. Το κληρονομημένο (από τους παλιούς) ηθικό πλεονέκτημα, τσαλαπατημένο εν μωρία.
Παράδειγμα: Τον καιρό του «βρώμικου 89», ένας πρωθυπουργός και τρεις υπουργοί παραπέμφθηκαν στο Ειδικό Δικαστήριο, με διώκτες τους δύο πρώην θανάσιμους εχθρούς ενός αιματηρού εμφυλίου. Το γεγονός πρωτοφανές, ξαφνιαστικό, η οργή δίκαιη και η σύγκρουση σκληρή. Όμως ουδείς ενέπλεξε σε αυτή συζύγους και οικογένειες των αντίδικων πολιτικών, όπως έκαναν τώρα οι ανώριμοι νεολαίοι του Μαξίμου.
Παρήλθαν οι καιροί, απογυμνωμένοι από την υποταγή αυτών που υπόσχονταν ρωμαλέα αντίσταση, γιατί δεν είχαν καταλάβει – και μαζί τους πολύς λαός – ότι αντίσταση κάνεις στους κατακτητές. Όταν δεν έχεις να φας, απλώς δανείζεσαι, και ο δανειστής σου βάζει όρους. Αν δεν τους αποδέχεσαι, του πετάς στη μούρη τα λεφτά του και ζεις με την περήφανη πείνα σου (και βέβαια τρέχεις να κρυφτείς από το κυνήγι αυτών που τους είχες τάξει τσάμπα δείπνο).
Απλή λογική και χιλιοειπωμένα για κάποιους, αλλά όχι για όλους. Τελευταία οι δημοσκοπήσεις με τα ποιοτικά χαρακτηριστικά που ανιχνεύουν (πέραν δηλαδή των ποσοστών εκλογικής προτίμησης), δείχνουν ότι τμήματα κόσμου συνέρχονται από την παραζάλη της παραμυθίας που έλεγε ότι κάποιοι άλλοι τον κατέστρεψαν εν αγνοία του (λες και κακοπέρασε σαράντα χρόνια. Λες και δεν ήταν ο ίδιος που κατέβηκε στο δρόμο για να ανασχεθεί το νομοσχέδιο Γαννίτση που θα είχε αποσοβήσει την τωρινή κατάσταση). Κάποιος κόσμος άρχισε πλέον να ακούει.
Η τελευταία συζήτηση στη Βουλή αποτέλεσε οδυνηρό πλήγμα για την κυβέρνηση καθώς ετρώθη στο κυρίαρχο μύθευμα της, εκείνο του δήθεν αγώνα της για τη μη περικοπή των συντάξεων, περικοπή που η ίδια είχε ψηφίσει. Η κίνηση Γεννηματά και ακολούθως του Μητσοτάκη, την άφησε άοπλη. Αφού οι συντάξεις μπορούν να μην κοπούν, ας νομοθετηθεί από τώρα η αρτιότητά τους. Η κυβέρνηση αλαφιασμένη το απέρριψε, περιμένοντας την ευλογία του Eurogroup!
Οι συντάξεις ήταν το βαρύ όπλο της κυβερνητικής προπαγάνδας στο καθημαγμένο ακροατήριο, γιατί η κατάρρευσή τους έγινε απότομα και προκάλεσε σοκ διαρκείας. Δεν ήταν οι μισθοί του ιδιωτικού τομέα, καθώς εκεί ο μεσαίωνας είχε αρχίσει να ελαύνει προ μνημονίου, από τον καιρό που οι εργαζόμενοι μεταβλήθηκαν (και κατά την ρήση Σημίτη) σε «απασχολήσιμους».
Προχθές στην συζήτηση στη Βουλή ο Πρωθυπουργός κατηγόρησε τους άλλους ότι έκοψαν τις συντάξεις 12 φορές. Ετσι είναι, αλλά κάποιος πρέπει να εξηγήσει στον κόσμο τον λόγο. Ότι κατέστη αναπότρεπτη η περικοπή εξαιτίας του τεράστιου ελλείμματος που άφησε πίσω της η θητεία Καραμανλή, και για την οποία το πολιτικό προσωπικό, και δη ο ΣΥΡΙΖΑ, ποιεί την νήσσαν.
Ο ΣΥΡΙΖΑ εξυπηρετείται να διαχέει το γενικόλογο σύνθημα περί των δύο παλιών κομμάτων που κατέστρεψαν την Ελλάδα, παρουσιαζόμενος ως ο νέος, άφθαρτος και άμωμος ευθυνών.
Το ΚΚΕ με τον πρόσβαρο λόγο του, δεν ενδιαφέρεται να εμπλακεί, αφού για όλα φταίει ο καπιταλισμός, άρα δεν ασχολείται με τα επί μέρους.
Η ΝΔ του Μητσοτάκη δεν μπορεί. Θα είναι σαν να βάζει ωρολογιακή βόμβα στα θεμέλια του κόμματος, καθώς θα δυσανασχετήσει αυτό το μη κατανοήσιμο – στους απέξω – τμήμα που ορίζεται ως «Καραμανλικό» – μη κατανοήσιμο γιατί ο μεγάλος πολιτικός δεν άφησε καμία ιδεολογική παρακαταθήκη, κάποια πολιτική «πλατφόρμα». Ακόμη και ο περίφημος «ριζοσπαστικός φιλελευθερισμός» που εισήγαγε, δεν έτυχε κάποιας περεταίρω θεωρητικής επεξεργασίας. Παρέμεινε σλόγκαν.
Ανθρωπος της δράσης ήταν και γι' αυτό θαυμάστηκε. Άφησε έργο και αυτό τον κατατάσσει στους μεγάλους του έθνους. Όμως πέραν της σεπτής μνήμης, με πολιτικούς όρους δεν είναι κατανοητό τι σημαίνει «Καραμανλικός».
Απομένει το ΚΙΝΑΛ. Βαρύνεται με αχρείες συμπεριφορές προσώπων του, αλλά όχι με γενικές συμπεριφορές των κυβερνήσεών του. Επειδή και αυτό έχει αρχίσει να ακούγεται – στο μέτρο της δικής του απήχησης – ίσως είναι το μόνο απομένει να εξηγήσει με επιμονή ποια κυβέρνηση δημιούργησε το έλλειμμα, το οποίο οδήγησε στο πετσόκομα των συντάξεων.
Αλλιώς θα αφεθεί ο λαός θύμα της άγνοιας και της πολιτικά κερδοφόρας καταγγελιολογίας του ΣΥΡΙΖΑ, για τα δυο κόμματα που επί 40 χρόνια κατέστρεψαν την Ελλάδα.