Η συζήτηση στη Βουλή για την παραπομπή σε προανακριτική του πρώην υφυπουργού Πολιτικής Προστασίας Χρήστου Τριαντόπουλου, ήταν μια απέραντη πολιτικολογία για τα Τέμπη από την οποία έλειπαν… τα Τέμπη.
Μάθαμε π.χ. από τον Σωκράτη Φάμελλο ότι οι πολίτες των συλλαλητηρίων δίνουν στον ΣΥΡΙΖΑ (και προφανώς στο ΠΑΣΟΚ, στην Πλεύση Ελευθερίας και τη Νέα Αριστερά) την εντολή: «Βρείτε για να φύγει αυτή η κυβέρνηση. Και αυτή εντολή ήταν ξεκάθαρη κατά τον Φάμελλο»!
Παραδόξως ουδείς από όσους βρέθηκαν σε αυτά δεν άκουσε τέτοιο σύνθημα. Όλοι άκουγαν την απαίτηση για Δικαιοσύνη. Καμία προτροπή από το σιωπηλό πλήθος προς την κεντροαριστερά να τα βρει. Όπως δεν είχε ακουστεί και το σύνθημα να φύγει η κυβέρνηση, όπως ισχυρίστηκε για το συλλαλητήριο του Ιανουαρίου ο Κώστας Ζαχαριάδης, και το διέψευσε ο πατέρας Πλακιάς.
Κατά τον Φάμελλο «τα προοδευτικά κόμματα πρέπει να πάρουμε πρωτοβουλίες και να απαντήσουμε πρώτα απ’ όλα ότι δεν είμαστε ίδιοι. Και η στάση μας στο έγκλημα των Τεμπών είναι μια ιστορική ευκαιρία»
Μα μόνος του ομολογεί την πλήρη πολιτική εργαλειοποίηση, την πολιτική εκμετάλλευση. «Ιστορική ευκαιρία» για την ώσμωση της Κεντροαριστεράς ο θάνατος 57 νέων!
Παράλληλα απευθυνόμενος στην κυβέρνηση είπε αυστηρά: «Οφείλεται να παραιτηθείτε, η παραμονή σας στα κυβερνητικά έδρανα έρχεται σε πλήρη αναντιστοιχία με το λαϊκό αίσθημα και την παλλαϊκή αντίδραση της κοινωνίας την 28η Φεβρουαρίου. Είστε απολύτως απονομιμοποιημένοι».
Αυτό περί κοινωνικής απονομιμοποίησης της κυβέρνησης και μειοψηφίας της στην κοινωνία, δεν είναι κατανοητό με ποια κοινωνικά εργαλεία μέτρησης προέκυψε. Οι εκλογές την ανέδειξαν κυβέρνηση, ενώ στη Βουλή, που είναι το θεσμικό μέσο νομιμοποίησης, έχει την πλειοψηφία.
Παράλληλα στο άτυπο εργαλείο αποτύπωσης των κοινωνικών διαθέσεων, τις δημοσκοπήσεις, πάλι η κυβέρνηση υπερέχει με ποσοστό διψήφιο του δεύτερου κόμματος. Άρα πως τεκμηριώνεται ο ισχυρισμός της κοινωνικής απονομιμοποίησης;
Ναι, υπάρχει «απαίτηση πολιτών για Δικαιοσύνη, αλήθεια, διαφάνεια, λογοδοσία και ασφάλεια». Πώς συμπεραίνεται ωστόσο ότι την ευθύνη κατοχύρωσης αυτών τη μεταθέτει στον ΣΥΡΙΖΑ (και το ΠΑΣΟΚ εφόσον «τα βρουν»);
Αυτή η προπέτεια να ερμηνεύει κατά το δοκούν τη φωνή των εκατοντάδων χιλιάδων πολιτών σε όλη την Ελλάδα, να την οικειοποιείται, να τη μεταφράζει ως φωνή ΣΥΡΙΖΑ, είναι το άκρον άωτον της αυθαιρεσίας. Είναι προσβολή του λαού που αυθορμήτως κατέβηκε στο συλλαλητήριο, χωρίς να αναθέσει την εκπροσώπησή του σε κομματικά σχήματα. Και συμβάλει στην απαξίωση της πολιτικής.
Αντιθέτως, ο Ανδρουλάκης που κατέθεσε την πρόταση δεν άκουσε τη φωνή λαού να τον εκλιπαρεί να τα βρει με τον ΣΥΡΙΖΑ και να χαρακτηρίζουν ως ιστορική ευκαιρία το δράμα των Τεμπών.
Παρέμεινε επικεντρωμένος στην αρχική του πρόθεση να παραπεμφθεί ο Τριαντόπουλος για το περίφημοι «μπάζωμα», κατηγορώντας την κυβέρνηση ότι αλλοίωσε τα στοιχεία, «διότι αν είχαμε από την πρώτη στιγμή δειγματοληψία και όχι ένα μήνα μετά, σήμερα δε θα υπήρχε τίποτα να κρυφτεί από τη Δικαιοσύνη και την κοινή γνώμη».
Ο ίδιος ο Τριαντόπουλος δήλωσε πως ήταν στην Αλόννησο το βράδυ της μοιραίας νύχτας όπως και την επομένη. Στη Λάρισα βρέθηκε μετά από λίγες ημέρες. Κατά τον ίδιο «σύμφωνα με την αστυνομία ο ανακριτής επέβλεπε την έρευνα και οι όποιες σημαντικές αποφάσεις, όπως ο τερματισμός της αναζήτησης λειψάνων κ.α., έγινε υπό την προφορική έγκριση του ανακριτή».
Υπενθυμίζουμε ότι προϋπήρξε και το πόρισμα της επιτροπής ειδικών (ΕΟΔΑΣΑΑΜ) που ερεύνησε τα δεδομένα του δυστυχήματος, και το οποίο είχε προσδώσει στον υφυπουργό τον ρόλο του παρατηρητή, χωρίς αποφασιστικές αρμοδιότητες επί του πεδίου. Δεν είμαστε μάντεις να προκαταλάβουμε τίποτα. Αυτά θα τα δείξει η εξεταστική και ο φυσικά ο φυσικός δικαστής εάν η υπόθεση προχωρήσει.
Επαναλαμβάνουμε όμως την άποψη που έχουμε γράψει, μετά και τη χθεσινή συζήτηση στη Βουλή, ότι βρισκόμαστε στο ζενίθ της εκκωφαντικής πολιτικής εκμετάλλευσης. Συν τω χρόνω, όσο τα γυμνά γεγονότα θα έρχονται στη δημοσιότητα, η κατάσταση θα αποφορτίζεται.
Δεν θα βγει πάλλευκη η κυβέρνηση, οι νεκροί είναι νεκροί. Αλλά η κατηγορία για το «έγκλημα» και το «μπάζωμα» ίσως δεν τεκμηριωθεί. Αυτό δείχνει και η κοινωνία μέσω των δημοσκοπήσεων. Η ίδια κοινωνία που κατέβηκε στους δρόμους και ζητάει Δικαιοσύνη, αν τους θεωρούσε δόλιους φονιάδες δεν θα τους αναδείκνυε ως πρώτο κόμμα. Απαιτεί και «φτάνει πια».
Αλλά σε αυτό το «φτάνει πια» σκοντάφτει η κυβέρνηση. Θα πρέπει κατά την ομιλία του ο πρωθυπουργός ή ο αρμόδιος υπουργός, να εξηγήσουν τη διαβεβαίωση ότι οι σιδηρόδρομοι θα είναι ασφαλείς το 2027. Ως τότε τι;