Όταν ο Γιάνης Βαρουφάκης εισήλθε στην πολιτική σκηνή της χώρας, με το κολλητό τζιν, το μαύρο δερμάτινο, τα ανοιχτά πουκάμισα, την πανεπιστημοσύνη του, τις εύκολες λύσεις και τον πλέριο αντισυστημισμό του -αν και ανήκε στα ψηλά κοινωνικά στρώματα ατενίζοντας τη ζωή από το ρετιρέ κάτω από την Ακρόπολη- οι κάμερες καραδοκούσαν έξω από το υπουργείο, τα μεσημεριανάδικα έδιναν μάχες και οι γυναίκες ψηφοφόροι εκτίναξαν τη δημοφιλία του στα ύψη.
Ο σταρ των media, με την (αυτ) απάτη ότι «σκότωσε» την τρόικα και ότι θα τιμωρήσει την Ε.Ε., έκλεισε τις τράπεζες, έσυρε τους συνταξιούχους στις ουρές της απόγνωσης με τις τελευταίες ρυθμίσεις των περίφημων capital controls, να αίρονται μόλις τον Αύγουστο του 2019. Οι ομοιότητες και οι αναλογίες της περίπτωσης του Στέφανου Κασσελάκη με το Γιάνη Βαρουφάκη είναι εντυπωσιακές.
Πλην του ναρκισσισμού, για τον οποίο εάν θέλουμε να είμαστε δίκαιοι, δεν ευθύνεται κανείς από τους δύο, ανιχνεύεται η ίδια ελαφρότητα περί της οικονομίας και η ίδια «ραφιναρισμένη» τοξικότητα. Ο «αυτοδημιούργητος εφοπλιστής με τα αστακοκάραβα από την Αμερική», που έγινε αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης, όταν μιλάει για το Ελληνικό Όνειρο και πως θα «κόψει από τον τοίχο» 6,5 δισ. κάθε χρόνο, ακούγεται όπως ο ειδικός στη Θεωρία των Παιγνίων Γ. Βαρουφάκης όταν καταργούσε -μετά του κυρίου Τσίπρα- το μνημόνιο, φορτώνοντας στο τέλος στις πλάτες των Ελλήνων ένα αχρείαστο κόστος που εκτιμάται μεταξύ 100 και 150 δισ. ευρώ.
Ζητώντας ο κ. Κασσελάκης πρόωρες εκλογές, προτάσσοντας και υιοθετώντας κατά γράμμα τις θεωρίες του Κυρ. Βελόπουλου για μπαζώματα και ξυλόλια, όταν επικαλείται το, κατά τεκμήριο, σε λάθος βάση ψήφισμα που διακινεί η πρόεδρος των θυμάτων των Τεμπών και όταν «στήνει» εξωθεσμικά παραπολιτικά δικαστήρια, σχεδόν μας εξαναγκάζει να πάμε στο χρόνο πίσω.
Τότε που η πτώση της κυβέρνησης Σαμαρά - Βενιζέλου επετεύχθη μέσα από μακρά και αγαστή συνεργασία της Αριστεράς και της Ακροδεξιάς. Με τους εκβιασμούς, τις κρυφές κάμερες και τη δημιουργική μονταζιέρα σε σχέση με την προεδρική εκλογή, την εργαλειοποίηση των «νεκρών από τα μαγκάλια», τα αναθέματα κατά των τραπεζών και το ανηλεές κατηγορητήριο σε βάρος των πολιτικών αντιπάλων για «εγκλήματα» κατά του λαού και της χώρας.
Ο Στέφανος Κασσελάκης δεν ζητάει εκλογές γιατί πιστεύει ότι θα γίνουν ή ότι αν γίνονταν θα τις κέρδιζε. Ούτε καν για να δείχνει ότι στέκεται στα ίσια απέναντι στον Μητσοτάκη. Τις ζητάει προκειμένου να καλλιεργήσει προοπτικά κλίμα μη πολιτικής και κοινωνικής κανονικότητας, να πωρώσει το ετερόκλητο μη πολιτικό πλήθος, που τον ακολουθεί ως άλλο Βαρουφάκη. Χωρίς να συναισθάνεται εξίσου πόσο επικίνδυνος μπορεί να γίνει.
Η πλειοψηφία των πολιτών, όπως δείχνουν οι δημοσκοπήσεις, δεν συμφωνεί ότι έχει περάσει ένας αιώνας από τις εθνικές εκλογές, ούτε με την άποψη του ότι πρέπει γίνουν εκλογές. Δεν πιστεύει καν ότι το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών είναι κάποιου είδους πρόκριμα για την τύχη της κυβέρνησης.
Η επικείμενη κάλπη όμως, ίσως στείλει σήμα για το κατά πόσο παραμένει ισχυρό το πάθημα- μάθημα από τους σταρούμπες δημαγωγούς, τους μάγους της οικονομίας τους… σταυροφόρους κακοποιητές του κράτους δικαίου.
Ως επίλογο, πιστεύω πως εάν ο Στέφανος Κασσελάκης ζούσε στην Ελλάδα, ασκούσε το αμερικανικού τύπου επιχειρείν και διακινδύνευε όσα και οι υπόλοιποι πολίτες, επί διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ θα είχε σίγουρα άλλη «αίσθηση» για το χρόνο και τη δημοκρατία. Αν πρέπει να κρατήσουμε κάτι από το άρθρο του στην «Κ» είναι η φράση: «Η δημοκρατία σε αυτή τη χώρα είναι μια ιερή υπόθεση και δεν μπορούμε να την αφήσουμε έρμαιο σε αυτούς που παίζουν μαζί της…»
Δηλαδή σε εκείνους που εκλαμβάνουν τη διακυβέρνηση της χώρας ως θεωρία παιγνίων.