Το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών επιχειρήθηκε να ερμηνευθεί τόσο από τον ΣΥΡΙΖΑ, όσο και από το ΠΑΣΟΚ, ως ένα αποτέλεσμα, σχεδόν, νίκης για τα δύο κόμματα της κεντροαριστεράς. Ακόμη κι αν κανένας από τους δύο δεν εκπλήρωσε τον εκπεφρασμένο στόχο του -ένα ποσοστό της τάξεως του 20% έλεγε ο Στέφανος Κασσελάκης, τη δεύτερη θέση αξίωνε ο Νίκος Ανδρουλάκης- την επόμενη ημέρα, τα σχόλια περιορίζονταν στις κυβερνητικές απώλειες.
Δεν είναι τυχαίο, ωστόσο, ότι κανένα από τα δύο κόμματα δεν έθεσε ζήτημα πολιτικής απονομιμοποίησης της κυβέρνησης και δεν υπέβαλε αίτημα πρόωρης προσφυγής στις κάλπες. Οι «ψίθυροι» των πρώτων ωρών, που εξέφραζαν σαφώς τη δυσαρέσκεια στελεχών για το αποτέλεσμα, μετατράπηκαν με το πέρασμα των ημερών σε ευθεία αμφισβήτηση της ηγεσίας Ανδρουλάκη στο ΠΑΣΟΚ, αλλά και στην ξεκάθαρη διατύπωση της ανάγκης ανασύνθεσης του χώρου στον ΣΥΡΙΖΑ.
Η συζήτηση για την επόμενη ημέρα της κεντροαριστεράς έχει ανοίξει, με αβέβαιους, έως τώρα, πρωταγωνιστές και εξίσου αβέβαιη κατάληξη. Στη σκιά των αποτελεσμάτων των ευρωεκλογών, ο Αλέξης Τσίπρας ανακοίνωσε την ίδρυση του «Ινστιτούτου Αλέξη Τσίπρα», με κεντρικό μήνυμα «Διαμορφώνοντας το κοινό μας μέλλον». Σχεδόν ταυτόχρονα, οι πληροφορίες ανέφεραν ότι και ο Στέφανος Κασσελάκης προχωρά στην ίδρυση του δικού του Ινστιτούτου κατά της Ακροδεξιάς.
Ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ προχώρησε σε μία ακόμη πρωτοβουλία, διεκδικώντας να έχει τον πρώτο λόγο στη συζήτηση του ευρύτερου χώρου, καλώντας, με επιστολή του, σε διάλογο και κοινή δράση για την προώθηση της προοδευτικής ατζέντας στο ευρωκοινοβούλιο, τους Προέδρους του Κόμματος Ευρωπαϊκής Αριστεράς, Walter Baier, του Κόμματος Ευρωπαίων Σοσιαλιστών, Stefan Lövfen και του Ευρωπαϊκού Πράσινου Κόμματος, Thomas Waitz και Mélanie Vogel.
Η «ανάγνωση» στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ, ωστόσο, για το τι εννοεί κάποιος ως ανασύνθεση της κεντροαριστεράς ή συμπόρευση των δυνάμεων του προοδευτικού χώρου, είναι διαφορετική, ανάλογα με τον εκφραστή της πρότασης. Ο Στέφανος Κασσελάκης, έχοντας αποκλείει κατηγορηματικά οποιαδήποτε συζήτηση με τη Νέα Αριστερά, χαρακτηρίζοντας τους 11 βουλευτές της έως και αποστάτες, απηύθυνε πρόσκληση στην Κοινοβουλευτική Ομάδα του ΠΑΣΟΚ για συνεργασία πάνω σε κοινές προτάσεις νόμου, διευκρινίζοντας ότι το προσκλητήριο δεν είναι «χείρα φιλίας γενικά προς το ΠΑΣΟΚ». Σε διαφορετικό μήκος κύματος στελέχη, όπως ο Διονύσης Τεμπονέρας και ο Αντώνης Κοτσακάς, οι οποίοι συμπεριλαμβάνουν ως συνομιλητές στην πρότασή τους και τη Νέα Αριστερά και το ΠΑΣΟΚ, προτείνοντας μάλιστα, τη σύσταση κοινού συντονιστικού με τα δύο κόμματα.
Οι διαφορετικές προσεγγίσεις εντός ΣΥΡΙΖΑ δεν αποκλείεται να οδηγήσουν ακόμη και σε νέες ρωγμές, με δεδομένο ότι ο Στέφανος Κασσελάκης ήδη διαμήνυσε ότι «κανείς δεν αναγκάζει κανέναν να παραμείνει στον ΣΥΡΙΖΑ. Αν κάποιος δεν εκφράζεται από αυτό που θέλουμε να κάνουμε, δικαίωμά του να επιλέξει άλλη πορεία», δείχνοντας ακόμη και την πόρτα της εξόδου, για να λάβει την αιχμηρή απάντηση του Διονύση Τεμπονέρα, «ήμουν πολλά χρόνια πριν από εκείνον, είμαι και θα παραμείνω ενδεχομένως και μετά από αυτόν στο αξιακό πλαίσιο του ΣΥΡΙΖΑ, όπως αυτό διαμορφώθηκε με τις διαδοχικές αποφάσεις συνεδρίων υπό τον Αλέξη Τσίπρα».
Μέσα σε αυτό το κλίμα, στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ, έρχεται να προστεθεί και η πρόταση δύο άλλων στελεχών, των Γιάννη Ραγκούση και Θανάση Θεοχαρόπουλου, οι οποίοι προτείνουν τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος μεταξύ μελών και φίλων του ΣΥΡΙΖΑ, για να καθοριστεί η κατεύθυνση, που θα ακολουθήσει το κόμμα για να πρωταγωνιστήσει, όπως λένε, στην ανασύνθεση της Κεντροαριστεράς, με στόχο ο φορέας που θα προκύψει να διεκδικήσει με αξιώσεις την κυβέρνηση στις εθνικές εκλογές του 2027.
Η συζήτηση για την κεντροαριστερά «ανοίγει» τη στιγμή, που στο ΠΑΣΟΚ οι αναταράξεις «αγγίζουν» πλέον την ηγεσία του, με κορυφαία στελέχη να αμφισβητούν ευθέως και δημοσίως τον Νίκο Ανδρουλάκη. Ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ, ο οποίος από το βράδυ της Κυριακής προανήγγειλε πρωτοβουλίες, δεν φαίνεται αυτή την ώρα, να ξεκινά από θέση ισχύος σε μια τέτοια συζήτηση, ενώ απομένει να φανεί αν στις πρωτοβουλίες, για τις οποίες μιλά, περιλαμβάνει και σε ποιο βαθμό τον ΣΥΡΙΖΑ και την ηγεσία του.
Θεωρητικά υπάρχει ένας αξιοσημείωτος πολιτικός χρόνος τριών ετών για τις όποιες ζυμώσεις και διεργασίες, προκειμένου να συγκροτηθεί ένα μέτωπο, όπως λένε στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ και του ΠΑΣΟΚ, απέναντι στη Νέα Δημοκρατία. Το μεγάλο ερώτημα είναι αν ποιος θα κατορθώσει να αξιοποιήσει καλύτερα έως την εκκίνηση της επόμενης προεκλογικής περιόδου, που η κυβέρνηση έως σήμερα, τοποθετεί το 2027.